Σε επικίνδυνα επίπεδα ανέρχεται πλέον το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα, καθώς, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η συνολική οφειλή φυσικών και νομικών προσώπων προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες ξεπερνά τα 360 δισ. ευρώ. Το μέγεθος αυτό συνιστά μία οικονομική «βόμβα» στα θεμέλια της εθνικής οικονομίας, η οποία απειλεί να εκραγεί, επιφέροντας σοβαρές συνέπειες για την κοινωνική συνοχή και τη λειτουργία της αγοράς.
Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις επαγγελματικών φορέων προς την κυβέρνηση για την ανάληψη άμεσων πρωτοβουλιών, η ανταπόκριση παραμένει περιορισμένη. Οικονομικοί παράγοντες της αγοράς εκφράζουν την έντονη δυσαρέσκειά τους για την αδράνεια του οικονομικού επιτελείου, το οποίο εμφανίζεται περισσότερο προσανατολισμένο στην τήρηση των ευρωπαϊκών κατευθύνσεων παρά στην αντιμετώπιση των πιεστικών αναγκών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των εργαζομένων.
Ενδεικτικό της επιδείνωσης της κατάστασης είναι η δραματική αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον ΕΦΚΑ, οι οποίες από τα 32 δισ. ευρώ το 2019, έχουν πλέον φθάσει κοντά στα 50 δισ. ευρώ. Αντίστοιχη δυναμική παρατηρείται και στις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη φορολογική διοίκηση. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), μόνο κατά το πρώτο τετράμηνο του 2025 καταγράφηκαν απλήρωτοι φόροι ύψους 3 δισ. ευρώ.
Περισσότεροι από 2 εκατομμύρια φορολογούμενοι βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι με κατασχέσεις και πλειστηριασμούς. Παράλληλα, οι υποχρεώσεις προς τις τράπεζες και τα funds εντείνουν την ασφυκτική πίεση: μόνο τα χαρτοφυλάκια των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων και των ξένων επενδυτικών σχημάτων περιλαμβάνουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια άνω των 70 δισ. ευρώ.
Περιορισμένη αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων οφειλών
Η κυβέρνηση εμμένει στην εφαρμογή των υφιστάμενων εργαλείων ρύθμισης, απορρίπτοντας κατηγορηματικά κάθε πρόταση για τη θέσπιση νέου πλαισίου τύπου 100 ή 120 δόσεων. Όπως υποστηρίζει το Υπουργείο Οικονομικών, όσοι έχουν οφειλές έως 10.000 ευρώ μπορούν να τις εντάξουν στις πάγιες ρυθμίσεις των 24 δόσεων, ενώ για χρέη άνω των 10.000 ευρώ υπάρχει η δυνατότητα υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, ο βαθμός συμμετοχής στο υπάρχον πλαίσιο παραμένει περιορισμένος. Μέχρι και τον Μάιο του 2025, οι συνολικές ρυθμισμένες οφειλές ανέρχονται σε μόλις 12,7 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 11,5% των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την Εφορία και μόλις στο 3,3% του συνολικού ιδιωτικού χρέους.
Ενδεικτική είναι και η φθίνουσα πορεία της τελευταίας ρύθμισης των 120 δόσεων. Από τις περίπου 300.000 επιχειρήσεις που είχαν υπαχθεί αρχικά, σήμερα λιγότερες από 50.000 συνεχίζουν να εξυπηρετούν τη ρύθμιση.
Απέναντι στη στασιμότητα των υπαρχουσών ρυθμίσεων, οι επαγγελματικοί φορείς της χώρας έχουν καταθέσει επανειλημμένα πρόταση για τη θέσπιση ενός νέου, ευέλικτου πλαισίου διευθέτησης χρεών. Η πρόταση αυτή περιλαμβάνει τη ρύθμιση τόσο των φορολογικών όσο και των ασφαλιστικών οφειλών, με δυνατότητα ένταξης και για όσους έχουν χάσει παλαιότερα σχήματα ή έχουν ήδη ενταχθεί σε αυτά.
Την ανάγκη για άμεση λήψη μέτρων καταδεικνύει και η πρόσφατη Ετήσια Έκθεση του ΙΝΕΜΥ – ΕΣΕΕ για το 2024, η οποία αποτυπώνει τη στασιμότητα στον κύκλο εργασιών σχεδόν των μισών εμπορικών επιχειρήσεων. Το αυξανόμενο λειτουργικό κόστος, σε συνδυασμό με τις γεωοικονομικές αβεβαιότητες, εντείνει την πίεση στην πραγματική οικονομία.
Επιμονή στο σχέδιο Πισσαρίδη και αδυναμία προσαρμογής
Παρά τις ενδείξεις επιδείνωσης, η κυβέρνηση εμφανίζεται προσηλωμένη στην υλοποίηση του σχεδίου Πισσαρίδη, το οποίο εντάσσεται στο πλαίσιο υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και προβλέπει –μεταξύ άλλων– τη συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Οι επαγγελματικοί φορείς καταγγέλλουν ότι η στρατηγική αυτή οδηγεί μεθοδικά στη συρρίκνωση του μικρομεσαίου επιχειρείν, ενισχύοντας την ανησυχία για τον λεγόμενο «θάνατο του εμποράκου».
Σημαντικές καθυστερήσεις παρατηρούνται και στην ενεργοποίηση του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων, ο οποίος προβλέπεται να αναλάβει τη διαχείριση των κατοικιών όσων δανειοληπτών κηρύσσουν πτώχευση. Μέσω του Φορέα, οι οφειλέτες θα μπορούν να συνεχίσουν να διαμένουν στο ακίνητο καταβάλλοντας ενοίκιο, με δυνατότητα επαναγοράς έπειτα από 12 έτη.
Η μόνη μορφή προστασίας πρώτης κατοικίας αφορά τους οφειλέτες που επιλέγουν να ενταχθούν στο καθεστώς αυτό, παραχωρώντας το ακίνητό τους στον Φορέα. Ωστόσο, η έναρξη λειτουργίας της συγκεκριμένης δομής έχει καθυστερήσει επανειλημμένως και εκτιμάται πως, ακόμη και υπό τις παρούσες προβλέψεις, δεν πρόκειται να τεθεί σε πλήρη εφαρμογή πριν από τα τέλη του 2025.