Παρά τη φαινομενικά θετική αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 2,2% ετησίως στο πρώτο τρίμηνο του 2025, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο εύθραυστη απ’ όσο δείχνουν οι αριθμοί. Η ανάπτυξη παραμένει ουσιαστικά στάσιμη σε τριμηνιαία βάση (0,0%), δείχνοντας ότι η ελληνική οικονομία κινείται χωρίς ουσιαστική δυναμική. Η σύγκριση με την ευρωζώνη δεν αποτελεί πλέον λόγο πανηγυρισμού, καθώς η ψαλίδα κλείνει — με την Ευρώπη να ανακάμπτει και την Ελλάδα να φρενάρει.
Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο είναι η κάθετη πτώση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, κατά -6,1% σε τριμηνιαία βάση και -3,2% σε ετήσια, η μεγαλύτερη από την εποχή των lockdowns της πανδημίας. Αυτό δείχνει ότι η επιχειρηματική εμπιστοσύνη καταρρέει, ενώ ακόμη και οι στατιστικές τεχνικές – όπως η προσωρινή καταγραφή επενδυτικών έργων στα αποθέματα – δεν μπορούν να κρύψουν την αρνητική εικόνα. Οι καθαρές εξαγωγές παραμένουν αρνητικές, η ναυτιλία φθίνει και ο τουρισμός έχει χάσει την ισχύ του ως βασικός κινητήρας ανάπτυξης.
Παρά τις φιλόδοξες προβλέψεις για ανάκαμψη επενδύσεων και δημόσιας δαπάνης αργότερα μέσα στο έτος, τίποτα δεν διασφαλίζει ότι οι προσωρινοί παράγοντες θα αναστραφούν. Η αβεβαιότητα διεθνώς, η υποτονική εκτέλεση του ΠΔΕ και του ΤΑΑ, οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό και το σταθερά υψηλό κόστος κατασκευής υπονομεύουν κάθε πιθανότητα διατηρήσιμης ανάκαμψης.
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να στηρίζεται υπερβολικά στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία, παρά την αύξηση των μισθών, δεν επαρκεί για να καλύψει το επενδυτικό κενό. Χωρίς νέα παραγωγική βάση και χωρίς στρατηγική προσέλκυσης βιώσιμων επενδύσεων, η “ανάπτυξη” αυτή είναι μια στατιστική ψευδαίσθηση: επιφανειακή, μη συμπεριληπτική και πάνω απ’ όλα, μη διατηρήσιμη.
Η πραγματικότητα είναι ότι η ελληνική οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη σε μια εύθραυστη ισορροπία, όπου κάθε εξωτερικός κραδασμός – γεωπολιτικός ή εμπορικός – μπορεί να ανατρέψει πλήρως τις μετριοπαθείς προσδοκίες για το 2025. Με λίγα λόγια, η οικονομία δεν κινείται μπροστά. Απλώς παραμένει όρθια, ελπίζοντας να μην πέσει.