23 Ιουνίου, 2025
Πολιτική

Οι σκιές των παλιών αρχηγών

Παρά τη συσσώρευση των σκανδάλων, τις διαρκείς θεσμικές εκτροπές και την κοινωνική κόπωση από την ακρίβεια και την αίσθηση ατιμωρησίας, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εξακολουθεί να διατηρεί τον έλεγχο της πολιτικής σκηνής. Κι αυτό όχι τόσο λόγω της δύναμης του ίδιου, όσο εξαιτίας της αδυναμίας του πολιτικού του περιβάλλοντος. Η απουσία αξιόπιστης και συγκροτημένης αντιπολίτευσης του επιτρέπει να κινείται σχεδόν ανεμπόδιστα, ακόμη κι όταν η δημόσια κριτική φτάνει σε οξύτατους τόνους.

Στη θέση μιας σκληρής, συνεκτικής αντιπολιτευτικής πρότασης, βρίσκονται είτε κατακερματισμένα κόμματα που αγγίζουν το εκλογικό τους ταβάνι χωρίς προοπτική υπέρβασης, είτε πολιτικοί οργανισμοί που δεν έχουν καταφέρει να ορίσουν καν το ρόλο τους απέναντι στην κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα είναι ένας σχεδόν μονοκρατορικός έλεγχος της πολιτικής ατζέντας από τον κ. Μητσοτάκη, χωρίς ουσιαστικές θεσμικές ανασχέσεις.

Η διαρκής ανοχή απέναντι σε φαινόμενα διαφθοράς, η μεθοδική υποβάθμιση της ελευθεροτυπίας και η απουσία ελέγχου της εγκληματικότητας ή του κόστους διαβίωσης, συνθέτουν ένα περιβάλλον που σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα θα συνιστούσε προαναγγελία πολιτικής κατάρρευσης. Στην Ελλάδα, όμως, λειτουργεί περισσότερο ως κατάσταση… παρατεταμένης αναμονής. Μια κοινωνία που αποδέχεται τον ρόλο του «λιγότερου κακού», αδυνατώντας να εμπιστευθεί κάποια βιώσιμη εναλλακτική.

Σε αυτό το κενό, όλο και πιο έντονα ακούγεται το όνομα του Αντώνη Σαμαρά. Ο πρώην πρωθυπουργός φέρεται να εξετάζει σοβαρά τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, με στόχο να καλύψει το κενό δεξιά της σημερινής Νέας Δημοκρατίας. Με παρασκηνιακές επαφές, δημόσιες παρεμβάσεις με αιχμές και επισκέψεις όπως αυτή στο Άγιον Όρος, διαμορφώνει το πλαίσιο μιας πιθανής επιστροφής. Αν επιλέξει τελικά να προχωρήσει, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αφαιρέσει ένα σημαντικό ποσοστό από το ήδη φθίνων εκλογικό ποσοστό της κυβέρνησης.

Πέρα όμως από το πολιτικό όφελος ή το ρίσκο μιας νέας πορείας, η ενδεχόμενη επιστροφή Σαμαρά εκφράζει μια υπαρξιακή ανάγκη για πολλούς ψηφοφόρους της συντηρητικής παράταξης που νιώθουν αποκομμένοι από τις επιλογές της σημερινής ηγεσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι το εγχείρημα αυτό περιβάλλεται από λόγο «ευθύνης», έναντι της κοινωνίας και όχι απλώς της πολιτικής σταδιοδρομίας.

Ανάλογο είναι και το ερώτημα που πλανάται γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα. Αν και έχει αποχωρήσει από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει σιωπηρά ενεργός. Με σποραδικούς «χρησμούς», διακριτικές τοποθετήσεις και πυκνές επαφές, υποδηλώνει ότι δεν έχει αποδεχτεί τον ρόλο του θεατή. Το αν θα επιστρέψει επίσημα στην πολιτική ηγεσία ή θα συνεχίσει να επηρεάζει από τα παρασκήνια είναι προς το παρόν ανοιχτό. Όμως η στασιμότητα ή διάσπαση του χώρου της Κεντροαριστεράς καθιστά σχεδόν επιτακτική μια νέα συγκέντρωση δυνάμεων γύρω από ένα πρόσωπο που, ανεξάρτητα από τη διαδρομή του, απέδειξε ότι μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις την εξουσία.

Ο Αλέξης Τσίπρας είναι μέχρι σήμερα ο μοναδικός ηγέτης της Αριστεράς που κατόρθωσε να ανατρέψει τον κυρίαρχο ρόλο της Δεξιάς στη σύγχρονη ιστορία. Αν επιλέξει να επιστρέψει, η πρόκληση δεν είναι μόνο πολιτική – είναι και προσωπική: να επανορθώσει για τα λάθη που συνέβαλαν στην αποδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ και να αποτρέψει την απόλυτη πολιτική κυριαρχία ενός συστήματος που αξιοποιεί την απουσία ουσιαστικού αντιλόγου.

Εν τέλει, ο κεντρικός άξονας δεν είναι αν επιστρέφουν ή όχι οι πρώην πρωθυπουργοί. Είναι αν μπορούν να εκφράσουν ξανά –και με νέους όρους– μια κοινωνική πλειοψηφία που σήμερα νιώθει εγκλωβισμένη. Αν αποτύχουν να το κάνουν, τότε η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν θα απειληθεί από αντίπαλο, αλλά μόνο από την ίδια την πραγματικότητα.