Στο Μέγαρο Μαξίμου δεν κρύβουν τη δυσφορία τους. Άλλοι κάνουν λόγο για ατυχία, άλλοι –πιο προληπτικοί– για κακή τύχη. Όπως και να έχει, η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη. Το ισραηλινό χτύπημα κατά ιρανικών στόχων ήρθε τη στιγμή που η κυβέρνηση ετοιμαζόταν να ανεβάσει ταχύτητα σε επίπεδο πολιτικής και επικοινωνιακής στρατηγικής ενόψει ΔΕΘ και φθινοπώρου.
Όπως περιέγραφε χαρακτηριστικά στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού, η κατάσταση μοιάζει με αεροπλάνο την ώρα της απογείωσης που χάνει στήριξη λίγο πριν βγει από τον διάδρομο. Με άλλα λόγια, βίαιη απώλεια ελέγχου σε μια φάση κρίσιμη για την πολιτική σταθερότητα, αλλά και για τις αντοχές της οικονομίας.
Ήδη, οι πρώτες προβολές στα οικονομικά μεγέθη προκαλούν ανησυχία: ενδεχόμενη απώλεια έως και 2 δισεκατομμυρίων ευρώ από τουρισμό και ενεργειακό κόστος. Ένα ποσό που μπορεί να τινάξει στον αέρα τον σχεδιασμό για παροχές και στοχευμένες ενισχύσεις προς τη μεσαία τάξη –το βασικό πολιτικό ακροατήριο του κυβερνώντος κόμματος.
Το λεγόμενο «σχέδιο ΔΕΘ» βρίσκεται πλέον σε φάση επανεξέτασης. Ο προβληματισμός στο Μαξίμου είναι διάχυτος: εάν η κρίση στη Μέση Ανατολή επεκταθεί ή διαρκέσει, το εύθραυστο οικονομικό περιβάλλον δεν θα επιτρέψει την εφαρμογή φιλόδοξων μέτρων. Ήδη ζητήθηκε από τα αρμόδια υπουργεία να επεξεργαστούν εναλλακτικά σενάρια – με στόχο να σωθούν κάποια από τα επικοινωνιακά και οικονομικά «χαρτιά» της κυβέρνησης ενόψει φθινοπώρου.
Στο παρασκήνιο, υπάρχουν φωνές που νιώθουν δικαιωμένες. Στελέχη όπως οι Πιερρακάκης και Χατζηδάκης είχαν εκφράσει επιφυλάξεις για «χαλαρές» παροχές τύπου «δώστα όλα», επιμένοντας στη διατήρηση ταμειακού «μαξιλαριού». Η πραγματικότητα δείχνει ότι είχαν λόγο: η συγκυρία αποδεικνύεται εύθραυστη, και το μαξιλάρι ενδέχεται να μην επαρκεί, ειδικά αν υπάρξει περαιτέρω ανάφλεξη ή αν το Ιράν αποφασίσει να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις τιμές του πετρελαίου.
Ανησυχία για το κοινωνικό αποτύπωμα
Η οικονομική πίεση δεν είναι μόνο λογιστική. Το μεγαλύτερο άγχος στο Μαξίμου είναι οι κοινωνικές επιπτώσεις. Η αίσθηση νέου κύκλου ανατιμήσεων είναι ήδη παρούσα –και η κοινωνία δείχνει ελάχιστη ανοχή. Οι καταναλωτές βλέπουν στην πράξη πως η κυβέρνηση αδυνατεί να ελέγξει τη λειτουργία των καρτέλ, ιδίως στον τομέα των καυσίμων. Οι έλεγχοι στα πρατήρια προαναγγέλλονται μεν, αλλά δεν πείθουν. Οι τιμές αυξάνονται γρήγορα, αλλά μειώνονται αργά –αν μειώνονται.
Το πολιτικό ρίσκο αυξάνεται: η κοινωνική δυσαρέσκεια μπορεί να αποτυπωθεί δημοσκοπικά με εντυπωσιακή ταχύτητα. Και αυτό το γνωρίζουν καλά στο κυβερνητικό επιτελείο.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας, ο παράγοντας σταθερότητα αποκτά εκ νέου κεντρική σημασία. Το κυβερνητικό αφήγημα φαίνεται να μετατοπίζεται: από τη διανομή πόρων και τις μεταρρυθμίσεις, στην ανάγκη σταθερού χεριού και αποτροπής του χάους.
Το σενάριο των πρόωρων εκλογών δεν είναι στο τραπέζι με όρους απόφασης, αλλά λειτουργεί ως μοχλός πίεσης και πειθαρχίας: για να επανενταχθούν τυχόν απογοητευμένοι ψηφοφόροι, που φλερτάρουν με αποχή ή με επιλογές «τιμωρίας». Σε καιρούς κρίσης, άλλωστε, οι πολίτες στρέφονται συχνά σε εκείνον που εγγυάται –ή τουλάχιστον υπόσχεται– σταθερότητα.