12 Νοεμβρίου, 2025
Πρωτοσέλιδα

Οι πολίτες είπαν «όχι» στην επιβολή και στην ψηφιακή αυθαιρεσία Μητσοτάκη

Η απώλεια της ψυχής ενός πολιτικού οργανισμού δεν είναι κάτι που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις ούτε αποτυπώνεται στα ποσοστά των εκλογών. Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και δύσκολο να εντοπιστεί. Εκφράζεται μέσα από τη συμπεριφορά της εξουσίας, μέσα από τη σταδιακή αναισθησία της απέναντι στις ανησυχίες και τις ευαισθησίες της κοινωνίας.

Μια κυβέρνηση μπορεί να μοιάζει λειτουργική, να παρουσιάζει σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης και να διαχειρίζεται επιτυχώς την εικόνα της, αλλά την ίδια στιγμή να έχει χάσει το νήμα που τη συνδέει με την κοινωνία που κυβερνά. Και όταν χαθεί αυτή η σύνδεση, καμία επικοινωνιακή τεχνική δεν μπορεί να τη σώσει.

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δείχνει σήμερα να βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το σημείο. Εγκλωβισμένη στις εσωτερικές της κρίσεις και στα αλλεπάλληλα σκάνδαλα, έχει πάψει να ακούει, να παρατηρεί και να αφουγκράζεται τη διάθεση του κόσμου. Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, που εμπλέκει κορυφαία στελέχη, μεταξύ των οποίων τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και τον γραμματέα της Νέας Δημοκρατίας, δεν είναι απλώς ένα ακόμα επεισόδιο διαφθοράς. Είναι το σύμπτωμα μιας συνολικής θεσμικής παρακμής.

Οι καταθέσεις στενών συνεργατών του πρωθυπουργού στην Εξεταστική Επιτροπή, όπως του κ. Σκέρτσου και του κ. Μυλωνάκη, οι αγροτικές κινητοποιήσεις που ετοιμάζονται, οι διαμαρτυρίες των διανομέων, η κρίση στα ΕΛ.ΤΑ. και το Υπερταμείο, η ακρίβεια που επιμένει και οι αθέατες πιέσεις στα ελληνοτουρκικά, συνθέτουν ένα σκηνικό διοικητικής κόπωσης και πολιτικής φθοράς.

Μέσα σε αυτή τη δίνη, η κυβέρνηση φαίνεται να θεωρεί ασήμαντο ένα ζήτημα που αγγίζει ευθέως τον πυρήνα της ελευθερίας και της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος: την επιβολή του Προσωπικού Αριθμού. Πρόκειται για το νέο ενιαίο αναγνωριστικό που θα αντικαταστήσει όλα τα προηγούμενα — ΑΦΜ, ΑΜΚΑ, αριθμό ταυτότητας, ακόμα και το προφίλ του πολίτη στο gov.gr.

Επισήμως, παρουσιάστηκε ως μια λογική και απαραίτητη μεταρρύθμιση για την απλοποίηση των συναλλαγών, για τη μείωση της γραφειοκρατίας και τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Προσωπικός Αριθμός δεν είναι απλώς ένα διοικητικό εργαλείο. Είναι ένα μέσο πλήρους ψηφιακής ταυτοποίησης του πολίτη και, δυνητικά, ένα ισχυρό όπλο επιτήρησης.

Η κυβέρνηση προσέγγισε το θέμα με την ψυχρότητα του τεχνοκράτη που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους σαν δεδομένα και όχι σαν πολίτες με φόβους, αξίες και πνευματικές αναφορές. Θεώρησε ότι το ζήτημα είναι τεχνικό και πολιτικά αδιάφορο. Ότι αρκεί η ευλογία της Ιεράς Συνόδου για να καθησυχάσει κάθε ανησυχία. Μόνο που η σημερινή Εκκλησία δεν είναι εκείνη των δεκαετιών του ’80 ή του ’90. Η επιρροή της στις συνειδήσεις του πληρώματός της έχει μειωθεί, ενώ τα μοναστήρια, οι ηγούμενοι, οι απλοί ιερείς και κυρίως οι μορφές των συγχρόνων αγίων λειτουργούν πια ως πνευματικά σημεία αναφοράς για τους πιστούς.

Η προειδοποίηση του Αγίου Παϊσίου, «μη βιαστείτε να τον πάρετε», που ειπώθηκε πριν από δεκαετίες, αναβιώνει σήμερα μέσα στα κοινωνικά δίκτυα, σε ιστολόγια, ακόμη και σε απλές συζητήσεις ανθρώπων που δεν ανήκουν απαραίτητα σε θρησκευτικούς κύκλους. Για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, ο Προσωπικός Αριθμός είναι ένα σύμβολο του τρόπου με τον οποίο η πολιτεία προσπαθεί να εισχωρήσει σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, συγκεντρώνοντας στοιχεία που μέχρι χθες θεωρούνταν προσωπικά και αδιαπραγμάτευτα.

Η ειρωνεία είναι ότι αυτή η αντίδραση δεν προέρχεται πλέον μόνο από ένα στενό θρησκευτικό περιβάλλον. Αντίθετα, φαίνεται να αποκτά απήχηση σε ανθρώπους με διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες. Ένα βίντεο του Τζιμάκου Πανούση, στο οποίο σατιρίζει μια μελλοντική κοινωνία όπου η παραγγελία μιας πίτσας ελέγχεται από τον ιατρικό φάκελο του πελάτη, κυκλοφορεί ξανά και γίνεται viral. Πολλοί το προβάλλουν ως παράδειγμα του πού μπορεί να οδηγήσει η αλόγιστη συγκέντρωση δεδομένων. Μπορεί το σκηνικό να είναι υπερβολικό, αλλά η ανησυχία είναι πραγματική.

Παράλληλα, πληθαίνουν οι αναφορές σε παραδείγματα από άλλες χώρες. Στον Καναδά, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα ψηφιακά οικονομικά δεδομένα των πολιτών για να παγώσει λογαριασμούς απεργών οδηγών νταλίκας, στο πλαίσιο των διαδηλώσεων κατά των υγειονομικών περιορισμών. Το γεγονός αυτό προκάλεσε διεθνή συζήτηση για τα όρια της κρατικής παρέμβασης και τις δυνατότητες κατάχρησης της τεχνολογίας. Όταν, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση εισάγει τον Προσωπικό Αριθμό με τη βεβαιότητα ότι πρόκειται για «απλό εκσυγχρονισμό», αγνοεί ότι η διεθνής εμπειρία έχει ήδη δείξει τις σκοτεινές πλευρές αυτών των πρακτικών.

Η δυσπιστία των πολιτών απέναντι στο κράτος δεν είναι καινούργια, έχει τις ρίζες της σε δεκαετίες κακοδιοίκησης, αδιαφάνειας και πελατειακών σχέσεων. Όταν, λοιπόν, ανακοινώνεται ένα μέτρο που συγκεντρώνει όλα τα προσωπικά στοιχεία σε έναν ενιαίο αριθμό, το κοινό δεν ακούει τις διαβεβαιώσεις περί ασφάλειας· ακούει την ηχώ των σκανδάλων και των υποκλοπών. Γι’ αυτό και τα στοιχεία είναι τόσο ενδεικτικά: από τα έντεκα εκατομμύρια πολιτών, μόλις δύο έχουν παραλάβει τον Προσωπικό Αριθμό. Οι υπόλοιποι, χωρίς να κάνουν θόρυβο, απλώς τον απορρίπτουν. Δεν πρόκειται για μια σιωπηλή αδιαφορία, αλλά για μια ήπια, υπόγεια μορφή αντίστασης.

Αντί να κατανοήσει αυτό το μήνυμα, το αρμόδιο υπουργείο αποφάσισε να επιβάλει τον αριθμό υποχρεωτικά, αποδίδοντάς τον αυτεπαγγέλτως σε όσους δεν τον ζήτησαν. Πρόκειται για μια επιλογή που εντείνει το αίσθημα καταναγκασμού και ενισχύει την εντύπωση ότι το κράτος δεν ενδιαφέρεται να πείσει, αλλά να επιβληθεί. Το σχήμα αυτό έχει επαναληφθεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Από τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών μέχρι τα μέτρα της πανδημίας, η κυβέρνηση έχει επιλέξει τον δρόμο της λεγόμενης «φιλελεύθερης επιβολής» — της προώθησης μέτρων χωρίς διάλογο, με τη λογική ότι όποιος διαφωνεί είναι απλώς καθυστερημένος ή ψεκασμένος.

Το αποτέλεσμα είναι μια όλο και μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στους πολίτες και την εξουσία. Η εμπιστοσύνη έχει διαβρωθεί σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και ένα μέτρο με πιθανές θετικές εφαρμογές αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Ο πολίτης δεν φοβάται τον αριθμό καθαυτόν, αλλά την εξουσία που τον διαχειρίζεται. Και όταν η εξουσία αυτή έχει αποδείξει ότι δεν διστάζει να παρακολουθεί, να αποκρύπτει και να χειραγωγεί, η καχυποψία μετατρέπεται σε εύλογη άρνηση.

Στο παρασκήνιο έχει ήδη σχηματιστεί ένα χαμηλόφωνο κίνημα πολιτών που καλεί όσους παραλαμβάνουν τον αριθμό να μην ενεργοποιούν τα δεδομένα τους. Δεν υπάρχει κάποιος οργανωτής, καμία επίσημη ηγεσία, κανένα κόμμα πίσω από αυτό. Είναι μια αυθόρμητη αντίδραση ανθρώπων που θέλουν να κρατήσουν ένα μικρό κομμάτι της ζωής τους έξω από την οθόνη του κράτους. Αυτή η αυθόρμητη επιφύλαξη δεν πηγάζει από άρνηση του εκσυγχρονισμού, αλλά από την ανάγκη για προσωπικό χώρο και ελευθερία.

Η κυβέρνηση δείχνει να μην κατανοεί τη φύση αυτής της αντίδρασης. Εγκλωβισμένη στη λογική της αποτελεσματικότητας, βλέπει μόνο τα νούμερα και τους δείκτες, όχι τα πρόσωπα. Θεωρεί ότι κάθε κοινωνική επιφύλαξη είναι ένδειξη αμάθειας ή φόβου. Όμως στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα βαθύτερο φαινόμενο, για μια απώλεια εμπιστοσύνης που δεν μπορεί να αποκατασταθεί με ενημερωτικές καμπάνιες. Οι πολίτες δεν αμφισβητούν την τεχνολογία· αμφισβητούν τους διαχειριστές της.

Αργά ή γρήγορα, το Μέγαρο Μαξίμου θα καταλάβει ότι το ζήτημα του Προσωπικού Αριθμού δεν είναι μια επικοινωνιακή αστοχία, αλλά ένα ακόμη σύμπτωμα της ρήξης ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και την κοινωνική βάση. Όσο περισσότερο επιμένει στη ρητορική του “προοδευτικού εξορθολογισμού”, τόσο θα ενισχύει την πεποίθηση ότι πίσω από τις ωραίες λέξεις κρύβεται η επιθυμία για έλεγχο. Κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να εξηγήσει γιατί τόσοι πολίτες αρνούνται κάτι που, υποτίθεται, γίνεται για το καλό τους. Και τότε θα είναι πολύ δύσκολο να πείσει.

Η κρίση αυτή δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αγγίζει συνολικά το πολιτικό σύστημα, το οποίο εδώ και χρόνια έχει αποκοπεί από τις πνευματικές και ηθικές αναφορές της ελληνικής κοινωνίας. Στην επιφάνεια, όλα μοιάζουν οργανωμένα, σύγχρονα, προγραμματισμένα. Κάτω από αυτή την επιφάνεια, όμως, υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση απώλειας: η απώλεια του μέτρου, της εμπιστοσύνης, της εσωτερικής ελευθερίας. Οι άνθρωποι κουράστηκαν να τους μεταχειρίζονται σαν στατιστικά στοιχεία, να τους ζητούν συνεχώς να συναινέσουν σε κάτι που δεν καταλαβαίνουν, να τους χαρακτηρίζουν “ψεκασμένους” όταν εκφράζουν φόβο.

Το παράδοξο είναι ότι αυτή η κοινωνική δυσπιστία δεν είναι αντικρατική. Δεν είναι καν αντισυστημική με την κλασική έννοια. Είναι μια ανάγκη για ένα διαφορετικό είδος σχέσης ανάμεσα στον πολίτη και το κράτος, μια σχέση που να βασίζεται στον σεβασμό και όχι στην επιτήρηση. Σήμερα, όμως, αυτή η σχέση δείχνει να έχει χαθεί. Το κράτος δεν εμπιστεύεται τους πολίτες και οι πολίτες δεν εμπιστεύονται το κράτος. Κι όταν σπάει αυτός ο δεσμός, τίποτε δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά, όσες ψηφιακές πλατφόρμες κι αν δημιουργηθούν.

Αυτό που η κυβέρνηση θεωρεί “εκσυγχρονισμό” είναι για πολλούς ανθρώπους μια νέα μορφή εξάρτησης. Και αυτή η αίσθηση, όσο κι αν επιχειρείται να υποτιμηθεί, έχει πολιτικό βάρος. Γιατί όταν ο πολίτης αισθάνεται ότι το κράτος παραβιάζει τον προσωπικό του χώρο, δεν θα αντιδράσει φωναχτά, αλλά θα απομακρυνθεί σιωπηλά. Θα πάψει να συμμετέχει, να εμπιστεύεται, να νοιάζεται. Και αυτή η σιωπή είναι πολύ πιο επικίνδυνη για τη δημοκρατία από οποιαδήποτε διαδήλωση.

Αν δεν υπάρξει μια ειλικρινής προσπάθεια αποκατάστασης της εμπιστοσύνης, αν το κράτος δεν αποδείξει ότι σέβεται τον πολίτη όχι μόνο ως φορολογούμενο αλλά ως ελεύθερο άνθρωπο, η αποξένωση θα γίνει μόνιμη. Και τότε η πολιτική δεν θα είναι τίποτε περισσότερο από ένα σύνολο τεχνικών αποφάσεων, κενών από νόημα, αποκομμένων από το βίωμα και την ψυχή της κοινωνίας.

Η ιστορία έχει δείξει ότι τα κράτη δεν καταρρέουν από την έλλειψη τεχνολογίας, αλλά από την απώλεια εμπιστοσύνης. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλους αριθμούς για να λειτουργήσει. Χρειάζεται να ξαναχτίσει μια σχέση ειλικρίνειας ανάμεσα στην εξουσία και τον πολίτη. Και αυτό δεν γίνεται με υπουργικές αποφάσεις ούτε με ψηφιακές εφαρμογές. Γίνεται μόνο με σεβασμό.