15 Νοεμβρίου, 2025
Τεχνολογία

Οι νέοι απομακρύνονται από τα smartphones

Τα πρώτα κινητά τηλέφωνα υπήρξαν μια από τις πιο εντυπωσιακές τεχνολογικές καινοτομίες του τέλους του 20ού αιώνα. Η δυνατότητα ασύρματης επικοινωνίας, ο φορητός χαρακτήρας τους και η πρωτοφανής ευκολία χρήσης τα έκαναν να κατακτήσουν γρήγορα το κοινό, δημιουργώντας νέες συνήθειες και νέους κοινωνικούς κώδικες. Για μια δεκαετία τουλάχιστον, αποτέλεσαν σύμβολο προσωπικής ελευθερίας, αυτονομίας και τεχνολογικής προόδου. Όμως η έλευση των smartphones, με την πρόσβαση στο διαδίκτυο, τις εφαρμογές, τα κοινωνικά δίκτυα και τις πολυλειτουργικές δυνατότητές τους, τα κατέστησε σταδιακά παρωχημένα. Μέσα σε λίγα χρόνια, αυτό το κάποτε εμβληματικό αντικείμενο σχεδόν εξαφανίστηκε από την αγορά.

Σχεδόν, αλλά όχι πλήρως. Όπως συμβαίνει συχνά με τις τάσεις – είτε πρόκειται για μόδα, μουσική, είτε ακόμη και για τεχνολογία – ο κύκλος της δημοτικότητας μοιάζει να επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε. Και έτσι, μέσα σε έναν κόσμο όπου τα smartphones βρίσκονται παντού, μια παράδοξη αλλά καθόλου αμελητέα κίνηση κερδίζει έδαφος: η επιστροφή των «dumbphone», των απλών κινητών τηλεφώνων που απέχουν συνειδητά από τον ψηφιακό υπερκορεσμό της εποχής.

Ο όρος «dumbphone» δεν είναι ακριβής· περισσότερο λειτουργεί ως ένας εύχρηστος τρόπος αναφοράς σε κάθε κινητό τηλέφωνο που δεν είναι «έξυπνο», δηλαδή δεν παρέχει πρόσβαση στο διαδίκτυο και στις πολυσύνθετες εφαρμογές που έχουν μετατρέψει τα smartphones σε ψηφιακούς πολυεργάτες. Παρ’ όλα αυτά, ο χαρακτηρισμός αυτός αποκαλύπτει ίσως κάτι βαθύτερο: ότι η απλότητα δεν είναι συνώνυμο βλακείας, και ότι για ένα αυξανόμενο μέρος της κοινωνίας η επιστροφή σε πιο λιτές συσκευές αποτελεί συνειδητή, ώριμη επιλογή.

Σήμερα, ιδίως οι νεότερες γενιές δείχνουν μια απροσδόκητη έλξη προς την τεχνολογική λιτότητα. Η γενιά Ζ – όσοι γεννήθηκαν μεταξύ 1997 και 2015 – αναζητεί συχνά την απλότητα μιας εποχής που οι ίδιοι δεν έζησαν, αλλά αντιλαμβάνονται ως λιγότερο θορυβώδη και λιγότερο απαιτητική. Οι αναζητήσεις στη Google για απλά κινητά αυξάνονται σταθερά την τελευταία πενταετία, ενώ έρευνες δείχνουν μια εντυπωσιακή μετατόπιση ενδιαφέροντος.

Η Άμμυ Άρτσερ, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων και ερευνών στην εταιρεία σύγκρισης τηλεφωνικών πακέτων WhistleOut, σχολιάζει ότι το 59% των μελών της γενιάς Ζ εξετάζει το ενδεχόμενο να στραφεί σε ένα dumbphone μέσα στη χρονιά, ενώ και το 49% των millennials δείχνει ανάλογη διάθεση. Ακόμη πιο ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ένας στους τέσσερις ενδιαφερόμενους δεν έχει καν επιθυμία να διατηρήσει εφαρμογές ή πρόσβαση σε ψηφιακές υπηρεσίες: θέλει απλώς ένα τηλέφωνο που να τηλεφωνεί και να στέλνει μηνύματα. Η αποσύνδεση γίνεται πλέον συνειδητή φιλοσοφία ζωής.

Κουρασμένοι από τη συνεχή συνδεσιμότητα

Η κόπωση από την ακατάπαυστη ροή πληροφοριών και ερεθισμάτων αποτελεί ίσως τον βασικό μοχλό αυτής της αλλαγής. Όπως σημειώνει η Άρτσερ, η συνεχής συνδεσιμότητα – όσο πρακτική κι αν είναι – φέρνει εξάντληση, διάσπαση προσοχής και μια διάχυτη αίσθηση ότι κανείς δεν μπορεί πραγματικά να «αποσυρθεί» από τον ψηφιακό κόσμο χωρίς να χάσει κάτι σημαντικό. Σε ένα περιβάλλον όπου πάνω από τους μισούς Αμερικανούς δηλώνουν πως νιώθουν «εθισμένοι» στο τηλέφωνό τους, η ανάγκη για μια αντίρροπη τάση έμοιαζε μάλλον αναπόφευκτη.

Δεν είναι λοιπόν παράξενο που πολλοί χρήστες ψάχνουν παλιά Blackberry στο eBay, καταργούν εφαρμογές στα smartphone τους ή στρέφονται σε σύγχρονα μινιμαλιστικά τηλέφωνα, όπως αυτά που παράγουν εταιρείες όπως η Punkt και η The Light Phone – συσκευές που περιορίζονται σε βασικές λειτουργίες όπως κλήσεις, SMS και απλούς χάρτες, με στόχο την αποσυμφόρηση του νου και τη μείωση της ψηφιακής εξάρτησης.

Η οικογενειακή σύμβουλος Τέσσα Στάκυ επισημαίνει ότι αυτό που παρατηρούμε δεν είναι μια ρομαντική επιστροφή στο παρελθόν, αλλά μια συλλογική ανακούφιση. Για χρόνια, εξηγεί, η κοινωνία βρισκόταν παγιδευμένη σε ένα ψηφιακό περιβάλλον υπερδιέγερσης: ενημερώσεις, ειδοποιήσεις, μηνύματα, κοινωνικά δίκτυα, ατελείωτο scrolling. Το smartphone έγινε μια συσκευή μόνιμης παρουσίας – αναντικατάστατο εργαλείο και ταυτόχρονα πηγή άγχους.

Η εγκατάλειψη του smartphone δεν φαινόταν ρεαλιστική. Τώρα όμως, μέσα από την αυξανόμενη έρευνα σχετικά με τις επιπτώσεις στην ψυχική υγεία και τη δραματική αύξηση των προβλημάτων στους εφήβους, οι άνθρωποι αρχίζουν να επανατοποθετούν τον πήχη του «φυσιολογικού». Η ψηφιακή πανδημία της απομόνωσης, σε συνδυασμό με την ψυχική κόπωση, ώθησε πολλές οικογένειες να αναθεωρήσουν ριζικά τις συνήθειές τους.

Ο ειδικός στην ψηφιακή ευεξία Γιαρόν Λίτγουιν συμπληρώνει ότι τα smartphones επιβαρύνουν τη μνήμη, τον ύπνο, την προσοχή και την ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων, ενώ για τα παιδιά οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται: κυβερνοεκφοβισμός, ψηφιακές απειλές, παραβίαση προσωπικών δεδομένων και έκθεση σε περιεχόμενο ακατάλληλο για την ηλικία τους.

Η Στάκυ το συνοψίζει με έναν απλό τρόπο: τα smartphones μετατράπηκαν σε «συναισθηματικές πιπίλες», σε συσκευές που θολώνουν την ικανότητα των ανθρώπων – ιδιαίτερα των νέων – να διαχειριστούν τη μοναξιά, την ανία ή τη δυσφορία.

Επαναφορά της ανθρώπινης παρουσίας

Για πολλούς χρήστες, ένα απλό κινητό σημαίνει κάτι περισσότερο από τεχνολογική μινιμαλιστική επιλογή. Σημαίνει περισσότερο χρόνο, λιγότερη ένταση, καλύτερη συγκέντρωση, λιγότερη καταπόνηση των ματιών, καλύτερο ύπνο και κυρίως μια πιο αυθεντική σχέση με τον κόσμο γύρω τους.

Η μεγαλύτερη αλλαγή ωστόσο αφορά τον τρόπο με τον οποίο ξαναχτίζονται οι κοινωνικές σχέσεις. Η Στάκυ εξηγεί χαρακτηριστικά ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη αντίφαση από το εξής: όσο περισσότερο άνθρωποι προσπαθούν να «συνδεθούν» ψηφιακά, τόσο περισσότερο απομακρύνονται στην πραγματική ζωή. Το φαινόμενο «μόνοι μαζί» – η εικόνα μιας παρέας ή μιας οικογένειας που βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο αλλά διανοητικά βρίσκεται σε διαφορετικά ψηφιακά σύμπαντα – έχει γίνει ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα κοινωνικά συμπτώματα της εποχής.

Τα dumbphone, ίσως τελικά, μπορούν να πετύχουν αυτό που τα «έξυπνα» τηλέφωνα υποσχέθηκαν αλλά συχνά δεν κατάφεραν: να επαναφέρουν την αίσθηση της ανθρώπινης παρουσίας, την πραγματική επαφή και τη συνειδητή συμμετοχή στη ζωή.

Σε έναν κόσμο που κινείται με καταιγιστικούς ρυθμούς, η επιλογή μιας απλής συσκευής δεν μοιάζει πλέον με τεχνολογική οπισθοχώρηση, αλλά με μια ώριμη και συνειδητή απόφαση επανακαθορισμού της σχέσης μας με την τεχνολογία – μια επιστροφή όχι στο παρελθόν, αλλά στην ισορροπία.