Η “Έκθεση Εσωτερικού Ελέγχου 2024” που δημοσίευσε το Ελεγκτικό Συνέδριο, προσφέρει μια εξαιρετικά αναλυτική εικόνα της κατάστασης και του συστήματος εσωτερικού ελέγχου στον ελληνικό δημόσιο τομέα και καταδεικνύει σημαντικές αδυναμίες και παραλείψεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα.
Οι διαπιστώσεις της έκθεσης αποκαλύπτουν μια σοβαρή ανακολουθία ανάμεσα στους στόχους που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τη διαχείριση των δημοσίων πόρων και την πραγματική εφαρμογή τους στην Ελλάδα. Τα πορίσματα της έκθεσης καθιστούν σαφές ότι το σύστημα εσωτερικού ελέγχου, παρά τις σημαντικές κατευθύνσεις που δίνονται από διεθνείς φορείς, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο Διεθνής Οργανισμός Αεροπορίας (ICAO), βρίσκεται σε κατάσταση ανεπάρκειας και αδυναμίας, οδηγώντας σε σοβαρές διοικητικές και δημοσιονομικές αδυναμίες.
Οι φορείς του δημόσιου τομέα, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, δεν έχουν προχωρήσει στην εγκατάσταση ή λειτουργία αυτών των συστημάτων, ούτε στην ανάπτυξη των κατάλληλων μονάδων εσωτερικού ελέγχου. Αυτό οδηγεί στην έλλειψη καταγραφής των διαδικασιών που επηρεάζουν τα δημοσιονομικά αποτελέσματα και στην αδυναμία εντοπισμού δημοσιονομικών κινδύνων σε κάθε διαδικασία.
Ενδεικτικά, η πλειοψηφία των φορέων δεν έχει προχωρήσει στην καταγραφή και αξιολόγηση των πιθανών δημοσιονομικών κινδύνων των διαδικασιών τους, και η καταγραφή των δικλίδων ασφαλείας, που θα έπρεπε να προλαμβάνουν αυτούς τους κινδύνους, είναι γενική και αόριστη. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι δικλίδες αυτές δεν ελέγχονται για την επάρκειά τους, δημιουργώντας ένα κενό ελέγχου στον δημόσιο τομέα που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές δημοσιονομικές απώλειες.
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι πολλές Μονάδες Εσωτερικού Ελέγχου δεν έχουν εκδώσει Κανονισμούς Λειτουργίας και Εγχειρίδια Ελέγχου, ούτε ασκούν κρίσιμες αρμοδιότητες που θα επέτρεπαν την αποτελεσματική παρακολούθηση των διαδικασιών του δημόσιου τομέα. Αυτή η αποτυχία δημιουργεί μια επικίνδυνη κατάσταση, στην οποία ο έλεγχος των δημόσιων δαπανών και των δημοσιονομικών διαδικασιών δεν είναι ούτε πλήρης ούτε αποτελεσματικός.
Πολλοί φορείς αναθέτουν τον εσωτερικό έλεγχο σε εξωτερικούς συνεργάτες, παρά την ύπαρξη των Μονάδων Εσωτερικού Ελέγχου. Οι αναθέσεις αυτές συγκεντρώνονται σε περιορισμένο αριθμό αναδόχων, γεγονός που ενδέχεται να δημιουργεί κινδύνους σύγκρουσης συμφερόντων, ενώ συχνά δεν ελέγχεται αν υπάρχουν λόγοι αποκλεισμού αυτών των συνεργατών από τη διαδικασία. Επίσης, παρατηρείται ότι, λόγω της υποστελέχωσης του δημόσιου τομέα και της έλλειψης εξειδικευμένων γνώσεων, η ποιότητα των ελέγχων που πραγματοποιούν οι εξωτερικοί συνεργάτες είναι αβέβαιη και δεν πληροί τις απαιτούμενες προδιαγραφές.
Η υποστελέχωση και η έλλειψη εξειδικευμένων γνώσεων στον δημόσιο τομέα δημιουργούν σοβαρές αδυναμίες στη διαχείριση των δημόσιων πόρων και των δημοσιονομικών κινδύνων. Η αποτυχία να στελεχωθούν επαρκώς οι Μονάδες Εσωτερικού Ελέγχου με κατάλληλο προσωπικό και να προσληφθούν εξειδικευμένοι επαγγελματίες για τον έλεγχο των διαδικασιών, καθιστά τους φορείς ευάλωτους σε εσφαλμένες διαχειριστικές πρακτικές και αυξάνει τον κίνδυνο σπατάλης δημοσίων πόρων.
Η καθυστέρηση στην έκδοση Υπουργικών Αποφάσεων για την εφαρμογή των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου καθιστά την όλη διαδικασία αναποτελεσματική. Επίσης, παρατηρείται σημαντική καθυστέρηση στην συγκρότηση Επιτροπών Ελέγχου, γεγονός που εμποδίζει τη σωστή παρακολούθηση της ποιότητας και αξιοπιστίας των εργασιών που εκτελούν οι εξωτερικοί συνεργάτες. Όλα αυτά τα προβλήματα συντελούν στη χαμηλή απόδοση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου και εντείνουν τις δημοσιονομικές αδυναμίες του δημόσιου τομέα.
Η έκθεση υπογραμμίζει την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της λογιστικής μεταρρύθμισης της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία θεσμοθετήθηκε το 2014 και η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Αν και το νέο Λογιστικό Πλαίσιο θα έπρεπε να εφαρμοστεί το 2023, η προθεσμία μετατέθηκε για το 2025, χωρίς να υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτή η νέα ημερομηνία θα τηρηθεί.
Επίσης, η έκθεση αναφέρει ότι δεν καταχωρούνται σωστά όλα τα έσοδα και έξοδα στο κρατικό προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται ψευδή δημοσιονομικά μεγέθη. Έσοδα και δαπάνες εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ δεν καταγράφονται σωστά, και υπάρχει λανθασμένη βεβαίωση εσόδων, καθώς και σφάλματα στις επιστροφές από τελωνεία. Αυτό υποδεικνύει σοβαρές αδυναμίες στο σύστημα εσωτερικών δικλίδων της ΑΑΔΕ.
Η έκθεση δείχνει ότι δεν καταχωρούνται στο Μητρώο Δεσμεύσεων οι απλήρωτες υποχρεώσεις του κράτους, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ψευδή στοιχεία σχετικά με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Αυτή η παραβίαση των δημοσιονομικών κανόνων εντείνει το πρόβλημα του υπερβολικού δημοσίου χρέους, το οποίο είναι ήδη το υψηλότερο στην Ευρωζώνη.
Η μη ορθή τήρηση της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων είναι ένα από τα πιο ανησυχητικά ζητήματα που αναδεικνύει η έκθεση. Παρατηρούνται συχνά φαινόμενα απευθείας αναθέσεων, κατατμήσεων και καθυστερήσεων στον προγραμματισμό των δημοσίων προμηθειών και υπηρεσιών. Στις συμβάσεις στρατιωτικού εξοπλισμού, για παράδειγμα, εντοπίζονται σοβαρά προβλήματα στον προγραμματισμό και στην εκτέλεσή τους, με παραδείγματα που αφορούν μεγάλα ποσά.
Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σύστημα εσωτερικού ελέγχου και η δημοσιονομική διαχείριση στον δημόσιο τομέα παρουσιάζουν σοβαρές αδυναμίες, οι οποίες καθιστούν δύσκολη την επίτευξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας και αποτελεσματικότητας. Τα προβλήματα που αναδεικνύονται στην έκθεση δεν είναι απλώς θεωρητικά, αλλά έχουν πραγματικές συνέπειες για την οικονομία της χώρας. Η αναποτελεσματικότητα του ελέγχου, οι καθυστερήσεις και η ανεπάρκεια των δημοσιονομικών διαδικασιών αποτελούν τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία της χώρας.
Η χώρα πρέπει να μάθει από τα λάθη του παρελθόντος, να αναγνωρίσει τις αδυναμίες του συστήματος και να προχωρήσει σε άμεσες και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις για την εξασφάλιση της δημοσιονομικής διαφάνειας και υπευθυνότητας. Η ελληνική οικονομία δεν πρέπει να συνεχίσει να πορεύεται με τον ίδιο τρόπο, και η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου λειτουργεί ως καμπανάκι για την κυβέρνηση και τους φορείς του δημόσιου τομέα να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της διαφάνειας και της ορθής δημοσιονομικής πολιτικής.