Καναδάς: Στις αρχικές φάσεις της προσπάθειας της καναδικής κυβέρνησης να αποτρέψει την επιβολή ευρείας κλίμακας δασμών από την εκλεγείσα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, κυβερνητικά στελέχη άρχισαν να επαναφέρουν στο λεξιλόγιό τους έναν όρο που είχε εγκαταλειφθεί από το 2018: «παράνομη μετανάστευση». Η χρήση του συγκεκριμένου όρου σηματοδότησε την απομάκρυνση από την προηγούμενη, πιο «ουδέτερη» ορολογία «παράτυπη μετανάστευση», η οποία είχε υιοθετηθεί στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στροφής προς μια συμπεριληπτική προσέγγιση της μετανάστευσης, σε αντιστοιχία με τις γλωσσικές επιλογές της προηγούμενης αμερικανικής διοίκησης και μεγάλων μέσων ενημέρωσης ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2010.
Αντίστοιχες αλλαγές παρατηρήθηκαν και στην περιβαλλοντική ορολογία. Η κυβέρνηση εγκατέλειψε την επίσημη φράση «τιμολόγηση ρύπανσης» υπέρ του όρου «φόρος άνθρακα», μετά την πολιτική απόφαση κατάργησης του σχετικού μέτρου. Η μετατόπιση αυτή επηρέασε και τον τρόπο κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης, με ορισμένα να συνοδεύουν τη νέα φρασεολογία με εισαγωγικά ή διευκρινίσεις όπως «ο αποκαλούμενος φόρος άνθρακα».
Ο Μάρκο Ναβάρρο-Ζενί, πρόεδρος του ινστιτούτου Haultain, προειδοποίησε για τον κίνδυνο χειραγώγησης της κοινής γνώμης μέσω της ελεγχόμενης χρήσης της γλώσσας από κυβερνήσεις. Όπως δήλωσε, η χρήση επιλεγμένων όρων μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο τα ΜΜΕ αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα, καθορίζοντας το πώς βιώνεται και ερμηνεύεται η πραγματικότητα.
Ο καθηγητής και πρώην δημοσιογράφος Ντέηβιντ Μίλλαρντ Χάσκελ, από το πανεπιστήμιο Wilfrid Laurier, τόνισε ότι τα μέσα οφείλουν να προσεγγίζουν τα διχαστικά ζητήματα με κριτική σκέψη. Υπογράμμισε πως ο ρόλος των δημοσιογράφων δεν είναι η παθητική καταγραφή, αλλά η ερευνητική και τεκμηριωμένη παρουσίαση των γεγονότων, ανεξαρτήτως ιδεολογικών θέσεων.
Η αλλαγή γλώσσας ως εργαλείο πολιτικής στρατηγικής
Μετά την επανεμφάνιση των σχεδίων Τραμπ για την επιβολή δασμών 25% στα καναδικά προϊόντα, στο πλαίσιο ανησυχιών για τη φαιντανύλη και την παράνομη μετανάστευση, Καναδοί αξιωματούχοι υιοθέτησαν ρητορική συμβατή με τις αμερικανικές ανησυχίες. Ορισμένοι πρότειναν τον διορισμό «τσάρου φαιντανύλης» και αποδέχθηκαν όρους όπως «παράνομη μετανάστευση».
Ο τότε υπουργός Ντομινίκ Λεμπλάν, μετά από συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ στο Μαρ-α-Λάγκο και συνοδεία του πρώην πρωθυπουργού Τζάστιν Τρυντώ, δήλωσε στο CBC πως στόχος ήταν να διατηρηθεί ανοιχτός ο διάλογος, προβάλλοντας την ασφάλεια των καναδικών συνόρων, αλλά και αναγνωρίζοντας τις αμερικανικές ανησυχίες.
Από το 2024 και μετά, οι επίσημες ανακοινώσεις της κυβέρνησης άρχισαν να χρησιμοποιούν συστηματικά τον όρο «παράνομη μετανάστευση», εγκαταλείποντας τον χαρακτηρισμό «ανώμαλη μετανάστευση» που ίσχυε από το 2018 για όσους εισέρχονταν στον Καναδά από μη επίσημα σημεία. Αν και ο προηγούμενος όρος παραμένει σε ορισμένες ιστοσελίδες του δημοσίου, τα νεότερα έγγραφα ασφαλείας αναφέρονται πλέον ρητά σε παρανομία.
Σύμφωνα με τον Ναβάρρο-Ζενί, αυτή η στροφή αντανακλά όχι μόνο τις γεωπολιτικές επιταγές αλλά και την έντονη ανησυχία των Καναδών ψηφοφόρων για την αύξηση της μετανάστευσης. Από το 2023, οι Συντηρητικοί εισήγαγαν στο δημόσιο διάλογο το θέμα, επικαλούμενοι την επιδείνωση της στεγαστικής κρίσης και την πίεση στο σύστημα υγείας. Οι Φιλελεύθεροι ξεκίνησαν αναθεώρηση της μεταναστευτικής πολιτικής το 2024, ενώ ο πρωθυπουργός Μαρκ Κάρνεϋ υποστήριξε την ανάγκη καθορισμού ορίου εισδοχής μεταναστών.
Στην περιβαλλοντική πολιτική, η ορολογία μεταβλήθηκε επίσης για λόγους αποδοχής. Η επιστροφή φόρου μετονομάστηκε από «Κίνητρο Δράσης για το Κλίμα» σε «Επιστροφή Άνθρακα Καναδά», με στόχο την αύξηση της απήχησης στους πολίτες. Η δέσμευση Κάρνεϋ για κατάργηση του φόρου υλοποιήθηκε άμεσα με μηδενισμό του συντελεστή, πράξη που χαρακτηρίστηκε από το Φιλελεύθερο Κόμμα ως «κατάργηση του διχαστικού φόρου άνθρακα».

Διπλά πρότυπα και ιδεολογική καθοδήγηση
Ο Ναβάρρο-Ζενί επεσήμανε ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν ευθυγραμμίζονται πάντοτε με την κυβερνητική φρασεολογία, ιδιαίτερα όταν αυτή δεν εξυπηρετεί τις ιδεολογικές τους θέσεις. Έφερε ως παράδειγμα τη χρήση του όρου «ένοπλοι μαχητές» για τη Χαμάς, παρά τον επίσημο χαρακτηρισμό της ως τρομοκρατικής οργάνωσης από την καναδική κυβέρνηση.
Η επιχειρηματολογία περί ουδετερότητας, όπως εξήγησε, δεν εφαρμόζεται με συνέπεια όταν πρόκειται για άλλες πολιτικά ευαίσθητες ορολογίες. Ενδεικτικά αναφέρθηκε στον «ιατρικώς υποβοηθούμενο θάνατο» ως αντικατάσταση της λέξης «ευθανασία», καθώς και στη χρήση ορολογίας για την ταυτότητα φύλου που, κατά την άποψή του, επιβάλλεται στον δημόσιο λόγο και στην εκπαίδευση.
Ανάλογες επισημάνσεις έκανε και ο καθηγητής Χάσκελ, αναφέροντας ότι τα μέσα συχνά επιλέγουν όρους που ενισχύουν συγκεκριμένες ιδεολογικές θέσεις. Μεταξύ άλλων, σχολίασε τη χρήση του όρου «αντι-εκτρωτικοί» αντί για «υπέρ της ζωής» και τον χαρακτηρισμό «αρνητές των εμβολίων» για άτομα με επιφυλάξεις απέναντι στον υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά της COVID-19.
Κατά τον Χάσκελ, οι επιλογές αυτές αποτυπώνουν παραβίαση της δημοσιογραφικής ουδετερότητας, αποτέλεσμα της επικράτησης ιδεολογικών ρευμάτων εντός των πανεπιστημίων που, όπως υποστηρίζει, δεν απηχούν τις απόψεις της πλειοψηφίας.
Ο Ναβάρρο-Ζενί τόνισε πως η στρατηγική χρήση της γλώσσας αποτελεί παραδοσιακή πολιτική τακτική. Παρέπεμψε στην περίπτωση της Γαλλικής Επανάστασης, όταν οι επαναστάτες αντικατέστησαν ακόμη και το ημερολόγιο για να αποκόψουν τη χώρα από το παρελθόν της. Κατά την άποψή του, η επιβολή ορολογιών χωρίς διάλογο συνιστά «επανάσταση» μέσω γλώσσας και ενέχει κινδύνους αυταρχισμού.
Ιδιαίτερα επιφυλακτικός εμφανίστηκε έναντι της ανεξέλεγκτης ενσωμάτωσης τέτοιων αλλαγών από το εκπαιδευτικό και μιντιακό σύστημα. Υπενθύμισε την αντίδραση του καθηγητή Τζόρνταν Πήτερσον το 2017 σε νομοθεσία για την έκφραση ταυτότητας φύλου, που ερμηνεύθηκε ως προσπάθεια επιβολής γλωσσικής συμμόρφωσης.
Καταλήγοντας, υπογράμμισε ότι η γλώσσα πρέπει να αντικατοπτρίζει την κοινωνία και όχι να επιβάλλεται από την εξουσία. Όπως δήλωσε, «ένας καλός πολιτικός μιλά τη γλώσσα του λαού». Σε αντίθετη περίπτωση, διαμορφώνεται ένα πρότυπο εξουσίας που, όπως το χαρακτήρισε, κινείται προς αυταρχική ή ημι-ολοκληρωτική κατεύθυνση.