Ήρθε η σειρά της Αρχής Ξεπλύματος Μαύρου Χρήματος να ερευνήσει, από οικονομικής πλευράς, εάν οι εταιρείες που διαχειρίζονται τις οφειλές λειτουργούν σύμφωνα με τον νόμο ή εάν, με πράξεις και παραλείψεις τους, αποτελούν «δούρειο ίππο» για τη διάπραξη του αδικήματος του ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
Προηγήθηκε πλήθος δικαστικών αποφάσεων από το 2018 έως σήμερα σε όλη την Ελληνική Επικράτεια, με τους δικαστές να επισημαίνουν την νομική αδυναμία της διαδικασίας των τιτλοποιήσεων. Οι αποφάσεις αυτές δείχνουν ότι η διαδικασία πάσχει, κυρίως λόγω της ανυπαρξίας των επικαλούμενων εγγράφων τιτλοποίησης, βάσει του νόμου 3156/2003, εξαιτίας ακυρότητας που απορρέει από τη μη τήρηση των κανόνων του νόμου αυτού, σε συνδυασμό με τον νόμο 4354/2015. Ειδικότερα, το πρόβλημα εντοπίζεται στην ανυπόστατη φύση των εγγράφων που νομιμοποιούν τους διαχειριστές («servicers») των αλλοδαπών funds, καθώς δεν αποδεικνύεται το έννομο συμφέρον των φερόμενων δανειστών να απαιτούν την είσπραξη των οφειλών.
Επιπλέον, ανακύπτουν προβλήματα σχετικά με την απόδειξη της εξουσίας είσπραξης των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, την αδυναμία αποδοχής των καταβεβλημένων ποσών από τους οφειλέτες προς τα αλλοδαπά funds και τη δυνατότητα εικονικών συμφωνιών μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Οι παραπάνω ακυρότητες καταδεικνύουν την ύπαρξη εικονικής και καταπιστευτικής μεταβίβασης, η οποία απαγορεύεται ρητά από το νόμο.
Αναγκαίος έλεγχος είναι και η ύπαρξη υποκρυπτόμενων συμφωνιών μεταξύ της μεταβιβάζουσας τράπεζας και του αλλοδαπού fund, ώστε να διαπιστωθεί εάν έχει υπάρξει πλήρης οικονομικός και νομικός διαχωρισμός των απαιτήσεων από τη μεταβιβάζουσα εταιρεία. Επίσης, απαιτείται έλεγχος της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της αλλοδαπής εταιρείας και του servicer, όταν η χρηματοδότηση προέρχεται από την ίδια τη μεταβιβάζουσα τράπεζα και όχι από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, ώστε να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία του fund, όπως ορίζει ο νόμος 3156/2003.
Η έλλειψη ανεξαρτησίας, νομικής, οικονομικής και οργανωτικής, έχει τρεις βασικές συνέπειες:
- Επιχειρηματική στρατηγική κατάχρησης: Η έλλειψη ανεξαρτησίας των servicers επιτρέπει την παράνομη παρέμβαση στην αγορά, με την επιλεκτική και καταχρηστική εύνοια συγκεκριμένων οφειλετών ή επιχειρηματιών που έχουν εξαρτώμενα συμφέροντα με τη μεταβιβάζουσα τράπεζα.
- Απώλεια φορολογικών και λογιστικών ωφελημάτων: Η απομάκρυνση από την ανεξαρτησία των servicers και των απαιτήσεων από τη μεταβιβάζουσα τράπεζα οδηγεί στην απώλεια των ευνοϊκών φορολογικών και λογιστικών συνεπειών, τις οποίες η τράπεζα απολαμβάνει μόνο εφόσον τηρεί τη διαδικασία του νόμου 3156/2003.
- Ακυρότητα έναντι τρίτων: Η έλλειψη πλήρους και αυστηρού νομικού διαχωρισμού οδηγεί σε ακυρότητες των σχετικών συμφωνιών, ιδιαίτερα όταν δεν αποδεικνύεται η νομική εξουσιοδότηση των servicers να εισπράττουν απαιτήσεις από τρίτους.
Μετά από όλα αυτά, η Αρχή Ξεπλύματος Μαύρου Χρήματος έχει πλέον αναλάβει την έρευνα για να εξετάσει εάν οι εν λόγω εταιρείες διαχείρισης οφειλών λειτουργούν σύμφωνα με τη νομοθεσία ή αν με τις πράξεις και παραλείψεις τους συνιστούν «δούρειο ίππο» για τη διάπραξη του αδικήματος του ξεπλύματος μαύρου χρήματος.