Ο κόσμος των αναλυτών, πολιτικών επιστημόνων και άλλων ειδικών είναι διαιρεμένος σε δύο βασικές σχολές σκέψης σχετικά με τη στάση του Πεκίνο απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα σε σχέση με την πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ. Η πρώτη σχολή υποστηρίζει ότι η Κίνα φοβάται ότι μια ξαφνική ή σταδιακή διακοπή των εμπορικών δεσμών με τις ΗΠΑ υπό την ηγεσία του Τραμπ θα μπορούσε να έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την κινεζική οικονομία. Από την άλλη πλευρά, η δεύτερη σχολή σκέψης θεωρεί ότι η Κίνα επιδιώκει να κερδίσει τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, βλέποντας αυτή τη σύγκρουση ως ευκαιρία να ενδυναμώσει τη θέση της στον παγκόσμιο εμπορικό χάρτη.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της συζήτησης είναι ότι ακόμα και οι φιλοδυτικές χώρες της Ασίας, όπως η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία, φαίνεται να προσεγγίζουν το Πεκίνο με μεγαλύτερη προσοχή, καθώς το θεωρούν ως έναν πιθανό μελλοντικό νικητή αυτού του εμπορικού πολέμου. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ, υπό την ηγεσία του Τραμπ, θα συνεχίσουν να επιδιώκουν μια στρατηγική σύγκρουσης, καθώς ο ίδιος και η πολιτική του βάση τρέφουν έντονη εχθρότητα προς την Κίνα. Αυτό καθιστά τη σύγκρουση λιγότερο ένα πεδίο για διπλωματική συμφωνία μεταξύ δύο μεγάλων δυνάμεων και περισσότερο μια προσπάθεια εκδίωξης της Κίνας από τις παγκόσμιες αγορές, με σκοπό την πολιτική και οικονομική αποδυνάμωσή της. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τρέχουσες ειδήσεις για την αύξηση των δασμών σε κινεζικά προϊόντα φαίνονται ως μια απλή πτυχή μιας πολύ ευρύτερης στρατηγικής, με την οποία ο Τραμπ ουσιαστικά επαναλαμβάνει τις υποσχέσεις του από την προεκλογική του εκστρατεία, προχωρώντας σε σοβαρές εμπορικές κυρώσεις.
Αναφορικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αρκετοί αναλυτές εκφράζουν την άποψη ότι αυτή η σύγκρουση δεν πρόκειται να καταλήξει σε ευνοϊκή κατάληξη για τις ΗΠΑ, τουλάχιστον όχι με τρόπο που να μειώνει ουσιαστικά τη δύναμη της Κίνας. Όπως αναφέρεται από το Χονγκ Κονγκ, ο εμπορικός πόλεμος δεν επηρεάζει μόνο τις δυο χώρες, αλλά έχει παγκόσμιες συνέπειες, καθώς οι τιμές ανεβαίνουν και η παγκόσμια ανάπτυξη επιβραδύνεται. Το Πεκίνο, από την πλευρά του, παραμένει η σταθερή και προβλέψιμη οικονομική δύναμη για πολλές χώρες, προσφέροντας εμπορικές συμφωνίες με ελάχιστη κρατική παρέμβαση. Αυτή η σταθερότητα έχει κάνει την Κίνα ελκυστική επιλογή για πολλές χώρες, ενώ η πίεση από τις ΗΠΑ είναι το μόνο εμπόδιο για μια ακόμη μεγαλύτερη οικονομική διείσδυση της Κίνας σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι κυρώσεις, λοιπόν, δεν μόνο ότι δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα για τις ΗΠΑ, αλλά ενισχύουν την αντίδραση και την απογοήτευση απέναντι στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Κίνα σήμερα δεν βρίσκεται στην ίδια θέση που ήταν το 2017, όταν ο Τραμπ άρχισε να επιβάλλει περιορισμούς στις κινεζικές εισαγωγές. Από τότε, οι κινεζικές εξαγωγές έχουν συνεχώς αυξηθεί, και το 2024 οι εξαγωγές παρουσίασαν άνοδο κατά 7%, με ορισμένες περιοχές, όπως η Βραζιλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, να σημειώνουν αύξηση μέχρι και 23%. Εντυπωσιακά, το εμπόριο της Κίνας με τη Ρωσία και τις αραβικές χώρες έχει επίσης αυξηθεί σημαντικά. Όσον αφορά το εμπόριο της Κίνας με τις ΗΠΑ, αν και επίσης σημείωσε αύξηση, αυτή παραμένει περιορισμένη, αντικαθιστώντας σταδιακά την αμερικανική αγορά με άλλες αγορές παγκόσμιες.
Αυτό σημαίνει ότι οι οικονομικοί δεσμοί με τις Ηνωμένες Πολιτείες πλέον αντιπροσωπεύουν μόλις το 3% του ΑΕΠ της Κίνας, με το σύνολο του εξωτερικού εμπορίου να συνεισφέρει το 15% στο κινεζικό ΑΕΠ. Αντίθετα, η κινεζική εγχώρια αγορά αποτελεί τον κύριο μοχλό ανάπτυξης για την οικονομία της Κίνας, κάτι που δεν συνέβαινε τη δεκαετία του 1990 ή τις αρχές του 2000, όταν η κινεζική οικονομία εξαρτιόταν περισσότερο από τις εξαγωγές. Παρά ταύτα, η σχέση με τις ΗΠΑ παραμένει σημαντική και για την αμερικανική οικονομία, καθώς 70.000 αμερικανικές εταιρείες συνεργάζονται με την Κίνα και οι εξαγωγές προς αυτήν υποστηρίζουν πάνω από 900.000 θέσεις εργασίας στην Αμερική.
Επομένως, αν οι ΗΠΑ θέλουν να πλήξουν τη Κίνα μέσω εμπορικού πολέμου, πρέπει να αναρωτηθούν ποιος πραγματικά θα υποφέρει περισσότερο από αυτήν τη σύγκρουση.