18 Ιουλίου, 2025
Μη Χάσετε

Οι δύο μηχανές της παραπληροφόρησης – Πώς τα αντίπαλα στρατόπεδα του δημόσιου λόγου συγκλίνουν στην εξυπηρέτηση της εξουσίας

Δύο διακριτά πολιτικά ρεύματα, αποτελούμενα από ειδήμονες και σχολιαστές, κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο της εποχής, λειτουργώντας ωστόσο, παρά την μεταξύ τους αντιπαλότητα, ως μηχανισμοί εξισορρόπησης του πολιτικού και επικοινωνιακού συστήματος. Και οι δύο κατευθύνσεις αξιοποιούν τη μαζική ροή πληροφορίας για την υποστήριξη των αφηγήσεών τους, δίχως να ασκούν ουσιαστική κριτική επί του περιεχομένου της.

Το πρώτο ρεύμα επιδιώκει την αποδυνάμωση κάθε έννοιας ανεξαρτησίας, ενισχύοντας τον κυνισμό της εξουσίας και την προβολή της ως απόλυτης κυριαρχίας. Υποστηρίζει έναν εργαλειακό, μονοσήμαντο λόγο, προσανατολισμένο στην επιβολή της πολιτικής ατζέντας του. Το δεύτερο ρεύμα, αντιθέτως, αξιοποιεί τα συλλογικά άγχη, την υλική και ψυχική ανασφάλεια και την κοινωνική εκκρεμότητα, καλλιεργώντας την αφήγηση της δικαίωσης των «αδικημένων». Δίνει έμφαση στην πράξη και λιγότερο στον λόγο, προτάσσοντας τη χρηστική διάσταση της παρέμβασής του.

Παρά τις διαφορές τους, τα δύο ρεύματα παρουσιάζουν κοινές αδυναμίες: αδυνατούν να διακρίνουν τα όρια της πραγματικότητας, λειτουργούν με συναισθηματική φόρτιση και εμπάθεια, και στερούνται αυτοκριτικής. Σε όλα σχεδόν τα πεδία της δημόσιας ζωής, κινούνται με εντυπωσιακή σύμπτωση, σαν να καθοδηγούνται από κάποιο αόρατο χέρι. Με αυτόν τον τρόπο, συμβάλλουν στη διαμόρφωση ιδεολογημάτων και στην εξυπηρέτηση ειδικών συμφερόντων, συμμετέχοντας σε έναν δίκτυο υπολογισμών και διαπραγματεύσεων, που αποσκοπεί στη συναίνεση και τη διαπλοκή.

Η διαπλοκή έχει πλέον ενσωματωθεί στον πυρήνα των θεσμικών δομών, καθοδηγώντας και ελέγχοντας κάθε ανεξάρτητη πολιτική πρωτοβουλία. Τα δύο ρεύματα, λειτουργώντας εντός συγκεκριμένων πολιτικών πλαισίων, περιορίζουν τη δυνατότητα για κοινωνικούς μετασχηματισμούς και αυθεντικές πολιτικές αντιπαραθέσεις.

Το αποτέλεσμα αυτής της κυριαρχίας είναι μια αέναη ρητορική φλυαρίας, η οποία αποσπά την προσοχή από την ουσία. Τα μέσα ενημέρωσης φιλοξενούν ομιλητές που αναπαράγουν συστημικά στερεότυπα ή επαγγέλλονται αντισυστημικές αφηγήσεις χωρίς πραγματικό βάθος. Και στις δύο περιπτώσεις, το κοινό οδηγείται σε παραπληροφόρηση και αποπροσανατολισμό.

Οι λεπτομέρειες, που παραδοσιακά έκαναν τη διαφορά στην ενημέρωση, απουσιάζουν πλέον. Το κοινό, χωρίς επαρκή εργαλεία διάκρισης, συχνά εκλαμβάνει ως αλήθεια τα κατασκευάσματα των δύο ρευμάτων. Τα μέσα ενημέρωσης, με τη δύναμη που ασκούν, καθιστούν τον πολίτη ευάλωτο, κατευθύνοντας τη δημόσια αντίληψη μέσω της ομογενοποίησης. Η πολιτική μετατρέπεται έτσι σε διαδικασία χωρίς πολιτικό περιεχόμενο, αναπαραγόμενη αγεληδόν και χωρίς ουσιαστικό διάλογο.

Η επιμονή αυτής της πρακτικής σταδιακά στερεύει τις δημιουργικές πολιτικές δυνάμεις και διαμορφώνει πειθήνιους πολίτες. Οι «δικτάτορες των ιδεών», όπως περιγράφονται, ασκούν καθημερινά πίεση μέσω του ειδησεογραφικού βομβαρδισμού, κατασκευάζοντας ένα πλαίσιο προπαγάνδας από το οποίο το κοινό δύσκολα μπορεί να διαφύγει. Η ενημέρωση μετατρέπεται σε μηχανισμό περιορισμού, αντί για εργαλείο ελευθερίας.

Οι εκπρόσωποι των δύο ρευμάτων, με μονοσήμαντες αναλύσεις και ρητορικές κατασκευές, διαμορφώνουν τις αφηγήσεις του αύριο, οργανώνοντας εκ των πραγμάτων τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του μέλλοντος. Οι «λημματιστές» της πληροφορίας αντανακλούν συχνά τις προσωπικές τους νευρώσεις, κοινωνικές ή οικογενειακές, και προσαρμόζουν τη ρητορική τους για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα, προσβλέποντας σε πολιτικά ή οικονομικά ανταλλάγματα.

Το φαινόμενο αυτό έχει χαρακτηριστικά σύγχρονης ψύχωσης. Οι εκπρόσωποι των μέσων κατασκευάζουν ψευδαισθητικές εικόνες πολιτικών προσώπων, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας ολότητας που δεν υφίσταται. Οι πολίτες, αποδεχόμενοι την απουσία αυθεντικού πολιτικού αντικειμένου, κινούνται σε ένα κενό επιφάνειας, παγιδευμένοι στη δυναμική της εξουσίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική εμπειρία μετατρέπεται σε διαχείριση αναπαραστάσεων και συμβόλων, που οδηγεί σε συμπτώματα συλλογικής υστερίας και ιδεολογικής σύγχυσης.