Οι καταγγελίες της Μαρίας Καρυστιανού εναντίον του Κώστα Τασούλα, αμέσως μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του για την προεδρία της Δημοκρατίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αποτέλεσαν την αφορμή για την ευρεία διάδοση του σήματος συναγερμού, το οποίο εξαπλώθηκε από στόμα σε στόμα και οδήγησε στις εντυπωσιακές, μεγαλειώδεις διαδηλώσεις που ακολούθησαν.
Η λεγόμενη «Μάνα των Τεμπών» δεν δίστασε να εκφράσει δημόσια τη θέση της υπέρ του αποκλεισμού του Κώστα Τασούλα από το ύψιστο θεσμικό αξίωμα της προεδρίας, καταγγέλλοντας ότι ως πρόεδρος της Βουλής είχε στην κατοχή του τις μηνύσεις των συγγενών των θυμάτων του σιδηροδρομικού δυστυχήματος και ότι αδιαφορούσε για τα εξώδικα που είχαν αποστείλει οι ίδιοι. Ο κ. Τασούλας, αντί να αντιδράσει αμέσως και να απαντήσει στις καταγγελίες, επέλεξε να σιωπήσει.
Από εκείνη την ημέρα και για δύο ολόκληρες εβδομάδες, ο Κώστας Τασούλας δεν έδωσε καμία δημόσια απάντηση. Παράλληλα, παραιτήθηκε από τη θέση του προεδρεύοντος της Βουλής, ενώ στην πρώτη ψηφοφορία της υποψηφιότητάς του έλαβε 160 ψήφους. Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση παρέμεινε θολή, χωρίς να υπάρξει καμία ξεκάθαρη αντίδραση ή τοποθέτηση από μέρους του. Αυτή η αδράνεια και η αβεβαιότητα προκάλεσαν το αίσθημα ότι βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη μια μορφή πολιτικού «κρυφτούλι», με κανέναν να αναλαμβάνει ευθύνες ή να εκφράζει δημόσια την άποψή του.
Η ανατροπή ήρθε με το δυναμικό ξέσπασμα της κοινωνίας, ιδιαίτερα το περασμένο Σαββατοκύριακο, το οποίο αντέτεινε ισχυρές πιέσεις στο πολιτικό σκηνικό και προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στη στάση των αρχών. Η πίεση αυξήθηκε και τα πράγματα άρχισαν να «σφίγγουν» για τους υπεύθυνους. Μόλις την προηγούμενη ημέρα, ο νέος πρόεδρος της Βουλής, Νικήτας Κακλαμάνης, δήλωσε ότι δεν υπήρξε καμία καθυστέρηση στις διαδικασίες και ότι όλες οι δικογραφίες, που ανέρχονται σε περίπου 25, έχουν ήδη κατατεθεί στην Ολομέλεια. Ωστόσο, η δήλωση αυτή ενέτεινε ακόμα περισσότερο τη σύγχυση. Το ερώτημα που προέκυψε ήταν: Τι σημαίνει ακριβώς ότι «ανακοινώθηκαν» αυτές οι δικογραφίες; Πού βρίσκονται αυτές οι δικογραφίες τώρα και ποιος έχει την ευθύνη για την εξέλιξή τους; Και κυρίως, ποιος λέει την αλήθεια και ποιος όχι;
Στο παιχνίδι της «παράδοσης» της ευθύνης και της σύγχυσης συμμετείχε και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Στη χθεσινή του, εξαιρετικά αμφιλεγόμενη τηλεοπτική συνέντευξη, ανέφερε ότι οι δικογραφίες που έφτασαν στη Βουλή αφορούν μόνο τις μηνύσεις και ότι δεν έχουν αξιολογηθεί ακόμη από την αντιπολίτευση. Η στάση του αυτή, φορώντας και ο ίδιος την «στολή» του Πόντιου Πιλάτου, αποφεύγοντας να αναλάβει ευθύνη για την κατάστασή τους, ενίσχυσε την εικόνα ενός πολιτικού παιχνιδιού, όπου το ζητούμενο παραμένει να «διωχθεί» η ευθύνη, αντί να δοθεί μία ουσιαστική απάντηση στην κοινωνία.
Το γεγονός ότι οι δικογραφίες που κατατίθενται στη Βουλή «ανακοινώνονται» σε ακατάλληλες ώρες, συνήθως αργά το βράδυ, όταν τα μέλη της Βουλής είναι λίγα και το προσωπικό έτοιμο να αποχωρήσει, είναι από μόνο του μια θλιβερή αναλογία για τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται αυτή η υπόθεση. Το ίδιο συνέβη και με τις 25 δικογραφίες που αφορούσαν το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, οι οποίες έμειναν στην αφάνεια και ανακοινώθηκαν σε μια ώρα αργίας, όταν το κοινό ενδιαφέρον ήταν ήδη μειωμένο. Και τελικά, αυτή η πρακτική οδήγησε στη διατύπωση μιας ακόμα «είδησης» – το ότι πλέον δεν θα ανακοινώνονται νυχτερινές ώρες. Η ειρωνεία, φυσικά, είναι παρούσα: Πόσο ακόμα θα συνεχιστεί αυτή η κοροϊδία;
Από χθες, ξεκίνησε καινούργιος κύκλος συζητήσεων σχετικά με την τύχη των δικογραφιών, που αφορούν τις μηνύσεις των συγγενών των θυμάτων, και όχι μόνο. Είναι σαφές ότι οι φάκελοι αυτοί, αν και έχουν αποσταλεί στην Βουλή, φαίνεται να παραμένουν κλειδωμένοι στα συρτάρια του νέου προέδρου της Βουλής, αναμένοντας την υπογραφή κάποιου πολιτικού ή την παρέμβαση δέκα βουλευτών από οποιοδήποτε κόμμα, όπως απαιτεί το Σύνταγμα μετά την τελευταία του αναθεώρηση, προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία. Και ο ένας πολιτικός θα συνεχίσει να ρίχνει το μπαλάκι στον άλλον, χωρίς να αναλαμβάνει ποτέ πλήρως την ευθύνη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στα τέλη του Φεβρουαρίου θα συμπληρωθούν δύο χρόνια από τη νύχτα του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη. Μέσα στους επόμενους εβδομάδες, είναι βέβαιο ότι οι εξελίξεις γύρω από την υπόθεση θα επιταχυνθούν – ίσως και με ταχύτητα φωτός. Αν, ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος δεν υπάρξει άμεση αποσαφήνιση και προώθηση της έρευνας, μαζί με την ανάληψη δράσης σχετικά με τις δικογραφίες που παραμένουν ανοιχτές, τότε το κοινωνικό κύμα οργής που εμφανίστηκε την περασμένη Κυριακή θα μοιάζει με μια μικρή σταγόνα μπροστά στο επικείμενο τσουνάμι που θα ξεσπάσει στους δρόμους, σε μια νέα, δυναμική έκρηξη λαϊκής αντίδρασης.