Έντονες αντιπαραθέσεις προκαλεί ρεπορτάζ που αποδίδει στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσω στενής συνεργασίας με τον ουκρανικό μηχανισμό, ενεργό ρόλο στη σχεδίαση και εκτέλεση επιθέσεων εναντίον κρίσιμων ρωσικών ενεργειακών εγκαταστάσεων. Το δημοσίευμα —το οποίο, σύμφωνα με όσα μεταφέρονται, επικαλείται Ουκρανούς και Αμερικανούς αξιωματούχους— παρουσιάζει μια εικόνα εκτεταμένης συνεργασίας πληροφοριακού και επιχειρησιακού χαρακτήρα μεταξύ Ουάσινγκτον και Κιέβου.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Telegraph, οι ΗΠΑ φέρονται να μεταφέρουν ευαίσθητα δορυφορικά και κατασκοπευτικά δεδομένα στην ουκρανική πλευρά, επιτρέποντας την επιλογή και πλήρη επιχειρησιακή καθοδήγηση στόχων σε ρωσικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, διυλιστήρια και αγωγούς — πολλούς από τους οποίους τοποθετεί το δημοσίευμα «μακριά από τη γραμμή του μετώπου». Η συνεργασία αυτή, κατά τις ίδιες πηγές, περιλαμβάνει οδηγίες για διαδρομές πτήσης, ύψη και τακτικές αποφυγής ρωσικών συστημάτων αεράμυνας, καθώς και επιχειρησιακή υποστήριξη από εξειδικευμένο προσωπικό που βρίσκεται εκτός ουκρανικού εδάφους.

Το δημοσίευμα υποστηρίζει επίσης ότι τους τελευταίους μήνες έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση επιθέσεων σε ρωσικές ενεργειακές εγκαταστάσεις — μεταξύ αυτών αναφέρεται ότι τουλάχιστον 16 από τα 38 ρωσικά διυλιστήρια επλήγησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα — στοιχείο που, σύμφωνα με την ανάλυση, ενισχύει την εκτίμηση περί οργανωμένης εκστρατείας φθοράς με στόχο οικονομική αποσταθεροποίηση και πρόκληση κοινωνικών αναταραχών στην ενδοχώρα της Ρωσίας.
Το ρεπορτάζ επικαλείται τρεις ανεξάρτητες πηγές που φέρονται να επιβεβαιώνουν την αμερικανική εμπλοκή σε στάδια σχεδιασμού και καθοδήγησης. Ωστόσο, όπως σημειώνεται, η αμερικανική κυβέρνηση επισήμως δεν έχει επιβεβαιώσει ότι παρέχει επιχειρησιακή καθοδήγηση ή εμπλέκεται άμεσα σε επιθέσεις στη ρωσική επικράτεια — μια στάση που, κατά την παρουσίαση του θέματος, παραπέμπει σε πρακτικές μη δηλωμένης παρέμβασης που έχουν συναντηθεί και σε παλαιότερες συγκρούσεις.
Αναλυτές και διπλωματικοί κύκλοι που παρακολουθούν την υπόθεση επισημαίνουν ότι, εφόσον ισχύουν οι ισχυρισμοί, πρόκειται για ένα βήμα κλιμάκωσης που εμπλέκει άμεσα τρίτη χώρα στη διεξαγωγή επιχειρήσεων εναντίον κρατικής υποδομής άλλου κράτους — στοιχείο που πιθανώς έχει σημαντικές γεωπολιτικές και νομικές επιπτώσεις.

Τεχνολογία, πληροφορίες και ρόλος υπηρεσιών
Το άρθρο περιγράφει επίσης τη χρήση υψηλής τεχνολογίας και πληροφοριακών πηγών: δορυφορικά δεδομένα, πληροφορίες SIGINT (ηλεκτρονική/σήματα), καθώς και συμμετοχή προσωπικού από μυστικές υπηρεσίες (αναφέρεται η CIA) που, σύμφωνα με τις πηγές, υποστηρίζουν επιχειρήσεις συντονισμού από κέντρα εκτός Ουκρανίας. Η συνεργασία αυτή, κατά την εκδοχή του ρεπορτάζ, αποδυναμώνει την αφήγηση ότι η Ουκρανία «αυτοτελώς» επιλέγει και εκτελεί τους στόχους.
Στη θεώρηση που προβάλλεται στο ρεπορτάζ, οι επιθέσεις στοχεύουν πέρα από το άμεσο στρατιωτικό όφελος: επιδιώκουν τη μείωση της ρωσικής δυνατότητας επεξεργασίας και εξαγωγής πετρελαίου, τη δημιουργία εσωτερικών ελλείψεων και κοινωνικής αναταραχής, την αποδέσμευση ρωσικών αμυντικών πόρων και, σε τελικό επίπεδο, την αποδυνάμωση του γεωπολιτικού προφίλ της Μόσχας ως ενεργειακής δύναμης.
Αν επιβεβαιωθούν οι ισχυρισμοί περί στοχοποίησης πολιτικών και πολιτικο-οικονομικών υποδομών εκτός μετώπου, το ζήτημα εγείρει σοβαρά νομικά ερωτήματα υπό το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Ειδικοί σε θέματα διεθνούς δικαίου επισημαίνουν ότι η στοχοποίηση πολιτικής υποδομής που δεν παρέχει σαφές και άμεσο στρατιωτικό πλεονέκτημα ενδέχεται να προσκρούει στις ρυθμίσεις της Συνθήκης της Γενεύης και των πρόσθετων πρωτοκόλλων της, καθώς και στις αρχές διάκρισης και αναλογικότητας. Ωστόσο, η νομική αξιολόγηση κάθε περιστατικού εξαρτάται από τα συγκεκριμένα στοιχεία και αποδεικτικά δεδομένα.
Η όποια επιβεβαίωση τέτοιων ενεργειών θα έχει επιπτώσεις στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων κρατών και πιθανώς θα εντείνει τη ρητορική και τις αντιμέτρους στη σύγκρουση. Η σιωπή ή η μη παραδοχή από κρατικούς μηχανισμούς, καθώς και η ανάδειξη των ενεργειών ως «αμυντικές» ή «υπεράσπισης» από μεριάς υποστηρικτών, αναμένεται να αποτελέσουν πεδίο αντιπαράθεσης σε διεθνείς οργανισμούς και μέσα ενημέρωσης.
Ο στόχος δεν είναι η Ουκρανία – Είναι η Ρωσία
Σχολιαστές και αναλυτές επισημαίνουν ότι η αμερικανική εμπλοκή ξεπερνά πλέον το πλαίσιο της «υποστήριξης προς το Κίεβο». Η σταδιακή στοχοποίηση της ρωσικής οικονομίας μέσω επιθέσεων σε κρίσιμες ενεργειακές υποδομές ερμηνεύεται ως συστηματική προσπάθεια αποσταθεροποίησης και φθοράς της ρωσικής οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Η Μόσχα, όπως εκτιμούν παρατηρητές, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με έναν υβριδικό πόλεμο σε πολλαπλά επίπεδα: στρατιωτικό, οικονομικό, ενεργειακό και πολιτικό. Παράλληλα, η Ρωσία καλείται να αναδείξει στη διεθνή κοινότητα –όπως σημειώνεται σε ρωσικά μέσα– την υποκρισία της δυτικής στρατηγικής και την υπόγεια φύση της δυτικής εμπλοκής.
Αναδρομή στις επιλογές της πρώτης θητείας του Donald Trump δείχνει ότι οι βάσεις για την ενίσχυση της Ουκρανίας τέθηκαν ήδη από το 2017, όταν η κυβέρνησή του ανέτρεψε τη μέχρι τότε πολιτική του Barack Obama και ενέκρινε την αποστολή «θανατηφόρων όπλων», όπως τα αντιαρματικά συστήματα Javelin.
Αν και ο Trump είχε εκφράσει τη βούληση για ειρηνική επίλυση της ουκρανικής κρίσης, η πρακτική εφαρμογή της στρατηγικής του ενίσχυσε σημαντικά τις ουκρανικές δυνάμεις, ενισχύοντας παράλληλα την πίεση προς τη Ρωσία, σύμφωνα με την αναλύτρια Lyubov Stepushova.
Η απόφαση αυτή θεωρείται από αρκετούς ειδικούς ως ένα κομβικό σημείο που συνέβαλε στην κλιμάκωση της σύγκρουσης, μεταβάλλοντας ριζικά τις ισορροπίες στην περιοχή.
Συζήτηση για τους Tomahawk – Νέος κίνδυνος κλιμάκωσης
Σε αυτό το ήδη φορτισμένο περιβάλλον, η συζήτηση για την αποστολή πυραύλων Tomahawk στην Ουκρανία προσθέτει έναν ακόμη κρίσιμο παράγοντα. Σύμφωνα με πληροφορίες του Axios, ο πρόεδρος Trump είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ουκρανό ομόλογό του Volodymyr Zelensky στις 11 Οκτωβρίου 2025, με επίκεντρο την πιθανότητα αποστολής πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς.
Αν και επίσημη απόφαση δεν έχει ληφθεί, η πιθανότητα να αποκτήσει το Κίεβο τέτοιου τύπου οπλικά συστήματα προκαλεί έντονη ανησυχία, με τη Μόσχα να προειδοποιεί για σοβαρές συνέπειες.
Ο Ρώσος βουλευτής και αντιπρόεδρος της Επιτροπής Άμυνας της Δούμας, Alexei Zhuravlev, τόνισε ότι η χρήση των Tomahawk από την Ουκρανία δεν θα είναι δυνατή χωρίς την άμεση εμπλοκή αμερικανικών πληρωμάτων, γεγονός που θα συνιστούσε ανοιχτή εμπλοκή των ΗΠΑ στη σύγκρουση.
«Αν οι πύραυλοι αυτοί χρησιμοποιηθούν εναντίον ρωσικών στόχων, αυτό θα σημαίνει ότι αμερικανικά πληρώματα τους καθοδηγούν. Τότε, θα μιλάμε για πλήρη εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο, με όλες τις πιθανές συνέπειες – ακόμα και την ανταπόδοση πυρών προς αμερικανικές πόλεις», προειδοποίησε ο Zhuravlev.

Οι αποκαλύψεις περί συνεργασίας ΗΠΑ – Ουκρανίας στον σχεδιασμό επιθέσεων σε ενεργειακά κέντρα προκάλεσαν έντονη αντίδραση στη Μόσχα. Ο αναπληρωτής πρόεδρος της Επιτροπής Άμυνας της Δούμας, Yuri Shvytkin, ζήτησε την άμεση ενίσχυση των ρωσικών συστημάτων αεράμυνας και της προστασίας των κρίσιμων υποδομών.
«Η αποκάλυψη των Financial Times δεν μπορεί να αγνοηθεί. Προφανώς υπάρχει βάση – είτε μέσω πληροφόρησης είτε μέσω συνδρομής σε εκτόξευση πυραύλων από αμερικανικές δυνάμεις. Πρέπει να ενισχύσουμε την άμυνά μας απέναντι σε τέτοιες επιθέσεις», τόνισε.
Παράλληλα, η Ρωσία επισημαίνει πως η στοχοποίηση διυλιστηρίων και ενεργειακής υποδομής αποτελεί παραβίαση του διεθνούς δικαίου, δεδομένου ότι πρόκειται για εγκαταστάσεις χωρίς άμεση στρατιωτική χρήση. Το Κρεμλίνο υπογραμμίζει ότι τέτοιου είδους επιθέσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ενεργειακή τρομοκρατία» και εγκλήματα πολέμου, επικαλούμενο το Άρθρο 52 του Πρωτοκόλλου Ι της Συνθήκης της Γενεύης.
Οι τελευταίες αποκαλύψεις φέρνουν την αντιπαράθεση Ρωσίας – Δύσης σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η εμπλοκή των ΗΠΑ φαίνεται να βαθαίνει, όχι μόνο σε επίπεδο εξοπλιστικής υποστήριξης, αλλά και σε τακτικό-επιχειρησιακό επίπεδο, γεγονός που εντείνει τον κίνδυνο ευρύτερης κλιμάκωσης.
Η Μόσχα καλείται να διαχειριστεί μια σύνθετη κρίση με στρατιωτικές, οικονομικές και διπλωματικές διαστάσεις. Την ίδια στιγμή, η διεθνής κοινότητα βρίσκεται μπροστά σε ένα ερώτημα στρατηγικής και ηθικής: Πού τελειώνει η υποστήριξη και πού αρχίζει η άμεση εμπλοκή;
Η επόμενη μέρα του πολέμου στην Ουκρανία ίσως κριθεί όχι στο μέτωπο, αλλά στους διαδρόμους των μεγάλων γεωπολιτικών αποφάσεων.

