18 Νοεμβρίου, 2025
Dislike

Ο υπουργός των αποκρατικοποιήσεων και η μόνιμη εργολαβία του ξεπουλήματος

Υπάρχει ένας ιδιαίτερος τύπος πολιτικού που, χωρίς να έχει δοκιμάσει ποτέ τις δυσκολίες μιας κανονικής δουλειάς, εμφανίζεται συχνά ως ο πιο αυστηρός κριτής των εργασιών των άλλων. Υπερασπίζεται τη «σκληρή ελεύθερη αγορά» από θέσεις που ουδέποτε κλήθηκε να βιώσει. Δεν χρειάστηκε να αγχωθεί για βιογραφικά, για προθεσμίες στη ΔΕΗ ή για το αν ο μισθός του θα φτάσει ως το τέλος του μήνα.

Από την πρώτη του νεότητα, ως προϊόν ενός κομματικού σωλήνα, χτίζει την καριέρα του αποκλειστικά μέσα στη δημόσια σφαίρα, με μισθούς και αξιώματα που πληρώνει ο φορολογούμενος. Παρ’ όλα αυτά, δεν διστάζει να υψώνει το λάβαρο των ιδιωτικοποιήσεων και να παρουσιάζει ολόκληρο τον δημόσιο τομέα ως βάρος, σαν να πρόκειται για έναν κόσμο ξένο προς τον ίδιο.

Ο Κωστής Χατζηδάκης έχει αναδειχθεί –κατά τους επικριτές του– στον πολιτικό που συμβολίζει περισσότερο από κάθε άλλον την εκποίηση δημόσιων επιχειρήσεων με τρόπο που αμφισβητείται για την αποτελεσματικότητα και τις προθέσεις του. Το έκανε με την Ολυμπιακή, αφήνοντας τη χώρα χωρίς εθνικό αερομεταφορέα. Ενεπλάκη αποφασιστικά στην υπόθεση του ΟΣΕ, η κατάληξη της οποίας στη σημερινή κατάσταση των σιδηροδρόμων δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχία. Και τώρα, σύμφωνα με όσα καταγγέλλουν εργαζόμενοι και αντιπολίτευση, έρχεται η σειρά των Ελληνικών Ταχυδρομείων.

Τα ΕΛ.ΤΑ. μπήκαν σε τροχιά συνεχιζόμενης απαξίωσης: μειωμένα δίκτυα, πάνω από 200 καταστήματα να κατεβάζουν ρολά, τεράστιες καθυστερήσεις στην εξυπηρέτηση. Το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και τα ψηφοδέλτια των εκλογών μοίρασαν ιδιωτικές εταιρείες κούριερ, λέει πολλά για την αδυναμία ενός οργανισμού που κάποτε αποτελούσε αυτονόητη υπηρεσία του κράτους. Έτσι, υποστηρίζεται πως ακολουθείται το ίδιο μοτίβο: πρώτα απαξίωση, μετά επίκληση του «αδιεξόδου» και τέλος πώληση σε χαμηλό τίμημα, με την αγορά να έχει ήδη προλειανθεί για τον ιδιώτη που θα μπει στη θέση ενός δημοσίου που αποσύρεται.

Οι αναμνήσεις από την υπόθεση της Ολυμπιακής είναι νωπές. Η υπόσχεση ότι το κλείσιμό της θα κόστιζε λιγότερο από τη λειτουργία της, ότι με τα χρήματα που ξόδευε ο πολίτης για την εταιρεία θα χτίζονταν νοσοκομεία και σχολεία. Καμία τέτοια πρόβλεψη δεν επαληθεύτηκε. Η Ολυμπιακή πουλήθηκε για ποσά που αναλυτές χαρακτήρισαν εξευτελιστικά σε σχέση με τις δυνατότητές της, ενώ η χώρα κατέληξε με ένα νέο μονοπωλιακό σχήμα στην αεροπορική αγορά και τιμές εισιτηρίων που μόνο μείωση δεν γνώρισαν. Το κράτος εισπράττει μόλις ένα μέρος των κερδών μέσω φόρων, αντί να έχει διατηρήσει μερίδιο με πλήρη απόδοση ως μέτοχος. Μια ευκαιρία ανάπτυξης και διεθνούς παρουσίας χάθηκε, την ώρα που ανταγωνιστικά κράτη ενίσχυαν τις δικές τους αεροπορικές εταιρείες.

Η ίδια λογική φαίνεται να επαναλαμβάνεται τώρα στα ΕΛ.ΤΑ. Το δημόσιο καλείται να πληρώσει την πολλαπλή ζημία: πρώτα από το κόστος ετών κακής διαχείρισης, έπειτα από την πώληση σε τιμή χαμηλότερη της πραγματικής αξίας, και τέλος μέσω υψηλότερων και πιο ασφυκτικών όρων διακίνησης υπηρεσιών που κάποτε παρεχόταν με καθολικό τρόπο σε κάθε γωνιά της χώρας.

Οι υποστηρικτές των επιλογών Χατζηδάκη μιλούν για μεταρρυθμίσεις που «έβαλαν τάξη» σε οικονομικά προβληματικούς οργανισμούς. Οι αντίπαλοί του υποστηρίζουν ότι πρόκειται για συνειδητή αποδυνάμωση δημόσιων αγαθών προς όφελος ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων, με το κόστος να το πληρώνει πάντα ο πολίτης. Κι όλα αυτά από έναν πολιτικό που επαγγέλλεται την «ελευθερία του ανταγωνισμού», αλλά σε πρακτικό επίπεδο έχει συμβάλει στη δημιουργία νέων ιδιωτικών μονοπωλίων.

Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα έχει υποστεί τις συνέπειες των ιδιωτικοποιήσεων αυτής της λογικής: απώλεια στρατηγικών υποδομών, αυξημένο κόστος για τους χρήστες, συρρίκνωση υπηρεσιών σε ακριτικές και μη προνομιούχες περιοχές. Την ώρα που οι ιδιώτες επενδυτές σώζονται από τα δημόσια ταμεία σε περιόδους κρίσης, όπως συνέβη την οικονομική και την υγειονομική περίοδο, η κοινωνία καλείται να πληρώσει για ακόμη μία φορά τον λογαριασμό.

Και η ειρωνεία ολοκληρώνεται από την πολιτική ασυλία της εξουσίας: ο ίδιος υπουργός που παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ στην περίοδο των υποκλοπών, εμφανίζεται σήμερα ως αδιαμφισβήτητος υπερασπιστής της «ελεύθερης αγοράς». Ένας ρόλος που οι επικριτές του θεωρούν ότι στηρίζεται περισσότερο σε θεωρητική ρητορική και λιγότερο σε πραγματική γνώση των όρων με τους οποίους ο πολίτης παλεύει για να ζήσει.

Αν όσα προαναγγέλλονται για τα ΕΛ.ΤΑ. επαληθευτούν, η Ελλάδα θα μείνει χωρίς έναν ακόμη πυλώνα δημόσιας παρουσίας. Και τότε, όπως συνέβη και άλλες φορές, θα είναι αργά για να αναζητηθούν οι ευθύνες. Η ιστορία των αποκρατικοποιήσεων στην Ελλάδα δείχνει πως «το κράτος δεν πρέπει να είναι επιχειρηματίας» μόνο όταν πρόκειται για την εξυπηρέτηση κάποιων άλλων — ποτέ του ίδιου του πολίτη.

Όμως, για τον «μεταρρυθμιστή» Χατζηδάκη, που δεν ενοχλήθηκε όταν η πρωθυπουργική ΕΥΠ υπέκλεπτε τις συνομιλίες του, αυτά είναι ψιλά γράμματα. Τι κι αν οι ιδιώτες που αγόρασαν την Ολυμπιακή διασώθηκαν μετά κι αυτοί από το δημόσιο χρήμα στην πανδημία, όπως διασώθηκαν από τους φορολογουμένους και οι ιδιωτικές τράπεζες στην οικονομική κρίση. Είναι που ξέρει από ελεύθερη αγορά ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης…