Ο Αλέξης Τσίπρας υπέστη βαριά εκλογική ήττα στις εθνικές εκλογές του 2023. Μεταξύ των αιτιών αυτής της αποτυχίας, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η αδυναμία του, κατά την τετραετία που άσκησε καθήκοντα αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να τοποθετηθεί δημόσια επί θεμάτων κρίσιμων για την πορεία της χώρας. Τα θέματα αυτά εξακολουθούν να είναι επίκαιρα και σήμερα.
Ο πρώην πρωθυπουργός δεν προχώρησε σε καμία ουσιαστική παρέμβαση για την εντεινόμενη σύνδεση των πολιτικών δυνάμεων με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και τη νέα διαπλοκή που διαμορφώθηκε, η οποία διαφέρει ριζικά από το παρελθόν. Παράλληλα, απουσίασε κάθε αναφορά στη σταδιακή γεωπολιτική συρρίκνωση του ελληνισμού στο Αιγαίο, στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.
Σε μια εποχή όπου εδραιώνονται οι αντισυστημικές δυνάμεις στην Ευρώπη, ο Τσίπρας παρέμεινε πιστός στις συστημικές αντιλήψεις, επιδιώκοντας επανασύνδεση με εκείνους που προηγουμένως αντιμαχόταν. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής υιοθέτησε πλήρως τον ατλαντιστικό προσανατολισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την εποχή του Συνασπισμού που το 2008 είχε στηρίξει την αναγνώριση των Σκοπίων ως “Μακεδονία” από την κυβέρνηση Μπους, διατηρεί αδιάλειπτα ατλαντική προσήλωση.
Δύο χρόνια μετά την αποχώρησή του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας επανεμφανίστηκε επιχειρώντας να καλύψει το χάσμα με τις νέες πραγματικότητες, που διαμορφώθηκαν με τη δική του ανοχή ως αρχηγού της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, εκτιμάται πως και πάλι διαβάζει λανθασμένα το πολιτικό τοπίο.
Στην πρόσφατη ομιλία του στο ίδρυμά του, επεχείρησε με καθυστέρηση να φορέσει τον μανδύα του αντισυστημικού και να συνδεθεί με τα πατριωτικά ρεύματα της εποχής, προβάλλοντας το δίλημμα «Πατρίδα ή Πλούτη».
Ξεχωρίζουν δύο βασικές αναφορές του:
- Η αποδοκιμασία του ενδεχομένου οι κυβερνήσεις να λειτουργούν ως ανώνυμες εταιρείες της ολιγαρχίας, κάνοντας διαχωρισμό μεταξύ αυταρχικού και δημοκρατικού καπιταλισμού.
- Η πρότασή του για «επανοικειοποίηση» του πατριωτισμού και της έννοιας της “ανθρώπινης ασφάλειας” από τις προοδευτικές δυνάμεις, αναγνωρίζοντας την ανάγκη προστασίας της εδαφικής, φυσικής και οικονομικής ασφάλειας των πολιτών.
Ωστόσο, η ομιλία του φανέρωσε έλλειψη επαφής με τη νέα πραγματικότητα. Οι κυβερνήσεις πλέον δεν υποτάσσονται στους επιχειρηματίες· αντιθέτως, η πολιτική διεισδύει στις επιχειρήσεις, αποκτώντας μετοχικό ρόλο και πολιτικό έλεγχο. Η σχέση εξουσίας έχει αναστραφεί: δεν είναι η αγορά που επηρεάζει τις κυβερνήσεις, αλλά η πολιτική που συγχωνεύεται με την οικονομία, ελέγχοντας δομές και δίκτυα σε κράτος, ΜΜΕ, δικαιοσύνη, θεσμούς και τράπεζες.
Η αποσπασματική κατανόηση αυτών των εξελίξεων καθιστά τη ρητορική του πρώην πρωθυπουργού ξεπερασμένη. Το παλαιό μοντέλο της διαπλοκής έχει παρέλθει και στη θέση του εμφανίζεται ένας αυταρχικός καπιταλισμός νέου τύπου, τον οποίο φαίνεται να αγνοεί.
Αντίστοιχα προβληματική είναι η προσέγγισή του στον πατριωτισμό. Η έννοια του πατριωτισμού δεν ανακτάται ως κάτι εξωτερικό που σου αφαιρέθηκε· είναι εσωτερικό βίωμα. Η χρήση όρων όπως «επανοικειοποίηση» παραπέμπει σε τεχνοκρατική και απόμακρη ορολογία, ακατάλληλη για να κινητοποιήσει το λαϊκό αίσθημα.
Την ίδια στιγμή, απέφυγε κάθε αναφορά:
– Στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης να εξαιρέσει τα Δωδεκάνησα από τα θαλάσσια πάρκα στον ΟΗΕ, περιορίζοντας τη χώρα στα 6 ναυτικά μίλια. – Στο ζήτημα της Μονής του Σινά, για το οποίο επικρατεί σιγή. – Στην πρόσφατη κοινή εμφάνισή του με τον Ζόραν Ζάεφ, υπενθυμίζοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία απέρριψε η ελληνική κοινωνία.
Στον δημόσιο λόγο του κυριάρχησαν γενικόλογες αναφορές περί ασφάλειας και προστασίας, χωρίς ουσιαστική θέση για τις γεωπολιτικές απειλές. Αντί να εκπροσωπήσει τις πατριωτικές ανησυχίες των πολιτών, επιλέγει έναν μετριοπαθή λόγο που απευθύνεται στο Κέντρο, αποφεύγοντας ριζικές τοποθετήσεις.
Σε μια περίοδο που η κοινωνία απαιτεί καθαρό πατριωτικό λόγο, και ενώ η κυβέρνηση δέχεται πίεση για κρίσιμα εθνικά θέματα, η σιωπή του κ. Τσίπρα ενισχύει το έλλειμμα πολιτικής εκπροσώπησης. Πολίτες με εθνικές ευαισθησίες, ανεξαρτήτως πολιτικής ταυτότητας, αναζητούν φωνή και καταλήγουν να στρέφονται προς δυνάμεις που εκφράζουν ρητά τις ανησυχίες τους, είτε αυτές προέρχονται από τα δεξιά της ΝΔ είτε από την πατριωτική Αριστερά.
Ο πατριωτισμός δεν ανήκει σε κανέναν χώρο – ούτε είναι προϊόν διαπραγμάτευσης. Ενυπάρχει στο συλλογικό βίωμα του λαού. Όποιος πολιτικός επιθυμεί να ηγηθεί, οφείλει να τον βιώνει και να τον εκφράζει. Σε διαφορετική περίπτωση, καταλήγει να παραμένει ξένος προς την κοινωνία και την ιστορική της συνείδηση.