Η πρόσφατη επιχειρησιακή δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην Ελλάδα, με εφόδους σε γραφεία δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών στην Κρήτη, η παράλληλη έρευνα της OLAF σε συνεργασία με την ευρωπαϊκή Εισαγγελία στα κεντρικά γραφεία του ΟΣΕ για τη λεγόμενη «σύμβαση 635», καθώς και η εκτεταμένη επιχείρηση ελέγχων σε δήμους όλης της χώρας για υποθέσεις που αναμένεται να αποκαλυφθούν το προσεχές διάστημα, επαναφέρουν στο προσκήνιο το ερώτημα για την αποτελεσματικότητα και την αυτενέργεια της ελληνικής Δικαιοσύνης σε υποθέσεις μεγάλης σημασίας για το δημόσιο συμφέρον.
Επιπλέον, οι δικογραφίες που έχει διαβιβάσει στο ελληνικό Κοινοβούλιο η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Λάουρα Κοβέσι ενισχύουν την αίσθηση ότι η λειτουργία μιας πραγματικά ανεξάρτητης Δικαιοσύνης είναι σε θέση να προκαλέσει ρήγματα στους μηχανισμούς συγκάλυψης και ατιμωρησίας που συχνά διαπιστώνονται σε εθνικό επίπεδο. Η ελληνική εξουσία αντιλαμβάνεται ότι τίθεται υπό έλεγχο, με προτεραιότητα το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον. Αντιστοίχως, η εσωτερική δικαιοσύνη, με ελάχιστες εξαιρέσεις, φαίνεται να μην έχει επιδείξει ανάλογη δυναμική ή αυτενέργεια τα τελευταία είκοσι χρόνια, καθώς οι περισσότερες υποθέσεις διερευνήθηκαν μετά από ερεθίσματα και αιτήματα δικαστικής συνδρομής από το εξωτερικό.
Η περίπτωση της μεγάλης έρευνας για τις τηλεφωνικές υποκλοπές εις βάρος του τότε πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, υπό την καθοδήγηση του ανακριτή Δημήτρη Φούκα, αποτελεί μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις κατά τις οποίες η ελληνική Δικαιοσύνη ανέλαβε αυτεπαγγέλτως τη διερεύνηση μίας υπόθεσης μείζονος εθνικής σημασίας.
Η υπόθεση αυτή αποκάλυψε μέσω νόμιμων επισυνδέσεων ακόμη και την εμπλοκή πρακτόρων συμμαχικής χώρας, ωστόσο έκτοτε δεν έχει σημειωθεί ανάλογη πρωτοβουλία που να καταλήξει σε βάθος ανάκριση και δικαστική αξιολόγηση υποθέσεων ανάλογου βεληνεκούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ενεργοποίηση των μηχανισμών της ελληνικής Δικαιοσύνης προκλήθηκε από εξελίξεις και ελέγχους που προήλθαν εκτός της χώρας.
Η υπόθεση της Siemens αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς προέκυψε εξαιτίας της εμπλοκής της εταιρείας με τη Δικαιοσύνη των Ηνωμένων Πολιτειών και όχι λόγω πρωτοβουλίας των ελληνικών αρχών. Η γερμανική πολυεθνική, αντιμετωπίζοντας σοβαρές κατηγορίες για δωροδοκία και αθέμιτες πρακτικές, ήρθε αντιμέτωπη με τις αμερικανικές αρχές όταν επιχείρησε να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στη Δικαιοσύνη των ΗΠΑ να ξεκινήσει ελέγχους.
Από εκεί και μέσω πίεσης μεταφέρθηκαν στοιχεία και στις ελληνικές Αρχές, οι οποίες ενεργοποιήθηκαν μόνο μετά την αποκάλυψη της εμπλοκής και διακίνησης χρημάτων σε ελληνικό έδαφος. Η ελληνική Δικαιοσύνη δεν έφθασε στην πλήρη απόδοση ευθυνών σε πολιτικά πρόσωπα, ενώ με την εφαρμογή του νέου Ποινικού Κώδικα, το καλοκαίρι του 2019, αρκετοί εμπλεκόμενοι απαλλάχθηκαν λόγω παραγραφής ή τροποποιήσεων στις διατάξεις.
Η υπόθεση της λεγόμενης «λίστας Λαγκάρντ», που αφορά φορολογικά δεδομένα Ευρωπαίων πολιτών και καταθέσεις σε ελβετική τράπεζα, εστάλη από τη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ στον Έλληνα Υπουργό Οικονομικών με σκοπό την αξιοποίησή της σε πλαίσιο δίκαιης φορολόγησης, ειδικά εν μέσω της περιόδου των Μνημονίων. Η εισαγωγή της λίστας στην ελληνική πολιτική και δικαστική ζωή προέκυψε από διεθνείς πιέσεις για φορολογική διαφάνεια, ενώ μόνο ένα τμήμα της αξιοποιήθηκε δικαστικά, οδηγώντας τελικά στην καταδίκη πρώην υπουργού για νόθευση εγγράφου. Η διερεύνηση δεν προήλθε από εσωτερικές πρωτοβουλίες, αλλά από την εμπλοκή των αμερικανικών και γαλλικών Αρχών, που επιδίωκαν την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της χρήσης offshore.
Αντίστοιχα, η υπόθεση Novartis, η οποία έχει καταγραφεί ως μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις φαρμακευτικής διαφθοράς διεθνώς, απασχόλησε την ελληνική Δικαιοσύνη μόνο αφότου η αμερικανική Δικαιοσύνη ολοκλήρωσε την έρευνά της και επέβαλε πρόστιμα ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων στην εταιρεία για αθέμιτες πρακτικές σε διάφορες χώρες, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα. Η ελληνική δικαστική ενασχόληση ήταν αποτέλεσμα διεθνών εξελίξεων και όχι εγχώριας ενεργοποίησης, ενώ αρκετές πτυχές της υπόθεσης εξακολουθούν να παραμένουν ανοικτές ή να έχουν εξελιχθεί σε αντιπαραθέσεις πολιτικού χαρακτήρα.
Η περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ εντάσσεται πλέον στον ίδιο κανόνα. Η εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, με ενέργειες που περιλάμβαναν νόμιμες παρακολουθήσεις και συλλογή στοιχείων, κατέστησε δυνατή τη διαβίβαση δικογραφιών προς το ελληνικό Κοινοβούλιο. Η σύμβαση 717 και συναφείς υποθέσεις δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αυτεπάγγελτης δράσης των ελληνικών Αρχών.
Η Λάουρα Κοβέσι, επικεφαλής της ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, προχώρησε στην απαγγελία κατηγοριών κατά υψηλόβαθμων στελεχών κατασκευαστικών εταιρειών, ενώ διαβίβασε δικογραφία με αναφορές σε δύο υπουργούς, δώδεκα βουλευτές, κρατικούς αξιωματούχους και ιδιώτες με συμμετοχή σε εταιρικές δομές που συνδέονται με διακίνηση κοινοτικών κονδυλίων. Αναμένεται και η αποστολή εντολής ελέγχου από την OLAF, που θα ανοίξει νέο κύκλο ενεργειών, ανάλογο με αυτόν που σημειώθηκε στην περίπτωση της ΕΡΓΟΣΕ.
Η καταγραφή τέτοιων ενεργειών αναδεικνύει την απουσία σημαντικών πρωτοβουλιών από την ελληνική Δικαιοσύνη για την αυτεπάγγελτη διερεύνηση μεγάλων υποθέσεων διαφθοράς, παρά τις κατά καιρούς δημοσιογραφικές αποκαλύψεις ή καταγγελίες φορέων. Η πρακτική αδράνεια ενισχύει τον προβληματισμό για τη θεσμική αντοχή και την ανεξαρτησία των μηχανισμών απόδοσης δικαιοσύνης.
Η αντίδραση του Πρωθυπουργού στην υπόθεση των βοσκοτόπων, η οποία εντάσσεται στη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ήταν η άμεση αποσύνδεση της υπόθεσης από την εθνική δικαιοδοσία, με αναφορά σε «ευρωπαϊκό» ζήτημα, παρά το γεγονός ότι η διερεύνηση αφορά ελληνικές κρατικές υπηρεσίες και πολιτικά πρόσωπα. Η πολιτική διαχείριση περιλαμβάνει την επιλογή εξομοίωσης ατομικών ευθυνών με γενικευμένα φαινόμενα κομματικής μεροληψίας, με στόχο την αποφυγή προανακριτικής διαδικασίας και την ανάθεση ερευνών σε ειδικά δικαστικά όργανα.
Η κατάσταση αυτή προκαλεί ανησυχία για την ποιότητα της θεσμικής λειτουργίας και την ικανότητα του εθνικού συστήματος Δικαιοσύνης να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας, ειδικά σε ζητήματα διαχείρισης δημοσίου χρήματος και θεσμικής λογοδοσίας. Οι επόμενες κινήσεις των ευρωπαϊκών αρχών αναμένεται να κρίνουν σε μεγάλο βαθμό το εύρος της διαφάνειας και της λογοδοσίας στην ελληνική δημόσια ζωή.
Δύσκολα μπορεί να ανακαλέσει κανείς στη μνήμη του μια περίπτωση κατά την οποία η ελληνική Δικαιοσύνη, τα τελευταία χρόνια, προχώρησε αυτεπαγγέλτως στη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για κάποιο μείζον ζήτημα, που εν συνεχεία εξελίχθηκε σε τακτική ανάκριση. Ούτε ως απόρροια αποκαλύψεων του Τύπου, ούτε έπειτα από επίσημες καταγγελίες φορέων, φαίνεται να έχει δρομολογηθεί κάποια τέτοια διαδικασία που να αφορά υπόθεση με σοβαρές πολιτικές ή οικονομικές διαστάσεις.
Αν και μπορεί να υπάρξει ο κίνδυνος της προσωπικής ή συλλογικής αμνησίας, τα πραγματικά περιστατικά φαίνεται να επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι τέτοιες πρωτοβουλίες σπανίζουν ή και απουσιάζουν πλήρως από το σύγχρονο δικαστικό τοπίο της χώρας. Η αδράνεια αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα όταν συνεκτιμηθεί με τη στάση της πολιτικής ηγεσίας έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών, των οποίων το έργο, συχνά, αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη ή και ευθεία απαξίωση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αντίδραση του Έλληνα Πρωθυπουργού αναφορικά με τη δικογραφία της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, Λάουρας Κοβέσι, για την υπόθεση των επιδοτήσεων και των βοσκοτόπων. Πριν ακόμη λάβει γνώση του περιεχομένου της δικογραφίας, ο Πρωθυπουργός έσπευσε να δηλώσει ότι πρόκειται για «ευρωπαϊκό» ζήτημα. Ωστόσο, καμία άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει αντιμετωπίσει παρόμοια υπόθεση με την εμπλοκή πρώην ή νυν υπουργών, ούτε έχει ανακύψει ανάγκη για διερεύνηση ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων από ευρωπαϊκή αρχή.
Το θέμα είναι αμιγώς ελληνικό. Ο δε σχεδιασμός του για να γλιτώσει άλλη μια προανακριτική και άλλον έναν φυσικό δικαστή είναι να προσφύγει στο δόγμα «όλοι μαζί τα φάγαμε». Να εξισώσει τα ρουσφέτια που ζητούσαν οι βουλευτές του και άλλων κομμάτων από τον ΟΠΕΚΕΠΕ με τις επιδοτήσεις και με τα εκατομμύρια ευρώ κοινοτικού χρήματος που διασπάθισε το Ελληνικό Δημόσιο και τα υπουργεία στη γενέτειρα του. Είμαστε δυστυχώς μια αξιολύπητη χώρα. Με αξιολύπητη ηγεσία.