Η πολιτική κατάντια της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποτυπώνεται πλέον χωρίς καμία προσπάθεια συγκάλυψης. Τελευταίο επεισόδιο στον μακρύ κατάλογο αυταρχικών πρακτικών είναι η στοχοποίηση του ραδιοφωνικού σταθμού «Δημοκρατία FM», με μια προκλητικά φωτογραφική νομοθετική ρύθμιση, η οποία υπογράφηκε άρον άρον και εν κρυπτώ, αφαιρώντας τη δυνατότητα ενός μέσου να αποκτήσει νόμιμη φωνή στα ερτζιανά.
Και ποιος υπερασπίζεται αυτόν τον αντιδημοκρατικό κατήφορο; Ο Παύλος Μαρινάκης. Ένας άνθρωπος που δεν εκλέχθηκε ποτέ από τον λαό, αλλά βρέθηκε φυτευτός στην κεντρική πολιτική σκηνή επειδή μπορούσε να φωνάζει δυνατότερα από τους συμφοιτητές του συνθήματα υπέρ της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ. Ένας πολιτικός «προϊόν» των κομματικών αμφιθεάτρων, που σήμερα επιφορτίστηκε από τον Μητσοτάκη με την αποστολή να ξεκαθαρίσει το τοπίο στη δημοσιογραφία με τον πιο επιθετικό τρόπο.
Ο ίδιος άνθρωπος που το 2012, μέσω social media, οραματιζόταν τον εαυτό του ως «εκτελεστή» στον Εμφύλιο, σήμερα παριστάνει τον θεσμικό εκπρόσωπο της κυβέρνησης και υπερασπίζεται την ασφυκτική προπαγάνδα που πρεσβεύει η περιβόητη «Ομάδα Αλήθειας» – ένα σχήμα που λειτουργεί ως κομματικός μηχανισμός σπίλωσης και στοχοποίησης αντιπάλων. Το ίδιο σύστημα που χρόνια τώρα έχει κουράσει και αηδιάσει την ελληνική κοινωνία με το ύφος και τις πρακτικές του.
Με περισσή άνεση, ο Μαρινάκης υπερασπίζεται ένα καθεστώς που αποδομεί την ελευθερία του Τύπου με νομικά τερτίπια και επικοινωνιακές τακτικές. Σε ερώτηση της «Δημοκρατίας» σχετικά με τη ρύθμιση που εμποδίζει την αδειοδότηση του ραδιοφωνικού μας σταθμού, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αρκέστηκε να παπαγαλίσει το κείμενο της διάταξης: «Από τη στιγμή που παύει να υφίσταται η μοναδική δικαιολογητική αιτία της ευνοϊκής μεταχείρισης…» είπε, χωρίς να δώσει ούτε ένα επιχείρημα πέραν της νομοτεχνικής φλυαρίας.
Η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη: η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που έχει ήδη οδηγήσει την Ελλάδα κάτω από τη θέση 108 στην παγκόσμια κατάταξη για την ελευθερία του Τύπου, επιχειρεί τώρα να σβήσει κάθε εστία ελεύθερης φωνής που της ασκεί κριτική. Και χρησιμοποιεί ως «εκτελεστή» αυτής της επιχείρησης φίμωσης έναν πολιτικό που αναδείχθηκε μέσα από τη χυδαιότητα του διαδικτύου και τον κομματικό φανατισμό.
Ο Παύλος Μαρινάκης δεν έχει αναγνωρίσει ούτε ένα από τα ακρότατα, μισαλλόδοξα λόγια του παρελθόντος. «Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είπα το 2012», δήλωσε πρόσφατα με προσποιητή αμηχανία, όταν του υπενθύμισαν το εμφυλιοπολεμικό του παραλήρημα. Και σήμερα παριστάνει τον κήνσορα της πολιτικής ηθικής, υπερασπίζεται κάθε απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και βαφτίζει «κανονικότητα» ακόμα και την εξόντωση ανεξάρτητων δημοσιογραφικών φωνών.
Το χειρότερο; Δεν φαίνεται να καταλαβαίνει καν το μέγεθος του ρόλου του. Η φιλοδοξία του ξεπερνά τα όποια πολιτικά του προσόντα, κι αυτό τον καθιστά εύχρηστο εργαλείο για κάθε βρόμικη αποστολή. Δεν είναι τυχαίο πως βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή των επιθέσεων – είτε πρόκειται για νομοθετήματα που καταργούν το δικαίωμα στην πληροφόρηση, είτε για τη δημόσια υπεράσπιση μιας «Ομάδας Αλήθειας» που εκπροσωπεί το πιο τοξικό κομμάτι του κομματικού μηχανισμού.
Η κυβέρνηση αυτή, που αναδείχθηκε μέσα από την εύνοια μεγάλων μέσων ενημέρωσης, δεν έχει κανένα ενδοιασμό να φιμώσει όσα από αυτά της ασκούν κριτική. Το πρόβλημα με τον Μαρινάκη δεν είναι μόνο ότι λέει ψέματα – είναι ότι τα λέει με ευκολία, χωρίς να μπορεί να στηρίξει τίποτα με πραγματικά επιχειρήματα. Και γι’ αυτό, η κάθε του εμφάνιση γίνεται σύμβολο της κυβερνητικής αμηχανίας και πολιτικής γύμνιας.
Αν κάτι καθίσταται πλέον ξεκάθαρο, είναι πως η «Δημοκρατία» ενοχλεί – και ενοχλεί πολύ. Επειδή δεν φοβάται, επειδή αποκαλύπτει, επειδή μιλά. Και αυτή η ενόχληση είναι η καλύτερη απόδειξη ότι η φωνή της έχει σημασία.