Δεν είναι λίγες οι φορές που, παρατηρώντας γύρω μας τη νεολαία –και όχι μόνο–, διαπιστώνουμε μια αδιόρατη, αλλά έντονη τάση αποφυγής της ενηλικίωσης. Μια ψυχική στάση που ξεπερνά το χιουμοριστικό “δεν θέλω να μεγαλώσω” και παίρνει πιο βαθιές, σχεδόν υπαρξιακές διαστάσεις. Μοιάζει σαν ένα κομμάτι της κοινωνίας να προσπαθεί –συνειδητά ή ασυνείδητα– να παραμείνει σε μια παρατεταμένη παιδική ηλικία. Πρόκειται για τον λεγόμενο «παλιμπαιδισμό», που δεν περιορίζεται σε εκφράσεις του προσώπου, αστείες χειρονομίες ή στην υπερβολική αγάπη για κινούμενα σχέδια, αλλά επεκτείνεται στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι τον εαυτό τους, τις σχέσεις τους, τον κόσμο ολόκληρο.
Δεν μιλάμε εδώ για μια προσωπική ιδιοτροπία ή για μεμονωμένα ψυχολογικά φαινόμενα. Ο παλιμπαιδισμός, όπως εξελίσσεται στις σύγχρονες κοινωνίες, έχει μετατραπεί σε μαζική ψυχοκοινωνική στάση, σχεδόν ιδεολογία. Και αυτή η στάση φαίνεται να αποκτά όλο και περισσότερους οπαδούς – ίσως όχι από επιλογή, αλλά από ανάγκη. Ποιος μπορεί να κατηγορήσει εύκολα έναν νέο άνθρωπο που διστάζει να ριχτεί στον κόσμο των ενηλίκων, όταν αυτός ο κόσμος μοιάζει τόσο σκληρός, απογυμνωμένος από νόημα, εξαντλητικά ατομικιστικός και πολλές φορές απάνθρωπα οργανωμένος;
Για πολλούς, η ενηλικίωση ταυτίζεται σχεδόν με μια μορφή ψυχικής φθοράς. Είναι το τέλος της ανεμελιάς, η αρχή των υποχρεώσεων, των άκαμπτων ωραρίων, των λογαριασμών που δεν συγχωρούν καμία καθυστέρηση, της επισφάλειας στην εργασία και των αλλεπάλληλων απογοητεύσεων στις διαπροσωπικές σχέσεις. Με λίγα λόγια, είναι η είσοδος σε έναν κόσμο που περισσότερο θυμίζει πεδίο μάχης παρά κοινότητα ανθρώπων. Ποιος, λοιπόν, δεν θα ήθελε –έστω και μερικώς– να προστατευτεί από όλα αυτά;
Κι όμως, όσο εύλογη κι αν φαίνεται αυτή η αντίδραση, δεν παύει να έχει συνέπειες. Ο παλιμπαιδισμός, ως στάση ζωής, συχνά συνοδεύεται από την αποποίηση της ευθύνης. Από την επιλογή να αποφεύγεις τις δεσμεύσεις και να διατηρείς μια βολική συναισθηματική ουδετερότητα. Οι σχέσεις, είτε φιλικές είτε ερωτικές, γίνονται ρηχές, γεμάτες ανασφάλειες ή ακαθόριστες προσδοκίες. Η εργασία –αν υπάρχει– γίνεται ανεκτή μόνο στο βαθμό που δεν απαιτεί υπερβάσεις ή προσωπική δέσμευση. Ακόμη και η πολιτική συμμετοχή μοιάζει περιττή ή “πολύ αγχωτική”. Όλα αυτά δεν είναι επιλογές ενός κακομαθημένου παιδιού, αλλά αποτελέσματα μιας κοινωνικής κόπωσης που εκφράζεται μέσα από ένα είδος “ευγενούς παραίτησης”.
Ο νέος άνθρωπος δεν είναι τεμπέλης, ούτε χαζός. Είναι, αντίθετα, υπερφορτωμένος από αντιφατικά μηνύματα, από κοινωνικές προσδοκίες που δεν μπορεί –και συχνά δεν θέλει– να εκπληρώσει. Ζει μέσα σε έναν κόσμο που του λέει διαρκώς να “είναι ο εαυτός του” και ταυτόχρονα να είναι τέλειος, παραγωγικός, κοινωνικά αποδεκτός, συναισθηματικά διαθέσιμος αλλά όχι εξαρτημένος, δυναμικός αλλά και ευαίσθητος. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που κάποιοι απλώς… αποσύρονται. Όχι απαραίτητα με φανφάρες και δηλώσεις, αλλά διακριτικά, με ένα χαμόγελο παιδικό, ένα “δεν βαριέσαι”, ένα παπλωματάκι ασφαλείας που θυμίζει την εποχή όπου όλα ήταν απλά.
Αξίζει όμως να δούμε και την ευθύνη των ενηλίκων σε αυτό. Πολλές φορές, η ίδια η οικογένεια συντηρεί αυτή τη στάση. Οι γονείς, που μεγάλωσαν μέσα στη λογική της σταθερής δουλειάς και της θυσίας, αδυνατούν να καταλάβουν τον σημερινό κόσμο και αντί να στηρίξουν ουσιαστικά την ανεξαρτησία των παιδιών τους, συχνά την υπονομεύουν – συνειδητά ή όχι. Παρέχουν οικονομική υποστήριξη, καθοδηγούν ακόμη και τις ερωτικές τους επιλογές, και ταυτόχρονα παραπονιούνται για την “ανωριμότητα” της νεότερης γενιάς. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο εξάρτησης, παθητικότητας και ενοχών που δεν βοηθά κανέναν να προχωρήσει.
Η κοινωνία, από την πλευρά της, παριστάνει ότι καταλαβαίνει. Διοργανώνει φεστιβάλ νεότητας, χτίζει μάρκες γύρω από το “childlike spirit”, και προωθεί την εικόνα του “πάντα νέου”, “πάντα ανέμελου”, “πάντα διαθέσιμου για εμπειρίες”. Αλλά το τίμημα είναι μεγάλο. Γιατί όσο μένουμε κολλημένοι στη φαντασίωση της παιδικότητας, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η ενηλικίωση — όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο, αλλά και σε συλλογικό. Χρειαζόμαστε ενήλικες. Ανθρώπους που να μπορούν να σταθούν, να δημιουργήσουν, να αγαπήσουν και να αναλάβουν ευθύνες. Όχι ρομπότ, όχι ήρωες, αλλά πολίτες.
Ο παλιμπαιδισμός, τελικά, δεν είναι αθώος. Μπορεί να ξεκινά από την ανάγκη για προστασία, αλλά καταλήγει συχνά σε παραίτηση. Και καμία κοινωνία δεν μπορεί να στηριχθεί στη μαζική παραίτηση των ανθρώπων της από τον ρόλο τους. Ίσως ήρθε η ώρα να συμφιλιωθούμε με την ενηλικίωση όχι σαν τιμωρία, αλλά σαν ένα επόμενο βήμα ζωής – γεμάτο ναι, δυσκολίες, αλλά και προοπτικές. Γιατί το να μεγαλώνεις, δεν σημαίνει ότι χάνεις την ευαισθησία σου. Σημαίνει ότι βρίσκεις τρόπους να την υπερασπίζεσαι, ακόμα κι όταν ο κόσμος σε πιέζει να την εγκαταλείψεις.

