Η περίπτωση του κ. Τριαντοπούλου είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίζεται την κρίση και επιχειρεί να περιορίσει τις πολιτικές συνέπειες του δυστυχήματος. Ο Τριαντοπούλος φαίνεται να είναι το πρώτο «θύμα» της κυβερνητικής στρατηγικής συγκάλυψης, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται και ως «θύτης» στη διαδικασία αυτή, καθώς εμπλέκεται σε μεθόδευση απόκρυψης της αλήθειας. Η παραίτησή του, έρχεται ως αποτέλεσμα της πίεσης που ασκήθηκε από τις πολιτικές εξελίξεις και από τη στρατηγική του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος, προκειμένου να προστατεύσει την προσωπική του εικόνα, προχωρά σε κινήσεις που καταδεικνύουν τη συνεχιζόμενη αποδόμηση του κυβερνητικού μηχανισμού.
Η αλλαγή στην πολιτική γραμμή του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ιδιαίτερα προφανής, αν αναλογιστούμε τις δηλώσεις του στο παρελθόν. Στην αρχή της κρίσης, ο Μητσοτάκης και τα στελέχη της κυβέρνησης είχαν απορρίψει τις καταγγελίες περί συγκάλυψης ως «θεωρίες συνωμοσίας». Κατηγόρησαν όσους τις διακινούν ως «ψεκασμένους» και προσπαθούσαν να εκτοπίσουν οποιαδήποτε μορφή αμφισβήτησης των επίσημων τοποθετήσεών τους. Ωστόσο, η στάση αυτή έχει ανατραπεί. Σήμερα, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του επιμένουν ότι δεν υπήρξε καμία πρόθεση συγκάλυψης, αλλά μια σειρά από λάθη και παραλείψεις που οδήγησαν στη δυστυχία. Η παραίτηση του κ. Τριαντοπούλου εντάσσεται σε αυτή τη νέα στρατηγική, όπου οι υπεύθυνοι καλούνται να «θυσιαστούν» για να ανακοπεί η κοινωνική κατακραυγή και να δοθεί μια εικόνα «ευθύνης» χωρίς να θιγεί το κύριο πρόσωπο της κυβέρνησης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά τις αναφορές περί «συνεννόησης» του κ. Τριαντοπούλου με το Μέγαρο Μαξίμου, η παραίτησή του λειτουργεί ως ένα ακόμα «ξεδίπλωμα» του κυβερνητικού «πουλόβερ», που αρχίζει να φαίνεται σφιχτό και ευάλωτο. Αν όντως το αίτημα του ΠΑΣΟΚ για την προανακριτική και η πίεση της κοινωνίας είχαν άμεση επίδραση στη συγκεκριμένη κίνηση, αυτό αναδεικνύει την αδυναμία της κυβέρνησης να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κατάσταση και να αποσοβήσει τη φθορά της εικόνας της.
Το πιο ενδιαφέρον σημείο στην υπόθεση αυτή είναι η διάσταση της συγκάλυψης και της ευθύνης. Η παραίτηση του Τριαντοπούλου αποσκοπεί στην αποδοχή της ευθύνης από έναν «μικρό» και «ανώνυμο» παράγοντα, χωρίς να θιγεί η ηγεσία, και δη η κορυφή της πολιτικής πυραμίδας, δηλαδή ο πρωθυπουργός. Το «παιχνίδι» είναι ξεκάθαρο: προσπαθείται να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι, ακόμη και αν υπήρξε συγκάλυψη, αυτή δεν σχετίζεται με την προσωπική ευθύνη του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά αφορά σε λάθη και παραλείψεις άλλων. Αυτό το μήνυμα, μάλιστα, ενισχύεται από το γεγονός ότι, παρά τη γενική αίσθηση συγκάλυψης που επικρατεί στο 80% της ελληνικής κοινωνίας, ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι δεν ήταν μέρος αυτής της διαδικασίας.
Ωστόσο, το ερώτημα που παραμένει ανοιχτό και προκαλεί προβληματισμό είναι πώς μπορεί να διατηρηθεί η αξιοπιστία της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, αν αποδειχτεί ότι όλοι οι κρατικοί μηχανισμοί που εμπλέκονταν στην υπόθεση κινήθηκαν χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεση του Κυριάκου Μητσοτάκη και ενδεχομένως προσπάθησαν να συγκαλύψουν την αλήθεια για το δυστύχημα. Το ακόμα πιο δύσκολο ερώτημα αφορά το ποιος θα είναι ο επόμενος στην αλυσίδα των υπευθύνων που θα «θυσιαστεί» για να διαφυλαχθεί η πολιτική επιβίωση του πρωθυπουργού και του κυβερνητικού σχήματος.
Δεν είναι αδιάφορο το γεγονός ότι ο Μάκης Βορίδης, κατά τη διάρκεια της χθεσινής του απάντησης στη Βουλή στον Νίκο Ανδρουλάκη, ανέφερε ότι η κυβέρνηση θα αποδεχτεί το αίτημα για σύσταση προανακριτικής επιτροπής, υπό την προϋπόθεση ότι το αίτημα θα περιορίζεται στο πλαίσιο του πορίσματος της εισαγγελέως Εφετών Λάρισας, το οποίο καταλογίζει παράβαση καθήκοντος και επομένως θεωρείται πλημμέλημα. Αφήνοντας, όμως, ανοιχτό το ενδεχόμενο διαφορετικής στάσης από την πλευρά της κυβέρνησης, σε περίπτωση που το πόρισμα επεκταθεί και το αίτημα αφορά την παραπομπή για κακούργημα, φέρνοντας έτσι νέες και πιο σοβαρές ποινικές κατηγορίες.
Ανεξαρτήτως του πλαισίου στο οποίο θα κινηθεί η δικαστική διαδικασία, ο Χρήστος Τριαντόπουλος καλείται να αναλάβει την ευθύνη για το μπάζωμα του τόπου του δυστυχήματος, και όσο διαρκεί η διερεύνηση, το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι αν ενήργησε αυθόρμητα ή αν ενημέρωσε τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος, από την πρώτη στιγμή, φάνηκε να αναλαμβάνει προσωπικά την επικοινωνιακή διαχείριση της υπόθεσης, προχωρώντας σε δηλώσεις και συνεντεύξεις. Είναι δεδομένο ότι μια τόσο σημαντική υπόθεση, με μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες, απαιτούσε τη συμμετοχή του πρωθυπουργού και την πλήρη ενημέρωσή του για όλες τις κινήσεις της κυβέρνησης.
Ο κ. Τριαντόπουλος φαίνεται να επιχειρεί να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του, προσπαθώντας να «πέσει στα μαλακά». Εξαίρεται από το μεγαλύτερο βάρος, καθώς παραπέμπεται μόνο για πλημμέλημα και όχι για κακούργημα. Παράλληλα, οργανώνει την άμυνά του, υποστηρίζοντας μέσω επιστολής ότι απλώς συμμετείχε στις συσκέψεις, και σε εκείνη που αποφασίστηκε το μπάζωμα, με σκοπό να συντονίσει τις ενέργειες της κυβέρνησης και να ενημερώνει τους συγγενείς των θυμάτων. Τονίζει ότι οι πραγματικές αποφάσεις για το μπάζωμα ελήφθησαν από τα υπηρεσιακά όργανα και όχι από εκείνον προσωπικά.
Από την πλευρά του, το ΠΑΣΟΚ έχει κάθε λόγο να πιστώσει πολιτικά την εξέλιξη αυτή, θεωρώντας ότι προήλθε από τη δική του πρωτοβουλία να καταθέσει το αίτημα για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής. Την ίδια στιγμή, ΣΥΡΙΖΑ, Ελληνική Λύση και ΝΙΚΗ, ζητούν να συμπληρωθεί η δικογραφία, έτσι ώστε ο κ. Τριαντόπουλος να παραπεμφθεί όχι μόνο για πλημμέλημα, αλλά και για κακούργημα, επιδιώκοντας να αυξήσει την πίεση και τις πολιτικές συνέπειες για την κυβέρνηση.
Αλλαγή κυβέρνησης
Σε ένα άλλο επίπεδο πυκνώνουν οι φήμες για επικείμενο ανασχηματισμό με τον οποίο ο πρωθυπουργός θα απομακρύνει πρόσωπα που έχουν εκτεθεί, είτε στο διαχειριστικό είτε στο επικοινωνιακό πεδίο – πχ Χρήστος Τριαντόπουλος, Χρήστος Σταϊκούρας, Γιώργος Φλωρίδης, Άδωνης Γεωργιάδης. Παράλληλα θα στείλει μήνυμα συνολικής ανασύνταξης και διόρθωσης πορείας στην κοινωνία. Κυκλοφορούν φήμες για μετακινήσεις όπως του Γιώργου Γεραπετρίτη και του Νίκου Δένδια – ο οποίος το θεωρεί κακόγουστο αστείο – καθώς και για πρόσωπα από το ακραίο κέντρο όπως η Αγαπηδάκη και ένταξη στην κυβέρνηση βουλευτών όπως ο Ευριπίδης Στυλιανίδης και ο Άγγελος Συρίγος ή και γενικότερα από την καραμανλική και σαμαρική πτέρυγα.
Από τα συλλαλητήρια και την συνέντευξη του πρωθυπουργού και μετά είναι εμφανές ότι αλλάζει το πολιτικό κλίμα. Ίσως είναι η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης χάνει τη μάχη ακόμη και στο επικοινωνιακό πεδίο. Ορισμένα από τα συστημικά συγκροτήματα παίρνουν αποστάσεις και τηρούν πλέον κριτική στάση απέναντι στον πρωθυπουργό, ο οποίος αντιδρά με νευρικότητα αυξάνοντας από την πλευρά του την πίεση.
Παράλληλα αρχίζουν και δημοσιεύονται αναλύσεις για «πολιτική-κυβερνητική κρίση» και «αποχώρηση του Κυριάκου εν κινήσει», τα οποία οι ενσωματωμένοι του συστήματος Μαξίμου αποκρούουν με αμηχανία, είτε καταφεύγοντας σε ειρωνία, είτε στο επιχείρημα «μετά τον Μητσοτάκη το χάος». Μόνο που το κλίμα έχει αλλάξει και ένα ποσοστό της κοινωνίας θεωρεί ότι «ο Μητσοτάκης είναι το χάος». Ωστόσο έχει πλέον σημασία ότι το θέμα «αποχώρηση Μητσοτάκη εν πλω» έχει μπει πλέον στην main stream ατζέντα.
Αποσταθεροποιημένη όμως είναι γενικότερα η ΝΔ και η Κοινοβουλευτική Ομάδα. Προς αυτή την κατεύθυνση συνάδει και η πρόσφατη δήλωση του Αντώνη Σαμαρά: «…Η ατμόσφαιρα στη κοινωνία και στην πολιτεία είναι πολύ βαρειά. Η υποκρισία και τα ψέματα οδηγούν σε πολιτική κατρακύλα. Πρέπει να την αποφύγουμε και μπορούμε να την αποφύγουμε». Το εάν θα ευδοκιμήσουν τα σχετικά σενάρια είναι ανοικτό και ακόμη υπάρχουν αρκετά επεισόδια.
Αυτό το σκηνικό αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι η πολιτική διαχείριση της κρίσης δεν έχει μόνο να κάνει με την αποδοχή ή την απόρριψη ευθυνών, αλλά και με το «πολιτικό θέατρο» που εξελίσσεται γύρω από κάθε κίνηση, την οποία επιχειρούν τα κυβερνητικά στελέχη για να αποσείσουν τις ευθύνες από τα ανώτατα πολιτικά κλιμάκια.