19 Νοεμβρίου, 2025
Μη Χάσετε

Ο μηχανισμός του φόβου επιστρέφει: Ο Προσωπικός Αριθμός ως επανάληψη ενός παλιού σχεδίου

Η δημόσια συζήτηση γύρω από τον Προσωπικό Αριθμό έχει πάρει, τις τελευταίες εβδομάδες, έναν χαρακτήρα που θυμίζει έντονα όσα ζήσαμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Όσοι παρακολούθησαν τότε τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκαν πολιτικές υποχρεωτικότητας, όσοι βίωσαν την ψυχολογική πίεση, την απαξίωση κάθε αντίλογου και τη συστηματική σύγχυση που καλλιεργήθηκε στη δημόσια σφαίρα, αναγνωρίζουν σήμερα το ίδιο μοτίβο να επαναλαμβάνεται, έστω με διαφορετικό περιτύλιγμα.

Το αντικείμενο αλλάζει, όμως η μέθοδος παραμένει η ίδια: η διοίκηση προωθεί ένα μέτρο ως αναπόφευκτο, δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν υπάρχει περιθώριο επιλογής και προσπαθεί να προκαλέσει έμμεσα φόβο, ώστε ο πολίτης να θεωρήσει ότι η συμμόρφωση είναι μονόδρομος.

Δεν χρειάζεται κάποιος να αναζητεί σκοτεινά σενάρια για να αντιληφθεί αυτό που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια του. Η τακτική είναι οικεία. Από τη μια πλευρά, υπάρχει η πολιτική εξουσία που παρουσιάζει τη νέα ρύθμιση ως τεχνολογική αναγκαιότητα.

Από την άλλη, υπάρχει ένα πλέγμα επικοινωνιακών διαύλων που λειτουργεί ως ενισχυτικός μηχανισμός, υποβάλλοντας στο κοινό την ιδέα ότι «όλα αυτά είναι ήδη ειλημμένα», ότι δεν υπάρχει περιθώριο διαφωνίας και ότι όποιος επιμένει να εκφράζει επιφυλάξεις θεωρείται απλώς «αρνητής της προόδου». Το επιχείρημα «αφού θα γίνει, δεν έχει νόημα να αντιδράς» δεν είναι εργαλείο δημοκρατίας αλλά επιβολής.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Προσωπικός Αριθμός αποτελεί μια ξεκάθαρη πολιτική δοκιμή. Μια προσπάθεια να μετρηθούν οι αντοχές της κοινωνίας. Μία ακόμη επανάληψη του μοντέλου που ενεργοποιήθηκε –με απροσχημάτιστη ωμότητα– τα χρόνια της υγειονομικής κρίσης.

Ο φόβος ως διοικητική μέθοδος

Κατά την πανδημία, ο φόβος αξιοποιήθηκε ως εργαλείο πολιτικής. Η διαφωνία παρουσιαζόταν ως επικίνδυνη παρέκκλιση. Η κριτική ταυτιζόταν με ανευθυνότητα. Όποιος τολμούσε να αμφισβητήσει την κυρίαρχη αφήγηση αντιμετωπιζόταν ως απειλή για τη δημόσια υγεία. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η κυβέρνηση απέκτησε άδεια να εφαρμόσει μέτρα τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες θα συναντούσαν ισχυρή αντίδραση – όχι επειδή το κοινό ήταν αδιάφορο ή αδαές, αλλά επειδή βρίσκονταν όλοι σε καθεστώς επιβαλλόμενης ψυχολογικής πίεσης.

Σήμερα, στην υπόθεση του Προσωπικού Αριθμού, παρατηρείται η ίδια λογική, αν και με διαφορετικό αφήγημα. Στη θέση της «υγειονομικής απειλής» εμφανίζεται η απειλή της «διοικητικής απομόνωσης»: η υπόνοια ότι όποιος δεν συμμορφωθεί θα βρεθεί αποκλεισμένος από υπηρεσίες, διαδικασίες και δικαιώματα. Η πίεση δεν ασκείται πλέον μέσω εικόνων νοσοκομείων ή ημερήσιων κρουσμάτων, αλλά μέσω της προοπτικής να γίνει η καθημερινότητα του πολίτη δυσλειτουργική. Το μήνυμα μεταδίδεται με τρόπο έμμεσο αλλά ευδιάκριτο: «Αν δεν το κάνεις, θα δυσκολευτείς».

Αυτή η μέθοδος δεν αποτελεί στοιχείο μεταρρύθμισης αλλά μια ξεδιάντροπη τεχνική χειραγώγησης και όταν μια κυβέρνηση επιλέγει τέτοια τεχνική για να επιβάλει ένα μέτρο, τότε η δημοκρατική λειτουργία αρχίζει να φθείρεται.

Είναι συνηθισμένο να ακούγεται ότι οι πολίτες χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες: αυτούς που αντιστέκονται, αυτούς που προωθούν συστηματικά την κυβερνητική γραμμή, αυτούς που φοβούνται και προσαρμόζονται και εκείνους που απλώς δεν ενδιαφέρονται για τα κοινά. Αυτή η ταξινόμηση έχει μια επιφανειακή χρησιμότητα, αλλά δεν αποτυπώνει την ουσία.

Στην πραγματικότητα, η ελληνική κοινωνία δεν είναι διχασμένη λόγω ιδεολογιών· είναι κουρασμένη από τη διαρκή απαίτηση να συμμορφώνεται χωρίς να συμμετέχει. Έχει περάσει δεκαπέντε χρόνια κρίσεων –οικονομικών, θεσμικών, υγειονομικών, ενεργειακών– και νιώθει πως κάθε νέα πολιτική πρωτοβουλία απαιτεί από αυτήν υποχώρηση αντί βελτίωση.

Σε αυτό το περιβάλλον, όταν εμφανίζεται ένας νέος μηχανισμός που υποτίθεται ότι «διευκολύνει», το πρώτο ερώτημα που γεννιέται δεν αφορά την τεχνική του αποτελεσματικότητα, αλλά την πραγματική του στόχευση: διευκολύνει τη ζωή του πολίτη ή διευκολύνει το κράτος να παρακολουθεί κάθε κίνησή του;

Η μνήμη της κοινωνίας δεν σβήνει με εντολές

Η διαχείριση της πανδημίας δημιούργησε ένα προηγούμενο. Ένα προηγούμενο όπου οι πολιτικές υποχρεωτικότητας εφαρμόστηκαν όχι επειδή είχαν κερδίσει την κοινωνική αποδοχή, αλλά επειδή η κοινωνία είχε εξαντληθεί.

Ο μηχανισμός που λειτούργησε τότε επανέρχεται σήμερα με μια μικρή παραλλαγή: «θα γίνει ούτως ή άλλως, άρα μην αντιδράς». Αυτή η γραμμή, πέρα από το ότι είναι αντιδημοκρατική, είναι και βαθύτατα υποτιμητική για έναν λαό που έχει αποδείξει πως δεν στερείται κρίσης.

Η περίφημη φράση «τι τώρα, τι μετά» είναι περισσότερο ομολογία στρατηγικής παρά επιχείρημα. Δηλώνει ότι η διοίκηση θεωρεί αυτονόητη τη συμμόρφωση, και ότι ο πολίτης δεν έχει παρά να αποδεχτεί τους νέους κανόνες χωρίς περαιτέρω ερωτήσεις. Μόνο που η δημοκρατία δεν λειτουργεί με τετελεσμένα. Λειτουργεί με διαβούλευση, με επιχειρήματα και με διαρκή λογοδοσία.

Σε τέτοια περιβάλλοντα, όσοι επιλέγουν να αντισταθούν δαιμονοποιούνται εύκολα. Τότε χαρακτηρίζονταν «αρνητές». Σήμερα χαρακτηρίζονται «γραφικοί» ή «υπερβολικοί». Το μοτίβο είναι πάντα το ίδιο: αντί να συζητηθούν οι ενστάσεις, στοχοποιείται ο φορέας τους.

Όμως η αντίσταση σε πολιτικές που προωθούνται χωρίς ξεκάθαρη αιτιολόγηση δεν είναι ακρότητα· είναι αναγκαία συνθήκη δημοκρατικής υγείας. Οι πολίτες που προσφεύγουν στους θεσμούς, όπως έκανε η Πανελλήνια Ομάδα Επαγγελματιών Υγείας ή το κόμμα ΝΙΚΗ με την προσφυγή στο ΣτΕ, υπενθυμίζουν ότι ο δρόμος της αντίδρασης μπορεί να είναι θεσμικός και νομιμοποιημένος.

Το ουσιαστικό ερώτημα παραμένει: ο Προσωπικός Αριθμός προορίζεται να εξυπηρετεί τον πολίτη ή να εξυπηρετεί την κρατική επιτήρηση; Η κυβέρνηση αποφεύγει να απαντήσει ευθέως.

Αν επρόκειτο για απλή τεχνική διευκόλυνση, θα υπήρχαν σαφή όρια χρήσης, εγγυήσεις προστασίας δεδομένων, προβλέψεις για ανεξάρτητους ελέγχους, διαβούλευση με την κοινωνία και με τους φορείς. Αντιθέτως, προωθείται ως κάτι αυτονόητο, σχεδόν ως υποχρεωτική προσαρμογή σε μια νέα πραγματικότητα.

Η εμπειρία διδάσκει ότι κάθε φορά που το κράτος συνδυάζει τη συγκέντρωση πληροφοριών με τη ρητορική της «ευκολίας», η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του ελέγχου. Η ψηφιακή εποχή μπορεί να αποτελέσει εργαλείο εκδημοκρατισμού μόνον εφόσον σέβεται την αυτονομία του πολίτη. Όταν όμως μετατρέπει τον πολίτη σε ωμή πληροφορία, τότε δεν μιλάμε πλέον για εκσυγχρονισμό, αλλά για διοικητική εποπτεία.

Η κρίσιμη απόφαση ανήκει στον πολίτη

Το θέμα του Προσωπικού Αριθμού  είναι βαθύτατα πολιτικό. Αγγίζει το όριο ανάμεσα στον μετασχηματισμό και τον έλεγχο, ανάμεσα στη διευκόλυνση και στην επιβολή, ανάμεσα στη διοίκηση και στην επιτήρηση. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς διασφαλίζεται ότι η τεχνολογία θα παραμείνει στην υπηρεσία της κοινωνίας και όχι στην υπηρεσία της εξουσίας.

Μια δημοκρατία λειτουργεί μόνο όταν ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να πει «ναι» επειδή πείστηκε, και «όχι» επειδή το θεωρεί δικαίωμά του, χωρίς να απειλείται. Αν η κυβέρνηση θέλει πραγματικά να ενισχύσει την εμπιστοσύνη, οφείλει να εξηγήσει, όχι να υπαγορεύσει. Οφείλει να εγγυηθεί, όχι να υπονοήσει ότι η άρνηση ισοδυναμεί με τιμωρία.

Η ελευθερία δεν κωδικοποιείται

Ο Προσωπικός Αριθμός δεν είναι εκ φύσεως απειλή αλλά ο τρόπος που παρουσιάζεται και επιχειρείται να επιβληθεί δείχνει μια κατεύθυνση την οποία οι δημοκρατίες οφείλουν να αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη.

Η τεχνολογία μπορεί να ενδυναμώσει τον πολίτη περισσότερο από ποτέ, αλλά μπορεί εξίσου εύκολα να τον μετατρέψει σε διαρκώς επιτηρούμενο δεδομένο. Και τότε, η απώλεια της ελευθερίας θα με σιωπηρή αποδοχή.

Η ελευθερία δεν είναι παραχώρηση. Είναι άσκηση. Είναι το δικαίωμα να αντιστέκεσαι όταν κάτι δεν σε έχει πείσει, χωρίς να νιώθεις ότι απειλείται η καθημερινότητά σου. Ο πολίτης δεν είναι σειρά αριθμών σε μια βάση δεδομένων· είναι φορέας πολιτικής βούλησης. Και αυτή η βούληση πρέπει να παραμένει ελεύθερη, όχι επειδή είναι χρήσιμη στην κυβέρνηση, αλλά επειδή είναι απαραίτητη για τη δημοκρατία.

Όσοι επιμένουν να υπερασπίζονται αυτή την αρχή δεν αποτελούν μειονότητα ούτε περιθώριο. Είναι το ζωντανό ανάχωμα που εμποδίζει κάθε κοινωνία να διολισθήσει σε έναν ψηφιακό αυταρχισμό ο οποίος δεν θα επιβληθεί με τη βία, αλλά με την εξοικείωση. Και αυτό είναι πάντοτε πιο επικίνδυνο.

Με πληροφορίες από Νικόλαος Παντελιός

Exit mobile version