Ο όρος «Δημοκρατία» χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει το πολίτευμα πολλών σύγχρονων κρατών, μεταξύ αυτών και της Ελλάδας. Ωστόσο, η χρήση του προκαλεί συχνά σύγχυση, καθώς τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αρχαίας δημοκρατίας, όπως αναπτύχθηκαν κυρίως στην Αθήνα, διαφέρουν σημαντικά από τον κοινοβουλευτισμό που εφαρμόζεται σήμερα. Η αντίληψη ότι κοινοβουλευτισμός και δημοκρατία ταυτίζονται, βασίζεται σε μια εδραιωμένη αλλά λανθασμένη παραδοχή.
Στο σημερινό κοινοβουλευτικό σύστημα, ο λαός καλείται σε τακτά χρονικά διαστήματα να επιλέξει μέσω εκλογών τους αντιπροσώπους του, οι οποίοι στη συνέχεια ασκούν νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Οι πολίτες δεν συμμετέχουν άμεσα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ούτε έχουν τον τελικό λόγο για τα σημαντικά ζητήματα της πολιτείας. Ουσιαστικά, μεταβιβάζουν την εξουσία τους σε μια περιορισμένη ομάδα επαγγελματιών πολιτικών, οι οποίοι λειτουργούν με σχετική αυτονομία για όσο διαρκεί η θητεία τους. Παρότι το πολίτευμα αυτό ονομάζεται «αντιπροσωπευτική δημοκρατία», η εμπειρική πραγματικότητα δείχνει πως πολλές αποφάσεις που λαμβάνονται στα κοινοβούλια έρχονται σε αντίθεση με τη βούληση του εκλογικού σώματος.
Αντίθετα, η δημοκρατία όπως γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα, κυρίως στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., βασιζόταν στην άμεση συμμετοχή των πολιτών. Όλα τα κρίσιμα ζητήματα –νόμοι, εξωτερική πολιτική, οικονομία, στρατιωτικά θέματα– αποφασίζονταν από τη συνέλευση του λαού, την Εκκλησία του Δήμου. Οι δημόσιοι αξιωματούχοι δεν εκλέγονταν μέσω ψηφοφορίας αλλά διορίζονταν με κλήρωση, ως εγγύηση ισότητας και αποτροπής της συσσώρευσης εξουσίας σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή κοινωνικές ομάδες. Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, στα «Πολιτικά» του, διευκρινίζει πως η εκλογή με ψήφο είναι χαρακτηριστικό της ολιγαρχίας, ενώ η κλήρωση των αρχόντων είναι ίδιον της δημοκρατίας.
Στη Σπάρτη, παρότι το πολίτευμα είχε διαφορετική δομή, η συμμετοχή του λαού μέσω της Απέλλας (λαϊκής συνέλευσης) ήταν καθοριστική για τις σημαντικότερες αποφάσεις. Και στις δύο περιπτώσεις, εκείνο που αναδεικνύεται ως θεμελιώδες είναι ότι η εξουσία δεν ήταν συγκεντρωμένη σε λίγους ούτε ανατίθετο διαρκώς στους ίδιους· η βούληση του λαού είχε θεσμική και πρακτική ισχύ.
Η μετάβαση από την άμεση στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η οποία πραγματοποιήθηκε κυρίως στην Ευρώπη από τον 17ο αιώνα και έπειτα, συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη του κοινοβουλευτικού συστήματος. Ένα σύστημα που αρχικά καθιερώθηκε στην Αγγλία και επεκτάθηκε σταδιακά σε όλη την ήπειρο. Στόχος του δεν ήταν η ενίσχυση της άμεσης συμμετοχής του πολίτη, αλλά η σταθεροποίηση της εξουσίας μέσα από τη θεσμοθέτηση μιας εκλεγμένης ελίτ. Η ανάθεση της νομοθετικής εξουσίας σε κοινοβούλια είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση της κοινωνικής βάσης από τα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Αυτό που επικρίνεται σήμερα είναι η τάση του κοινοβουλευτισμού να λειτουργεί περισσότερο ως σύστημα πολιτικής διαμεσολάβησης και όχι ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Συχνά, οι πολιτικές ελίτ που αναδεικνύονται μέσω των εκλογών φαίνεται να συνδέονται με υπερεθνικά συμφέροντα, οικονομικά λόμπι ή ιδεολογικά δόγματα που δεν συμβαδίζουν με τη βούληση της πλειοψηφίας. Έτσι, παρατηρείται ένα χάσμα ανάμεσα στις προσδοκίες των πολιτών και τις αποφάσεις που τελικά λαμβάνονται, γεγονός που ενισχύει την κρίση εμπιστοσύνης προς τα θεσμικά όργανα.
Παράδειγμα αυτής της ασυμφωνίας προσφέρει και το πρόσφατο παρελθόν της Ελλάδας, όπου το δημοψήφισμα του 2015, αν και έδωσε σαφές μήνυμα απόρριψης συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, αγνοήθηκε από την κυβέρνηση. Αυτό το γεγονός ερμηνεύτηκε ως υπονόμευση της λαϊκής βούλησης και ενίσχυσε την αντίληψη ότι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι λειτουργούν ανεξάρτητα από τις δεσμεύσεις τους προς το εκλογικό σώμα.
Στον αντίποδα, η Ελβετία αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα κράτους όπου η άμεση δημοκρατία εφαρμόζεται θεσμικά. Οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να εκφράζονται με δημοψηφίσματα για σημαντικά ζητήματα, και η απόφασή τους είναι δεσμευτική. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ελβετικό Σύνταγμα εμπνέεται από τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, τις οποίες προώθησε και ο Ιωάννης Καποδίστριας κατά τη διάρκεια της θητείας του ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας.
Η ουσία του προβληματισμού εστιάζεται σε ένα θεμελιώδες ερώτημα: ποιος αποφασίζει τελικά; Ο ίδιος ο λαός ή μια πολιτική τάξη που αναλαμβάνει εξουσία στο όνομά του αλλά ενεργεί αυτόνομα; Η επιμονή στη διάκριση ανάμεσα στην πραγματική δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό δεν έχει μόνο φιλοσοφικό χαρακτήρα, αλλά συνδέεται άμεσα με την ουσία της πολιτικής συμμετοχής, της ελευθερίας και της ευθύνης στη δημόσια ζωή.
Πολλοί αναλυτές και πολίτες υποστηρίζουν σήμερα ότι η επιστροφή στις αρχές της άμεσης δημοκρατίας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αναζωογόνηση της πολιτικής ζωής και την ουσιαστική αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας. Η δυνατότητα των πολιτών να εκφράζονται άμεσα, να λαμβάνουν αποφάσεις για τα σημαντικά ζητήματα που τους αφορούν και να ελέγχουν πραγματικά την εξουσία, αποτελεί όχι απλώς ιστορική αναφορά, αλλά επίκαιρο αίτημα.
Αν σήμερα η Ελλάδα μας είχε πραγματική Δημοκρατία, δεν θα βλέπαμε αυτή την “βροχή” ανθελληνικών αποφάσεων, που τείνουν στη “βιολογική εξάλειψη” του έθνους μας και στην “υποταγή” του σε ξένα κέντρα αποφάσεων… Τρανό τελευταίο παράδειγμα ο προσωπικός αριθμός. Ενώ οι αντιδράσεις είναι μαζικές και πολύπλευρες, η ολιγαρχική κυβέρνηση προχωράει στην υποχρεωτική του λήψη.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση, το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες, ο Κοινοβουλευτισμός κατάφερε να δώσει την κυβέρνηση του Έθνους μας σε μια “διεθνιστική μειοψηφία ανθελλήνων”… Στην Ελλάδα δεν έχουμε Δημοκρατία αλλά… κομματοφεουδαρχική οικογενειοκρατία…
Η καθιέρωση θεσμών άμεσης συμμετοχής δεν είναι εύκολη διαδικασία, ούτε απαλλαγμένη από δυσκολίες. Ωστόσο, σε μία εποχή όπου η πολιτική απαξιώνεται και η κοινωνική αποξένωση εντείνεται, η συζήτηση για το περιεχόμενο και τη λειτουργία της δημοκρατίας αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η συνειδητοποίηση ότι ο κοινοβουλευτισμός δεν ισοδυναμεί με τη δημοκρατία μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για μία βαθύτερη πολιτική και θεσμική ανασυγκρότηση.