Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, πιστός στη στρατηγική της καταγγελίας χωρίς πράξη, ανακοίνωσε με στόμφο πως αν δεν του αρέσει ο τρόπος της ψηφοφορίας για την Προανακριτική σχετικά με το έγκλημα των Τεμπών, τότε… θα απέχει. Για ακόμη μια φορά, το κόμμα επιλέγει τη βολική αποχώρηση αντί για την πολιτική σύγκρουση, αποδεικνύοντας πως ο δρόμος της ευθύνης είναι μάλλον μονόδρομος… για τους άλλους.
Με την αγαπημένη του τακτική της καταγγελίας-σε-δόσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει ότι η ΝΔ επιχειρεί «σχέδιο συγκάλυψης», γιατί – φαντάσου – παραπέμπει τον Καραμανλή για πλημμέλημα. Και αντί να μείνει και να πολεμήσει για κάτι σοβαρότερο, απειλεί να φύγει. Όχι γιατί δεν έχει τα στοιχεία. Όχι γιατί δεν έχει φωνή. Αλλά γιατί η ψηφοφορία δεν γίνεται όπως θα ήθελε ο ίδιος. Δηλαδή… ανά πρόσωπο και αδίκημα. Λες και σε μια τόσο βαριά υπόθεση, η ουσία κρίνεται από το format της διαδικασίας.
Κατά τα λοιπά, ο ΣΥΡΙΖΑ υπενθυμίζει – με τη σεμνότητα που τον διακρίνει – ότι έχει καταθέσει «πλήρως τεκμηριωμένη πρόταση», η οποία (τι έκπληξη!) θεωρείται η μόνη σοβαρή. Αλλά αντί να τη στηρίξει με ψήφο και παρουσία μέχρι τέλους, ετοιμάζεται να διαδηλώσει εκτός Αιθούσης, προσφέροντας για πολλοστή φορά το πολύτιμο άλλοθι στην κυβέρνηση.
Η δήθεν «αδιαπραγμάτευτη» θέση του για έλεγχο όλων ανεξαιρέτως, μένει και πάλι στα λόγια. Γιατί όταν έρχεται η ώρα των πράξεων, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται στον μόνιμο παρατηρητή της ίδιας του της πολιτικής αφήγησης: φωνάζει για Δικαιοσύνη, αλλά αρνείται να σταθεί εκεί που αυτή κρίνεται – στην κάλπη.
Και βέβαια, η κορωνίδα της ανακοίνωσης είναι η διαμαρτυρία για την «κομματική» φύση της ψηφοφορίας. Διότι, βλέπεις, το κόμμα που έχει μετατρέψει τη Βουλή σε πεδίο διαρκούς κομματικής καταγγελίας, ξαφνικά ενοχλείται όταν δεν του προσφέρεται η σκηνή που είχε φανταστεί για τη δική του παράσταση.
Αντί λοιπόν να παλέψει, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει το συνήθη ρόλο του – του θεαματικά απώντα. Θα φωνάξει, θα καταγγείλει, θα αποχωρήσει. Και στο τέλος, θα αναρωτηθεί – με στόμφο και απορία – γιατί δεν τον παίρνουν πια στα σοβαρά.