14 Νοεμβρίου, 2025
Top Επικαιρότητα Πολιτική

Ο γυάλινος πύργος του Μαξίμου

Το διαχρονικό πρόβλημα κάθε εξουσίας, και ιδίως κάθε πρωθυπουργού, είναι το σύνδρομο του εγκλεισμού στον «γυάλινο πύργο» του Μεγάρου Μαξίμου. Μια απομόνωση που διαρρηγνύει σταδιακά την επαφή με την πραγματική κοινωνία και τα συναισθήματα των πολιτών. Ο εκάστοτε ηγέτης παύει να αφουγκράζεται το κοινό αίσθημα, καθώς η μοναδική πηγή πληροφόρησής του γίνεται φιλτραρισμένη, κατευθυνόμενη και συχνά παραπλανητική, αποτέλεσμα των συμφερόντων που εκπροσωπούν όσοι αναλαμβάνουν να τον ενημερώνουν και να διαμορφώνουν την εικόνα του για τη χώρα. Το τίμημα αυτής της αποκοπής είναι πάντα βαρύ και το πληρώνει αναπόφευκτα ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όταν έρθει η στιγμή της σύγκρουσης με την πραγματικότητα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με αυτό ακριβώς το φαινόμενο, πληρώνοντας με το ίδιο νόμισμα εκείνο που ο ίδιος επέβαλε στον Αλέξη Τσίπρα. Το 2019, με ευφυή πολιτική διαχείριση και στοχευμένη επικοινωνιακή τακτική, η Νέα Δημοκρατία πέτυχε τη συγκρότηση ενός ευρέος αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Η επιδίωξη ήταν απλή: να φύγει ο Τσίπρας. Γύρω από αυτό το σύνθημα ενώθηκαν ετερόκλητες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, ψηφοφόροι διαφορετικών προελεύσεων που, παρά τις επιμέρους διαφωνίες τους με τη Νέα Δημοκρατία, θεώρησαν ότι μόνο ο Μητσοτάκης μπορούσε να ανατρέψει την τότε κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν γνωστό εκ των προτέρων: ο Τσίπρας έχασε, αν και διατήρησε υψηλό ποσοστό, ενώ ο Μητσοτάκης κέρδισε με καθαρή αυτοδυναμία. Ο πρώην πρωθυπουργός, όμως, δεν κατάλαβε ποτέ το μήνυμα εκείνων των πολιτών που του έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία για να αλλάξει το κόμμα του· παρέμεινε εγκλωβισμένος σε μια αυτάρεσκη ανάγνωση των γεγονότων και οδηγήθηκε στη συντριβή του 2023.

Σήμερα, η πολιτική σκηνή μοιάζει σαν καθρέφτης αναστροφής του 2019. Οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Ο Μητσοτάκης βιώνει το 2019 από την ανάποδη πλευρά, καθώς η αλαζονεία με την οποία διαχειρίστηκε τις εξελίξεις, η απόσταση από την κοινωνία και η αυταρέσκεια του περιβάλλοντός του, διαμόρφωσαν ένα ευρύ αντιμητσοτακικό μέτωπο. Το σύνθημα «να φύγει ο Μητσοτάκης και βλέπουμε» κυριαρχεί πλέον στη δημόσια ατμόσφαιρα, καθιστώντας τη Νέα Δημοκρατία, παρότι παραμένει πρώτη δύναμη, μειοψηφικό κόμμα στην ουσία της. Ενώ ο Τσίπρας παρέμενε εγκλωβισμένος στα ερείπια του ΣΥΡΙΖΑ και ο Νίκος Ανδρουλάκης πίστεψε ότι κατέστη αξιωματική αντιπολίτευση χωρίς να έχει εξασφαλίσει τη λαϊκή εντολή, το Μαξίμου ένιωθε ασφαλές. Είχε απέναντί του μόνο την κοινωνική δυσφορία, όχι όμως ένα οργανωμένο πολιτικό μέτωπο.

Η εικόνα αυτή αλλάζει ραγδαία. Ο χρόνος μετρά πλέον αντίστροφα και το αντιμητσοτακικό σύνδρομο αρχίζει να παίρνει τη μορφή συντονισμού και πιθανής συνεργασίας διαφορετικών κομματικών δυνάμεων, με κοινό παρονομαστή την απομάκρυνση της σημερινής κυβέρνησης. Η αίσθηση αυτή προκαλεί έντονο πανικό στο εσωτερικό του Μαξίμου, ιδίως καθώς οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι η Νέα Δημοκρατία δεν ξεκολλά από τα ποσοστά των ευρωεκλογών, στο καλύτερο σενάριο. Η ψυχολογία της φθοράς έχει εγκατασταθεί για τα καλά και τα μαχαιρώματα διαδέχονται το ένα το άλλο.

Χαρακτηριστικό δείγμα της εσωτερικής αναταραχής είναι οι διαρροές σχετικά με τον ορισμό του Παναγιώτη Λεμπέση ως αναπληρωτή γραμματέα της ΝΔ, που φανερώνουν τις υποβόσκουσες συγκρούσεις ανάμεσα σε ισχυρά κέντρα, όπως εκείνα που συνδέονται με τον Μαρινάκη και τον Χατζηδάκη. Η ατμόσφαιρα στο Μαξίμου είναι πλέον βαριά, καθώς ακόμη και οι στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού βρίσκονται σε διαρκή καχυποψία μεταξύ τους. Η αντιπαλότητα για την πολιτική επιβίωση στις επερχόμενες εκλογές έχει φτάσει σε οξύ σημείο: ποιος θα εκλεγεί, ποιος θα χαθεί, ποιος θα μείνει εκτός Βουλής. Σχεδόν σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες επικρατεί παρόμοιο κλίμα, με βουλευτές, υπουργούς και κομματικά στελέχη να συνειδητοποιούν τι τους περιμένει σε μια εκλογική αναμέτρηση με τη ΝΔ να κινείται μεταξύ 28% και 30%.

Η πραγματικότητα είναι ότι με αυτά τα ποσοστά, σχεδόν η μισή κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας χάνει τη θέση της. Η ανασφάλεια και ο φόβος προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις: οι βουλευτές κοιτούν τους υπουργούς με καχυποψία, οι υπουργοί αποστασιοποιούνται από το Μαξίμου, ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός δείχνει εγκλωβισμένος σε ένα περιβάλλον που θυμίζει πεδίο μάχης. Οι «δελφίνοι» της επόμενης ημέρας έχουν ήδη αρχίσει να συγκρούονται, οι συμμαχίες διαλύονται και η εμπιστοσύνη εξαφανίζεται. Ο Μητσοτάκης, επιμένοντας στη ρητορική του «θα πάω μέχρι τέλους», προσπαθεί να επιβάλει πειθαρχία και να αποτρέψει τη διάλυση του εσωτερικού μετώπου, απειλώντας ότι θα πάρει «κεφάλια». Ωστόσο, όσο κι αν το δηλώνει με βεβαιότητα, το κλίμα δείχνει πως η σταθερότητα έχει χαθεί.

Οι περισσότεροι στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας δεν αποκλείουν πλέον το ενδεχόμενο ο ίδιος ο πρωθυπουργός να υιοθετήσει, εφόσον δεν υπάρξει ανάκαμψη μετά τις γιορτές, το «μοντέλο Σημίτη»: να παραδώσει την ηγεσία, διασφαλίζοντας προσωπική του έξοδο σε θέση κύρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και να αφήσει τον διάδοχό του να διαχειριστεί τη δύσκολη εκλογική μάχη. Ένα τέτοιο σενάριο δεν θα ήταν πρωτόγνωρο· κάπως έτσι είχε οδηγηθεί και ο Γιώργος Παπανδρέου στην ήττα του 2004, αναλαμβάνοντας ένα κόμμα ήδη φθαρμένο και έτοιμο για συντριβή.

Η ιστορία, τελικά, μοιάζει να επαναλαμβάνεται με εντυπωσιακή συμμετρία. Ο γυάλινος πύργος του Μαξίμου, που απομονώνει τον πρωθυπουργό από την κοινωνία, γίνεται πάντα το σύμβολο της πτώσης του. Και όσο η κοινωνία συγκροτεί εκ νέου ένα κύμα αγανάκτησης και απόρριψης, τόσο η εξουσία εγκλωβίζεται μέσα στα ίδια της τα τείχη, ανίκανη να δει πέρα από τους καθρέφτες της αυταπάτης της.