Στις 14 Μαΐου 2025, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε τον διορισμό του πρώην Ευρωπαίου Επιτρόπου Γιοχάνες Χαν στη θέση του ειδικού απεσταλμένου για την επίλυση του Κυπριακού. Η επιλογή αυτή, αν και τυπικά ενταγμένη στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας και σταθεροποίησης των συνόρων της Ένωσης, αναζωπύρωσε παλιές πληγές και έφερε στο προσκήνιο γνωστά ερωτήματα: μπορεί η Ευρώπη, όπως την έχουμε ζήσει, να λειτουργήσει ως ουδέτερος διαμεσολαβητής για δίκαιες λύσεις σε εθνικά και πολιτιστικά ζητήματα;
Ο Αυστριακός αξιωματούχος συνδέθηκε άρρηκτα με τη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία επαίνεσε και προώθησε, και η οποία μέχρι σήμερα διχάζει την ελληνική κοινωνία. Η συμφωνία για το όνομα της πΓΔΜ σε «Βόρεια Μακεδονία», επικυρώθηκε με τις θερμές ευχαριστίες των Ευρωπαίων εταίρων – και με την υπόσχεση μιας ειρηνικής Βαλκανικής και μιας «νέας εποχής συνεργασίας». Σήμερα, όμως, πολλοί θεωρούν πως αντί για εθνική δικαίωση, υπήρξε διπλωματική υποχώρηση.
Αντίστοιχη ανησυχία προκαλεί η εμπλοκή του κ. Χαν στο Κυπριακό. Ένας αξιωματούχος που έχει ταυτιστεί με την αντίληψη ότι τα «σύνορα είναι διαπραγματεύσιμα» και πως «οι κοινωνίες πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία» για να υπάρξει πρόοδος, προκαλεί ερωτήματα για το είδος της λύσης που θα επιδιώξει. Ο κίνδυνος για μια ακόμη «ρεαλιστική» συμφωνία που εξισώνει τον κατακτητή με το θύμα, υπό το πρόσχημα της «κυριαρχικής ισότητας», δεν είναι αμελητέος.
Η ανάμνηση των Ιμίων, της αδυναμίας άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, η τουρκική προκλητικότητα στην κυπριακή ΑΟΖ και τα Βαρώσια, η πλήρης αγνόηση διεθνών ψηφισμάτων από την Άγκυρα – όλα συνθέτουν ένα σκηνικό που απέχει πολύ από τις «ιδανικές συνθήκες» επίλυσης. Αντ’ αυτού, η Ευρώπη φαίνεται να αντιμετωπίζει την Τουρκία ως αναγκαίο εταίρο και εν δυνάμει ειρηνοποιό στη διεθνή σκακιέρα, από την Ουκρανία έως τη Μέση Ανατολή.
Η θέση της Ελλάδας και της Κύπρου, δύο χωρών-μελών της Ε.Ε., φαίνεται να εξασθενεί μέσα σε ένα πλαίσιο επιλεκτικής ευαισθησίας. Από τις γεωτρήσεις στην κυπριακή υφαλοκρηπίδα έως τις μεταναστευτικές ροές στον Έβρο, οι διαμαρτυρίες των Αθηνών και της Λευκωσίας αντιμετωπίζονται περισσότερο ως «ενοχλητικές λεπτομέρειες» παρά ως σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου.
Την ίδια στιγμή, πολιτικές και πνευματικές παρακαταθήκες της ελληνικής ταυτότητας φαίνεται να αποδομούνται: από τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, έως την τουριστική αξιοποίηση της Μονής Σινά, η ελληνορθόδοξη κληρονομιά αντιμετωπίζεται είτε ως «μουσειακό είδος» είτε ως εμπόδιο για την ανάπτυξη. Η συστηματική απομείωση της ιστορικής συνέχειας και της πολιτιστικής ταυτότητας δημιουργεί εύλογους φόβους για «αναδιάρθρωση» όχι μόνο συνόρων, αλλά και συνειδήσεων.
Όλα τα παραπάνω θέτουν ένα κρίσιμο ερώτημα: πού τελειώνει η ευρωπαϊκή συνεργασία και πού αρχίζει η απώλεια της εθνικής αυτοδιάθεσης;
Οι πολιτικοί ηγέτες του παρελθόντος προέβαλαν τη «γεωπολιτική εικόνα» και την επιχειρηματική ανάπτυξη ως αντίβαρο στις εθνικές παραχωρήσεις. Σήμερα, όμως, το κόστος αυτών των επιλογών γίνεται όλο και πιο αισθητό – είτε στο Αιγαίο, είτε στην Κύπρο, είτε στη Μακεδονία.
Ο διορισμός του Γιοχάνες Χαν αναδεικνύει, εκ νέου, την ανάγκη μιας εξωτερικής πολιτικής που να βασίζεται όχι μόνο σε οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα, αλλά και σε αξίες: τη δικαιοσύνη, την ιστορική μνήμη και την κυριαρχία των λαών. Γιατί μια Ευρώπη που αγνοεί τη φωνή των λαών της, παύει να είναι Ένωση και γίνεται μηχανισμός επιβολής.