18 Ιουλίου, 2025
Πολιτική

Ντόρα Μπακογιάννη: Η πιο «αντιδημοφιλής» πολιτικός της χώρας συνεχίζει ατάραχη το έργο της

Η σχέση της Ντόρας Μπακογιάννη με τη δημόσια σφαίρα θυμίζει εκείνη του μονίμως αποδοκιμαζόμενου ομιλητή, που κατεβαίνει από το βήμα υπό αποδοκιμασίες, μόνο και μόνο για να ανέβει ξανά – πιο βέβαιος από ποτέ για την ορθότητα των λεγομένων του. Παρά τον καταιγισμό αρνητικών σχολίων που δέχεται σχεδόν σε κάθε δημόσια τοποθέτησή της, ειδικά μέσω των κοινωνικών δικτύων, η πρώην υπουργός συνεχίζει ατάραχη. Σχεδόν απολαμβάνει τον ρόλο της πολιτικής περσόνας που προκαλεί, ερεθίζει και διχάζει – σε μια εποχή που ακόμη και η πρόκληση έχει χάσει τη σημασία της.

Η εικόνα είναι σταθερά επαναλαμβανόμενη: κάτω από τις αναρτήσεις της σε μέσα όπως το Χ (Twitter), ξεδιπλώνεται ένας καταρράκτης επικριτικών, σαρκαστικών και υβριστικών σχολίων. Δεν πρόκειται για αποσπασματικές περιπτώσεις, αλλά για ένα διαρκές φαινόμενο που συνοδεύει κάθε της λέξη. Σπάνια πολιτικός δέχεται τόσο μαζική –και σχεδόν καθολική– απόρριψη από τον ψηφιακό κόσμο. Κι όμως, η κυρία Μπακογιάννη συνεχίζει να μιλά. Και να μιλά για θέματα που έχουν τη δύναμη να ανάβουν φωτιές.

Πρόσφατη αφορμή, οι δηλώσεις της περί «ωφελειών» της μετανάστευσης, τις οποίες παρουσίασε σχεδόν με εμπορικό ενθουσιασμό. Εξήγησε πως οι μουσουλμάνοι μετανάστες μπορούν να «μπολιάσουν» τα χωριά της ελληνικής περιφέρειας, λύνοντας το δημογραφικό και –κυρίως– ενισχύοντας τα εισοδήματα των κατοίκων με κρατικά ενοίκια μέσω της Ύπατης Αρμοστείας. Το σχέδιο, όπως περιγράφεται, θυμίζει περισσότερο επενδυτική πρόταση με κρατική επιδότηση, παρά εθνική πολιτική για την κοινωνική συνοχή.

Αν οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν σοκ, η επαναλαμβανόμενη στάση της δεν αφήνει πολλά περιθώρια παρερμηνειών. Για μία ακόμα φορά, η Ντόρα Μπακογιάννη δεν δίστασε να υποστηρίξει δημόσια κάτι που η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών θεωρεί πολιτικά επικίνδυνο, πολιτισμικά ασύμβατο και δημογραφικά προβληματικό. Και το έκανε όχι ως ιδιώτης, αλλά ως πρώην κορυφαίο στέλεχος της κυβέρνησης, με οικογενειακή παράδοση στο πολιτικό προσωπικό της χώρας.

Αυτό το πολιτικό θάρρος –ή πολιτική αδιαφορία για την κοινή γνώμη– συνοδεύεται από μία αξιοπερίεργη ανοσία στον πολιτικό εξευτελισμό. Ενώ άλλοι πολιτικοί μπλοκάρουν, σβήνουν και εξαφανίζονται από το διαδίκτυο μόλις δεχθούν τις πρώτες ψυχρολουσίες, η κυρία Μπακογιάννη αφήνει τα σχόλια ανοιχτά, σαν να τρέφεται από την αποδοκιμασία. Ίσως γιατί η δυσφορία δεν απειλεί πραγματικά την εκλογική της επιβίωση. Το αντίθετο: ενισχύει τη θέση της στην –παραδοσιακά σκληρή– εκλογική της πελατεία.

Εδώ βρίσκεται και το πολιτικό παράδοξο. Η ίδια γνωρίζει ότι δε θα συγκινήσει την πλειοψηφία. Ότι δε θα εμπνεύσει λαϊκό ρεύμα. Ότι το κοινό της δεν είναι ο πολίτης που ανησυχεί για το αύριο, αλλά ο ψηφοφόρος που ευεργετήθηκε ήδη από το χθες. Οι λίγοι, αλλά σταθεροί –οι οποίοι ανταποδίδουν την «πολιτική φροντίδα» με ψήφο. Στην Κρήτη, στην Αθήνα, όπου κι αν κατέβει, το δίκτυο λειτουργεί.

Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η χαοτική απόσταση ανάμεσα στην ψηφιακή απόρριψη και την εκλογική αντοχή; Χαρακτηριστική είναι η απήχηση των δημόσιων εμφανίσεών της: ενώ άλλοι πολιτικοί από όλο το φάσμα συγκεντρώνουν χιλιάδες προβολές και θετικά σχόλια, οι συνεντεύξεις της Μπακογιάννη αργούν να φτάσουν τις ίδιες θεάσεις. Σε μια χώρα όπου η τηλεοπτική και διαδικτυακή εικόνα σχεδόν υπαγορεύει την πολιτική επιβίωση, εκείνη μοιάζει να λειτουργεί με αναλογικά κριτήρια. Ούτε views, ούτε likes, ούτε κοινοποιήσεις. Μόνο παγιωμένο εκλογικό ακροατήριο.

Το περιεχόμενο αυτών των συνεντεύξεων, ωστόσο, είναι κάθε άλλο παρά αδιάφορο. Δηλώσεις για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου, για τουρκική αδυναμία, για αμερικανική νίκη μέσω… Κυριάκου Μητσοτάκη στο Κογκρέσο, προκαλούν τουλάχιστον αμηχανία. Πρόκειται για απόψεις που αψηφούν τη γεωπολιτική πραγματικότητα και συνιστούν μια σχεδόν προπαγανδιστική ανακατασκευή της διεθνούς κατάστασης, την ώρα που η Τουρκία ενισχύει το ρόλο της ως περιφερειακή δύναμη και το ΝΑΤΟ επανεξετάζει τους σχεδιασμούς του για την Ανατολική Μεσόγειο.

Η πολιτική ανάγνωση των δηλώσεων αυτών γεννά ερωτήματα: είναι αφέλεια; Είναι ιδεολογική προσήλωση; Είναι εσκεμμένη επικοινωνιακή στρατηγική; Ό,τι κι αν ισχύει, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: μια διαρκής πρόκληση προς την κοινή λογική, μια συνεχής τριβή με την κοινωνική πλειοψηφία.

Η περίπτωση Μπακογιάννη δεν είναι μεμονωμένη. Αλλά είναι αποκαλυπτική. Δείχνει πώς ένας πολιτικός μπορεί να επιβιώνει σε ένα μοντέλο που ανταμείβει την παλαιότητα και όχι τη λαϊκή αποδοχή. Πώς η κοινοβουλευτική δημοκρατία μετατρέπεται σε καθεστώς αναπαραγωγής προσωπικών δικτύων εξουσίας, ανεξαρτήτως κοινωνικού κλίματος. Πώς το πολιτικό κόστος εξαργυρώνεται όχι στις κάλπες, αλλά στον δημόσιο εξευτελισμό, που όμως δεν παράγει αλλαγή.

Διερωτάται, επομένως, κανείς αν αυτές οι κραυγαλέες… αστοχίες οφείλονται σε πλήρη έλλειψη διορατικότητας, ανεπίτρεπτη για πρώην υπουργό Εξωτερικών, ή σε συνειδητή προσπάθεια εξωραϊσμού της πραγματικότητας που οδηγεί σε επικίνδυνη παραπλάνηση της ελληνικής κοινής γνώμης.

Όπως και να έχει το πράγμα, η κυρία Μπακογιάννη είναι μακράν η πιο αντιδημοφιλής πολιτικός της σημερινής κυβερνητικής παράταξης, που συναγωνίζεται σε haters μόνο τον Άδωνι. Και οι δυο τους βέβαια θα επανεκλεγούν με άνεση, γεγονός που πρέπει κάποια στιγμή να μας απασχολήσει ως προς τη λειτουργία του ελληνικού μοντέλου κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που αποδίδει -υποτίθεται- προτεραιότητα στη βούληση της πλειοψηφίας.