Εβδομήντα έξι χρόνια μετά τη συγγραφή του, κυκλοφορεί για πρώτη φορά το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Ανήφορος», από τις εκδόσεις Διόπτρα που ανέλαβαν τη διαχείριση του έργου του μεγάλου συγγραφέα, παίρνοντας τη σκυτάλη από τις εκδόσεις Καζαντζάκη.
Το μυθιστόρημα, που θα συναντηθεί απευθείας με μία νέα γενιά αναγνωστών, θα βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων σήμερα 26 Οκτωβρίου 2022, ανήμερα της επετείου θανάτου του συγγραφέα.
Πότε γράφτηκε το βιβλίο
Το βιβλίο γράφτηκε το 1946 στην Αγγλία (ακριβώς μετά τη συγγραφή και έκδοση του έργου Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά), την οποία ο συγγραφέας είχε επισκεφθεί μετά την τιμητική πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου, αλλά και με την ενδιαφέρουσα πρόταση να μιλήσει σε μια σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών στο BBC, όπως αναφέρουν στον πρόλογο της έκδοσης, ο Νίκος Μαθιουδάκης και η Παρασκευή Βασιλειάδη.
Στις 2 Ιουνίου του 1946 ο Νίκος Καζαντζάκης αναχωρεί με καράβι για την Αγγλία. Κύριος σκοπός του ταξιδιού είναι να επισκεφθεί τις πιο σημαίνουσες προσωπικότητες των Γραμμάτων και της Τέχνης, προκειμένου να συζητήσει μαζί τους τα μεταπολεμικά προβλήματα του πολιτισμού.
Στις 30 Ιουλίου του ίδιου χρόνου εγκαθίσταται στο Κέιμπριτζ, σ’ ένα δωμάτιο που του ενοικίασε το Βρετανικό Συμβούλιο (Castle Bray, Chesterton Lane), και αρχίζει να γράφει ένα μυθιστόρημα. Στην αγγλική επαρχία μένει μέχρι και τις 19 Σεπτεμβρίου. Στο μυθιστόρημα που έγραψε εκεί θα δώσει το όνομα ”Ο Ανήφορος”, χωρίζοντάς το σε τρία μέρη: Κρήτη – Αγγλία – Μοναξιά.
Όπως σημειώνει και ο Παντελής Πρεβελάκης, ένα κεφάλαιο του καζαντζακικού πεζογραφήματος δημοσιεύεται από τον ίδιο τον συγγραφέα στη Νέα Εστία στις 15 Μαρτίου 1947, ωστόσο το σύνολο του μυθιστορήματος μένει αδημοσίευτο, πιθανότατα γιατί αρκετές σελίδες του πέρασαν στον κατοπινό Καπετάν Μιχάλη.
Κατά το χρονικό διάστημα αυτό ο Νίκος Καζαντζάκης καταβάλλει έντονες προσπάθειες, προκειμένου να προσελκύσει την προσοχή της Σουηδικής Ακαδημίας στην υποψηφιότητά του για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, υποστηρίζοντας όμως επιτακτικά τη συνυποψηφιότητά του με τον στενό του φίλο Άγγελο Σικελιανό.
Τον Σεπτέμβριο του 1946, από τις σελίδες του περιοδικού Life and Letters, απευθύνει έκκληση στους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου να ιδρύσουν μια «Διεθνή του Πνεύματος», δημοσιεύοντας ένα σύντομο ερωτηματολόγιο με επτά ερωτήσεις σχετικά με τις ανησυχίες που τον απασχολούσαν για τον κόσμο και την κρίσιμη ιστορική στιγμή που βρισκόταν, σε σχέση με την Τέχνη και τα Γράμματα, με κορωνίδα την ανίχνευση του πρωταρχικού χρέους των διανοουμένων και των καλλιτεχνών προς την ειρηνική συνεργασία των λαών.
Το κείμενο που κυκλοφόρησε στο αγγλικό λογοτεχνικό περιοδικό αποτελεί ουσιαστικά την κατακλείδα των συζητήσεων που είχε με τους Άγγλους διανοούμενους. Σημειωτέον πως ο Νίκος Καζαντζάκης στην έκκλησή του προς τους ανθρώπους της Τέχνης και των Γραμμάτων προβάλλει την αγωνία του για τις συνέπειες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και τον φόβο του για την τύχη του πολιτισμού ύστερα από την κόλαση στη Χιροσίμα.
Οι ανησυχίες, οι αγωνίες και οι φόβοι του αποτέλεσαν τη μαγιά της συγγραφής του μυθιστορήματος Ο Ανήφορος, που έμελλε να μείνει στο συρτάρι περίπου για εβδομήντα πέντε χρόνια.
Ο χαρακτήρας του Ανήφορου
Έργο σημαντικό για την εποχή του, καθώς ο Κρητικός συγγραφέας επιχειρεί να αποτυπώσει τη μεταπολεμική εποχή της Ελλάδας και της Ευρώπης, δίνοντας έμφαση στο ζήτημα της ενσυναίσθησης και του αναστοχασμού του παρελθόντος, «Ο Ανήφορος» είναι ένα μυθιστόρημα με αντιπολεμικό χαρακτήρα. Η δράση του εκτυλίσσεται αμέσως μετά τον πόλεμο, σε Κρήτη και Αγγλία.
Ο Κοσμάς, έπειτα από απουσία είκοσι χρόνων και την ενεργή συμμετοχή του στον πόλεμο, επιστρέφει στην πατρίδα του, το Μεγάλο Κάστρο, μαζί με την Εβραία γυναίκα του, τη Νοεμή, η οποία κουβαλάει την πανανθρώπινη μνήμη του Ολοκαυτώματος, και μαζί της την ερώτηση για την αξία της ζωής. Έχουν περάσει μόλις μερικές μέρες από τον θάνατο του πατέρα του κι η Κρήτη μετράει τις πληγές της αναβιώνοντας προσωπικές ιστορίες θάρρους και πόνου.
Το χειρόγραφο του μυθιστορήματος φυλασσόταν στο Μουσείο Καζαντζάκη, στην ιδιαίτερη πατρίδα τους συγγραφέα, τους Βαρβάρους (σημερινή Μυρτιά).
Το χειρόγραφο του μυθιστορήματος φυλασσόταν στο Μουσείο Καζαντζάκη, στην ιδιαίτερη πατρίδα τους συγγραφέα, τους Βαρβάρους (σημερινή Μυρτιά).
Ακολουθεί απόσπασμα:
«Δε με νοιάζει ο θάνατος», συλλογίζουνταν, «με νοιάζει η φθορά, αυτή εξευτελίζει τον άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω…» Είχε γεράσει η πολιτεία της παιδικής του ηλικίας και της νιότης, θρύβουνταν κι αυτή, άρχιζε να γίνεται κουρνιαχτός και να σκορπίζεται στον άνεμο. Μπορούσε άλλη πολιτεία να χτιστεί αποπάνω της μα δε θα ’ταν η δική του, θα ξαναγέμιζαν πάλι οι δρόμοι με νέους μα δε θα ’ταν η δική του νιότη… «Αγαπημένο Κάστρο», μουρμούριζε κοιτάζοντάς το με τρυφερότητα, «γεράσαμε…».
Ποιος ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε το 1883, στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη που μαχόταν για την ελευθερία. Ο πατέρας του, θέλοντας να εμφυσήσει στο γιο του την αξία της ελευθερίας, στις άγριες σφαγές που έγιναν στην Κρήτη το 1889 τον πήγε στην Πλατεία με τα λιοντάρια και τον έβαλε να προσκυνήσει τα παγωμένα πόδια των κρεμασμένων στον πλάτανο από τους Τούρκους.
«Όταν άρχισα να γράφω τον «Καπετάν Μιχάλη», ο κρυφός σκοπός μου ήταν τούτος: να σώσω ντύνοντάς το με λέξες, τ’ όραμα του κόσμου, όπως το δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Kι όταν
λέω τ’ όραμα του κόσμου, θέλω να πω, τ’ όραμα της Κρήτης […] τα παιδιά της Κρήτης ανάπνεαν έναν αέρα τραγικό στα ηρωικά και μαρτυρικά χρόνια του Καπετάν Μιχάλη, όταν οι Τούρκοι
πατούσαν ακόμα τα χώματά μας και συνάμα άρχισαν ν’ ακούγουνται να ζυγώνουν τα αιματωμένα φτερά της Ελευτερίας» αναφέρει ο συγγραφέας στον Πρόλογο του έργου ”Καπετάν-Μιχάλης”.
Αυτό το σοκαριστικό βίωμα έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη του Καζαντζάκη, που στην μετέπειτα πορεία του τροφοδότησε το έργο του με τις αξίες της εσωτερικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, την κοινωνική δικαιοσύνη και την τόλμη.
Η αντίληψή του για τον κόσμο
Στην «Αναφορά στον Γκρέκο» δίνει μια επιγραμματική σύνοψη της αντίληψής του για τον κόσμο και τη ζωή:
«Η ζωή μου η προσωπική, για μένα μονάχα έχει κάποια, πολύ σχετική αξία, για κανέναν άλλον η μόνη αξία που της αναγνωρίζω, είναι ετούτη: ο αγώνας της ν’ ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φτάσει όσο πιο υψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμη της και το πείσμα –στην κορυφή, που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά […] Θα βρεις λοιπόν αναγνώστη, στις σελίδες ετούτες την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου, που σημαδεύει την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες. Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό και ανεβαίνει το Γολγοθά του. Τέσσερα στάθηκαν τ’ αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου, και το καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας. Αυτή την αιματηρή πορεία μου…μάχομαι στο οδοιπορικό μου ετούτο να σημαδέψω… Αλάκερη η ψυχή μου μια κραυγή κι όλο μου το έργο, το σχόλιο στην Κραυγή αυτή».
Οι σπουδές
Ο πατέρας του τον προόριζε για δικηγόρο και όχι για συγγραφέα ή δημοσιογράφο. Έτσι το 1906 πήρε με άριστα το πτυχίο του από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο έφερε και την υπογραφή τού Κωστή Παλαμά ως Γενικού Γραμματέως τού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1907 κάνοντας μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία έρχεται σε επαφή με τον καθηγητή Ερρίκο Μπερξόν, ο οποίος τον επηρέασε βαθύτατα στη διαμόρφωση της δικής του φιλοσοφίας.
Το έργο του
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1906 γράφοντας δοκίμια, ωστόσο στην μετέπειτα πορεία του ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου, ποίηση όπως η Οδύσσεια, μυθιστορήματα όπως «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» θεατρικά έργα και τραγωδίες όπως «Προμηθέας Πυρφόρος», φιλοσοφία όπως «Ασκητική» και «Συμπόσιον», μεταφράσεις όπως ”Η Θεία Κωμωδία» τού Δάντη”, έγραψε ταξιδιωτικά έργα και διασκεύασε μεγάλο αριθμό παιδικών βιβλίων. Έτσι άφησε πίσω του πλούσιο και σημαντικό έργο που συνέβαλε στην αναγνώρισή του διεθνώς.
Ανάμιξη με τη πολιτική
Αναμείχθηκε και στα κοινά, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον διόρισε Γεν.Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως και τον έστειλε στον Κάυκασο το 1919, προκειμένου να συνδράμει στον επαναπατρισμό των εκεί Ελλήνων Ποντίων, που υπέφεραν μετά την επικράτηση του κομμουνισμού από το 1917 στη Ρωσία.
Τότε μετέφερε, μέσα σε τεράστιες δυσκολίες, 150.000 Έλληνες και τους εγκατέστησε στη Μακεδονία και στη Θράκη. Μαζί του πήρε και τον Γιώργη Ζορμπά, τον μυθιστορηματικό «Αλέξη Ζορμπά».
«Κατάλαβα πως ο Ζορμπάς ετούτος είναι ο άνθρωπος που τόσον καιρό τον ζητούσα και δεν τον έβρισκα· μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή, που ακόμα δεν αφαλοκόπηκε από τη μάνα της, τη Γης. Τί θα πει τέχνη, έρωτας της ομορφιάς, αγνότητα, πάθος – ο εργάτης ετούτος μου το ξεδιάλυνε με τα πιο απλά ανθρώπινα λόγια» όπως αναφέρει στο έργο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».
Οι γάμοι του και τα ταξίδια
Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε πολύ στη ζωή του: Νάξος, Αθήνα, Παρίσι, Άγιον Όρος, Καύκασος, Βιέννη, Βερολίνο, Ιταλία, Παλαιστίνη, Ιαπωνία, Ισπανία, Τσεχοσλοβακία, Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία, Γιουγκοσλαβία και αλλού. Με την Κύπρο συνδέθηκε πολύ και τάχθηκε σταθερά υπέρ των αγώνων της για ελευθερία.
Το 1922 επισκέφτηκε τη Βιέννη, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Σίγκμουντ Φρόυντ και τις βουδιστικές γραφές. Επισκέφτηκε ακόμη τη Γερμανία, ενώ το 1924 έμεινε για τρεις μήνες στην Ιταλία. Την περίοδο 1923–1926 πραγματοποίησε επίσης αρκετά δημοσιογραφικά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, την Παλαιστίνη, την Κύπρο και την Ισπανία, όπου του παραχώρησε συνέντευξη ο δικτάτορας Πρίμο ντε Ριβέρα.
Τον Οκτώβριο του 1926 πήγε στη Ρώμη και πήρε συνέντευξη από τον Μπενίτο Μουσολίνι.
Επίσης, εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων Ακρόπολις, Ελεύθερος Λόγος, Ελεύθερος Τύπος, Η Καθημερινή κ.ά.
Είχε γνωριστεί με την Ελένη Σαμίου, το 1924 (το διαζύγιο με την Γαλάτεια εκδόθηκε το 1926), με την οποία έζησε 21 χρόνια χωρίς γάμο. Παντρεύτηκαν το 1945 κι αυτό γιατί με τον καλό του φίλο, τον Άγγελο Σικελιανό και τη δεύτερη γυναίκα του, θα πήγαιναν στις ΗΠΑ.
Το 1925 ο Καζαντζάκης συνελήφθη στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά κρατήθηκε μόνο για είκοσι τέσσερις ώρες, επειδή από το 1924 είχε αναλάβει την πνευματική ηγεσία μιας κομμουνιστικής οργάνωσης δυσαρεστημένων προσφύγων και παλαιμάχων από τη Μικρασιατική εκστρατεία.
Το 1927 ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του Ταξιδεύοντας, ενώ το περιοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γληνού, δημοσίευσε την Ασκητική, το φιλοσοφικό του έργο.
Τον Οκτώβριο του 1927 ο Καζαντζάκης έφυγε για τη Μόσχα προσκεκλημένος από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, για να πάρει μέρος στις γιορτές για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη, Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον επέστρεψε στην Ελλάδα.
Τον Ιανουάριο του 1928 στο θέατρο «Αλάμπρα», στην Αθήνα, μίλησαν εξυμνώντας τη Σοβιετική Ένωση, ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι. Στο τέλος της ομιλίας έγινε και διαδήλωση. Τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής της εκδήλωσης Δημήτρης Γληνός διώχθηκαν δικαστικά. Η δίκη ορίσθηκε στις 3 Απριλίου, αναβλήθηκε μερικές φορές και δεν έγινε ποτέ.
Τον Απρίλιο, ο Καζαντζάκης, ξαναβρέθηκε στη Ρωσία, όπου γράφει ένα κινηματογραφικό σενάριο για το ρωσικό κινηματογράφο με θέμα από τη Ελληνική Επανάσταση του 1821, Το Κόκκινο Μαντήλι.
Τον Μάιο του 1929 απομονώθηκε σε ένα αγρόκτημα στην Τσεχοσλοβακία, όπου ολοκλήρωσε στα Γαλλικά τα μυθιστορήματα Τόντα-Ράμπα (Toda-Raba, μετονομασία του αρχικού τίτλου Moscou a crié) και Kapétan Élia. Τα έργα αυτά εντάσσονταν στην προσπάθεια του Καζαντζάκη να καταξιωθεί διεθνώς ως συγγραφέας. Η γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος Toda-Raba έγινε με το ψευδώνυμο Nikolaï Kazan.
Το 1930 θα δικαζόταν, πάλι, ο Καζαντζάκης για αθεϊσμό, για την Ασκητική. Η δίκη ορίσθηκε για τις 10 Ιουνίου, αλλά κι αυτή δεν έγινε ποτέ.
Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα, όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός γαλλο-ελληνικού λεξικού. Μετέφρασε ακόμη τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Επίσης, έγραψε ένα μέρος των ωδών που ονόμαζε κάντα. Αυτά ενσωματώθηκαν αργότερα σ’ έναν τόμο με τίτλο Τερτσίνες (1960).
Αργότερα, ταξίδεψε στην Ισπανία ξεκινώντας παράλληλα τη μετάφραση έργων Ισπανών ποιητών. Το 1935 πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιαπωνία και την Κίνα εμπλουτίζοντας τα ταξιδιωτικά του κείμενα. Λίγο αργότερα, πλήθος κειμένων του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες ή περιοδικά, ενώ το μυθιστόρημά του ”Ο Βραχόκηπος”, που το είχε γράψει στα Γαλλικά, εκδόθηκε στην Ολλανδία και τη Χιλή. Κατά την περίοδο της κατοχής, συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κακριδή για την απόδοση της Ιλιάδας.
Το 1943 ολοκλήρωσε το γράψιμο του μυθιστορήματός του Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.
Νέα ανάμιξη στη πολιτική και υποψήφιος για Νόμπελ
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Θεμιστοκλή Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου 1946. Υπήρξε μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Το Μάρτιο του 1945 προσπάθησε να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά απέτυχε για δύο ψήφους. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύτηκε την Ελένη Σαμίου, στον Άι – Γιώργη τον Καρύτση, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.
Ο Καζαντζάκης προτάθηκε 9 χρονιές (1947, 1950, 1951, 1952, 1953, 1954, 1955, 1956 και 1957) για το Βραβείο Νόμπελ, με συνολικά 14 διαφορετικές προτάσεις.
Το 1947 διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου.
Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στον Νίκο Καζαντζάκη
Η πρώτη εκκλησιαστική αντίδραση στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη εκδηλώθηκε το 1928, όταν ο επίσκοπος Σύρου Αθανάσιος με υπόμνημά του στη Σύνοδο καταδίκαζε την Ασκητική. Σημαντικό ρόλο στην ενασχόληση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με το έργο του συγγραφέα διαδραμάτισε ο Τύπος της εποχής και κυρίως η εφημερίδα Εστία, που με τη δημοσίευση των άρθρων της, έφερε την Εκκλησία ενώπιον του ζητήματος.
Συγκεκριμένα, μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματος Καπετάν Μιχάλης από τις εκδόσεις Μαυρίδης το 1953, δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα σχόλια που αποσκοπούσαν στην αποτροπή του αναγνωστικού κοινού από την ανάγνωση του έργου.
Στις 22 Ιανουαρίου 1954 άρθρο υπογεγραμμένο κάποιον ”Κρητικό” με τίτλο ”Ένα βιβλίο διασύρει την Κρήτην και την θρησκείαν”, καλούσε την Ιερά Σύνοδο και την Αρχιεπισκοπή να μην αφήσει ακαθοδήγητους τους πιστούς έναντι των ερυθρών υβριστών της θρησκείας.
Στις 10 Μαΐου 1954 η ίδια εφημερίδα με ανταπόκρισή της από τις ΗΠΑ παράθετε ανακοινωθέν της Ελληνικής Αρχιεπισκοπής Β. και Ν. Αμερικής σύμφωνα με το οποίο συνεδρίασαν οι ιερατικοί προϊστάμενοί με αφορμή δημοσίευμα της Εστίας και καταδίκασαν τον Τελευταίο πειρασμό.
Στις 26 Ιανουαρίου 1954 ήλθε προς συζήτηση στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου το ζήτημα του βιβλίου ”Ο καπετάν Μιχάλης” και τα μέλη της επικαλέστηκαν στο δημοσίευμα του Κρητικού στην εφημερίδα Εστία.
Η Ιερά Σύνοδος ανέθεσε στον Παντελεήμονα Χίου να μελετήσει το μυθιστόρημα και να υποβάλει σχετική εισήγηση. Την κατέθεσε στις 23 Μαρτίου και στην οποία τόνιζε πως αρχικά έδινε την εντύπωση ενός πατριωτικού έργου, αλλά στη συνέχεια αποδεικνυόταν ένα ασεβές έργο προς το Θεό και τον κλήρο.
Η Ιερά Σύνοδος έκρινε πως έπρεπε να αποστείλει το σχετικό δημοσίευμα της Εστίας και την εισήγηση του Παντελεήμονος Χίου στις αρμόδιες αρχές με σκοπό να χαρακτηριστεί ως αντιθρησκευτικόν και αντεθνικόν και να απαγορευθεί η κυκλοφορία του.
Στις 25 Μαΐου 1954 με έγγραφό της Ιεράς Συνόδου προς τη Θεολογική Σχολή Αθηνών ζητείται από τους καθηγητές της Σχολής να πάρουν θέση επί του θέματος. Στις 11 Ιουνίου 1954 συνεδρίασε η Σχολή και απέστειλε έγγραφό στις 16 Ιουνίου. Εισηγήσεις υπέβαλαν οι Παναγιώτης Τρεμπέλας και από κοινού οι Παναγιώτης Μπρατσιώτης και Νικόλαος Λούβαρης.
Ο Τρεμπέλας αφού υπογράμμιζε το λογοτεχνικό τάλαντο του συγγραφέα και την προσπάθειά του να εξάρει την Κρητικήν ψυχήν και τον έρωτα που έχει προς την ελευθερία, δεν παρέλειπε να υπογραμμίσει πως οι ερωτικές σκηνές που περιέχει υποδαυλίζουν με τις ερεθιστικές εικόνες τους την νεότητα που ρέπει προς ατάκτους ορμάς ενώ, βεβηλώνει και διακωμωδεί τα ιερά. Τέλος, αναφέρεται στην αντιφατική, παρουσίαση από τον Καζαντζάκη, σύμφωνα με τον Τρεμπέλα, του ρόλου του μητροπολίτη προς το ποίμνιό του στο έργο Καπετάν Μιχάλης.
Οι Μπρατσιώτης και Λούβαρης ασχολήθηκαν με τον Τελευταίο Πειρασμό τον οποίο θεώρησαν ως εμπνεόμενο από τις Φροϋδικές θεωρίες και εκείνες του ιστορικού υλισμού. Η θεανδρική μορφή του Κυρίου κακοποιείται κατά τρόπον βλάσφημον και ευλόγως καταδικάστηκε από το Βατικανό.
Στις 19 Ιουνίου 1954 ο Κασσανδρείας Καλλίνικος κατέθεσε εισήγηση στην Ιερά Σύνοδο ασχολούμενος με τον Τελευταίο Πειρασμό, ο οποίος είχε εκδοθεί στα γερμανικά, και ο Κασσανδρείας, γνώστης της γερμανικής, το μελέτησε. Θεωρούσε πως ο Καζαντζάκης προσεγγίζει τη ζωή και τα πάθη του Χριστού κατά τρόπο δοκητικό πέρα από κάθε ιστορική και δογματική βάση, υποβαθμίζοντας τον θεανθρωπικό χαρακτήρα του.
Στις 24 Ιουνίου 1954 ο Λούβαρης δημοσίευσε άρθρο στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ στο οποίο σχολίαζε τον Τελευταίο Πειρασμό: ήταν ο Καζαντζάκης ανίδεος θρησκευτικά. Η τέχνη για τον Καζαντζάκη, κατά τον Λούβαρη, ήταν μέσο μηδενιστικών προταγμάτων.
Ο Κασσανδρείας Καλλίνικος στο μεταξύ υπέβαλε νέα εισήγηση ασχολούμενος με το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται θεωρώντας το καθαρώς λογοτεχνικό έργο και όχι δογματικοθρησκευτικό. Τον χαρακτήριζε ως χριστιανό κοινονιστή.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ.».
Στις 22 Ιουνίου 1954 συνεδρίασε η Ιερά Σύνοδος και ασχολήθηκε με τον Καπετάν Μιχάλη και τον Τελευταίο Πειρασμό. Στις 25 Ιουνίου ξανασυνεδρίασαν: εκεί ο Φλωρίνης Βασίλειος εισηγήθηκε τον αφορισμό του συγγραφέα εάν κυκλοφορούσαν και άλλα αντιχριστιανικού περιεχομένου βιβλία του.
Ο Φωκίδος Αθανάσιος ήταν αντίθετος στον αφορισμό του επειδή θα συντελούσε στη διαφήμισή του, ο Δρυινουπόλεως Δημήτριος επίσης ήταν αντίθετος στον αφορισμό αλλά έπρεπε το ποίμνιο να πληροφορηθεί για το βέβηλο βιβλίο του Καζαντζάκη.
Οι προτάσεις των μελών της συνόδου κυμάνθηκαν ανάμεσα στο να καλέσουν τον συγγραφέα σε ειλικρινή μετάνοια, να καταδικάσουν τα βιβλία και τις ιδέες του, να στραφούν στην κυβέρνηση ζητώντας την απαγόρευση των βιβλίων του και να αποκηρύξουν με συνοδικό ανακοινωθέν τις ιδέες του.
Επίσης, ”ο Τελευταίος Πειρασμός” προστέθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1954 στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum.
Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε σχετικό τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal appello», δηλαδή «Στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση»
Η μόλυνση στο μάτι και το τέλος
Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι. Τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι.
Κατά το ταξίδι τής επιστροφής του από την Ιαπωνία και την Κίνα, εισήχθη στην Πανεπιστημιακή Κλινική τού Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957, στις 10:20 το βράδυ. Νεκρός μεταφέρθηκε στην Αθήνα και μετά στην Κρήτη.
Τον τάφο του έχει σφραγίσει κατά τρόπο επιγραμματικό και απλό, ένα επιτύμβιο με φράσεις από την «Ασκητική».
Δε φοβούμαι τίποτα
Δεν ελπίζω τίποτα
Είμαι λέφτερος