Στις 21 Νοεμβρίου του 2020, έγραψα σε ανάρτησή μου στο Facebook: “…τα ‘Eλληνικά Hoaxes’ και οι λοιποί fact-checkers του Facebook δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μάτσο απατεώνες που, κάτω από τον μανδύα της δήθεν αντικειμενικότητας και αμεροληψίας, προπαγανδίζουν ξεδιάντροπα τη φιλελεύθερη ατζέντα (κορωνο-υστερία, πολιτική ορθότητα, ‘Refugees Welcome’, ‘Πατρίδα μας η Ευρώπη’ κτλ) και φιμώνουν κάθε διαφορετική άποψη. Αυτοί οι αδίστακτοι και επικίνδυνοι hi-tech Ιεροεξεταστές είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί της ελευθερίας του λόγου στις μέρες μας.”
Η ανάρτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τα “Eλληνικά Hoaxes” να μου στείλουν εξώδικο, απαιτώντας να ζητήσω «ταπεινά συγγνώμη» και να ανεβάσω επανορθωτικό κείμενο στο προσωπικό μου λογαριασμό στο Facebook. Αν δεν το έκανα, απειλούσαν με κατάθεση αγωγής. Φυσικά, δεν υποχώρησα. Ούτε συγγνώμη ζήτησα, ούτε επανορθωτικό κείμενο ανέβασα. Μείναμε πιστοί στην αρχική μου θέση γιατί ήμουν πεπεισμένος ότι είχα δίκιο.
Ακολουθώντας την απειλή τους, τα “Hoaxes” προχώρησαν σε αγωγή εναντίον μου για εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμιση. Όλα αυτά εν μέσω της παγκόσμιας συζήτησης για την μεροληψία των εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης και των fact-checkers τους, που, παρεμπιπτόντως, είχε αναδείξει ακριβώς αυτά τα ζητήματα και σε διεθνές επίπεδο.
Η πρώτη μου δικαίωση ήρθε τον Αύγουστο του 2022 με την απόφαση του δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε την αγωγή τους. Στην απόφαση αυτή, το δικαστήριο αναγνωρίζει ότι «η ενάγουσα και τα μέλη της, μολονότι δεν είναι πολιτικά πρόσωπα, ούτε ασκούν κάποια εκ των θεσμοθετημένων εξουσιών, αποτελούν πρόσωπα της δημόσιας σφαίρας και, επομένως, η δράση τους συνιστά ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και είναι δεκτική κριτικής». Αναφέρεται επίσης ότι οι γραφόμενές μου «αποτελούν αξιολογικές κρίσεις και εκφορά γνώμης», ενταγμένες σε έναν ευρύτερο δημόσιο διάλογο για τη λειτουργία της δημοκρατικής κοινωνίας και του πλουραλισμού, αξίες που πρέπει να προστατευθούν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση, η κριτική αυτή είναι «οξεία μεν, πλην αναγκαία και απαραίτητη».
Η δεύτερη δικαίωση ήρθε σήμερα, όταν ο ίδιος ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ιδρυτής και πρόεδρος της Meta (της εταιρείας που συνεργάζεται με τα Hoaxes), ανακοίνωσε ότι βάζει τέλος στη συνεργασία του Facebook και Instagram με εταιρείες fact-checkers, ξεκινώντας από τις ΗΠΑ, και ότι θα επαναφέρει την ελευθερία του λόγου στις πλατφόρμες του. Στη συνέχεια, παραδέχεται ότι υπήρξε έντονη λογοκρισία στο Facebook και πως οι fact-checkers ήταν υπερβολικά προκατειλημμένοι πολιτικά – δηλαδή ακριβώς ό,τι έγραφα εγώ στην ανάρτησή μου για την οποία με μηνύσαν τα Hoaxes.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο νέος διευθυντής Διεθνών Υποθέσεων της Meta, Τζόελ Κάπλαν, τόνισε ότι οι εταιρείες fact-checkers «ήταν υπερβολικά προκατειλημμένες στο τι επέλεγαν να ελέγξουν και στο πώς το έλεγχαν». Αυτό, λοιπόν, που έλεγα τότε, αποδεικνύεται αληθές, και όχι μόνο το υποστήριξα σθεναρά αλλά και το σύστημα που είχε επιβληθεί στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται να αναγνωρίζει την ύπαρξή του και την ανάγκη για αναθεώρηση.
Δεν μου αρέσει να περιαυτολόγω, αλλά από όλη αυτή την ιστορία έχω να πω τουλάχιστον πως δεν έκανα πίσω όταν με απείλησαν με δικαστήρια. Χωρίς να έχω την υποστήριξη κανενός κόμματος, εφημερίδας ή καναλιού, υπερασπίστηκα τις απόψεις μου και την ελευθερία του λόγου ενάντια σε έναν πανίσχυρο λογοκριτικό μηχανισμό. Και τελικά, αποδείχτηκε πως είχα δίκιο. Για την ουσία των λεγομένων μου, για τη συνειδητή φίμωση της διαφορετικής άποψης, και για την ανάγκη να διατηρηθεί η πολυφωνία στις κοινωνικές πλατφόρμες.
Κάποιοι δημοσιογράφοι, influencers και φιλελεύθεροι «της κακιάς ώρας», που μέχρι πρόσφατα μας έλεγαν πόσο καλά κάνουν τη δουλειά τους τα Hoaxes και είτε σφύριζαν αδιάφορα είτε χειροκροτούσαν την αγωγή εναντίον μου, θα έπρεπε κανονικά να ντρέπονται. Αλλά ποιος έχασε την ντροπή του για να την βρουν όλοι αυτοί;