17 Νοεμβρίου, 2025
Υγεία

Νέα θεραπευτική ελπίδα για το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου μέσα από βακτήρια που παράγουν σεροτονίνη

Μια σημαντική επιστημονική ανακάλυψη ανοίγει νέους δρόμους για την αντιμετώπιση του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου, καθώς δύο συγκεκριμένα βακτήρια του εντερικού μικροβιώματος, τα Limosilactobacillus mucosae και Ligilactobacillus ruminis, διαπιστώθηκε ότι παράγουν βιολογικά ενεργή σεροτονίνη, η οποία προστατεύει από τη φλεγμονή και ρυθμίζει τη λειτουργία του εντέρου.

Μέχρι σήμερα θεωρούνταν ότι η σεροτονίνη, μια ουσία κρίσιμη για την κινητικότητα και νεύρωση του εντέρου, παράγεται αποκλειστικά από τα εντεροχρωμαφινικά κύτταρα του εντερικού τοιχώματος, όμως τα νέα δεδομένα δείχνουν πως επιλεγμένα βακτήρια έχουν την ικανότητα σύνθεσής της, επηρεάζοντας άμεσα την εντερική λειτουργία.

Η σεροτονίνη είναι γνωστή ως νευροδιαβιβαστής του εγκεφάλου, όμως έως και το 95% της συνολικής ποσότητας στον οργανισμό προέρχεται από το γαστρεντερικό σύστημα και αποτελεί βασικό παράγοντα στη ρύθμιση της πέψης και των εντερικών κινήσεων.

Στο σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, μια διαταραχή με εκατομμύρια ασθενείς παγκοσμίως, η ακριβής αιτιολογία παραμένει άγνωστη, ωστόσο τόσο η σύσταση του μικροβιώματος όσο και τα επίπεδα σεροτονίνης έχουν αναγνωριστεί ως καθοριστικοί παράγοντες.

Η ερευνητική ομάδα από την Ακαδημία Sahlgrenska του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ χορήγησε τα δύο βακτήρια σε ποντίκια χωρίς φυσιολογικό μικροβίωμα και με χαμηλή παραγωγή σεροτονίνης και διαπίστωσε σημαντική αύξηση της ουσίας στο έντερο, βελτίωση της πυκνότητας των νευρικών κυττάρων και αποκατάσταση της φυσιολογικής κινητικότητας του εντέρου.

Ταυτόχρονα, έγινε γνωστό ότι οι ασθενείς με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου εμφανίζουν μειωμένα επίπεδα L. mucosae στα κόπρανα, γεγονός που συνδέεται με διαταραγμένη παραγωγή σεροτονίνης, ενώ το συγκεκριμένο βακτήριο φέρει ένζυμο απαραίτητο για τη σύνθεσή της.

Οι επιστήμονες τονίζουν ότι η παραγωγή σεροτονίνης από το μικροβίωμα φαίνεται να απαιτεί συνεργασία μεταξύ διαφορετικών βακτηριακών ειδών, όπως αποδεικνύεται από τη συνέργεια των L. mucosae και L. ruminis στη συγκεκριμένη μελέτη.

Η ανακάλυψη αυτή οδηγεί στη θεώρηση ότι τα βακτήρια αυτά μπορούν να αποτελέσουν στο μέλλον τη βάση νέων θεραπευτικών παρεμβάσεων, οι οποίες θα στοχεύουν στη ρύθμιση της εντερικής σεροτονίνης μέσω προβιοτικών ή άλλων μικροβιακών παραγόντων.

Οι ερευνητές αναφέρουν ότι υπάρχουν ήδη ανθρώπινα στελέχη των δύο βακτηρίων με αποδεδειγμένη ικανότητα παραγωγής σεροτονίνης in vitro και ρύθμισης της εντερικής λειτουργίας σε ζωικά μοντέλα, κάτι που ενισχύει την πιθανότητα μελλοντικής κλινικής εφαρμογής.

Επισημαίνεται επίσης ότι, παρά το γεγονός πως τα δύο βακτήρια ανήκουν στην ευρύτερη οικογένεια των Lactobacillus που συναντάται σε τρόφιμα ζύμωσης, η διατροφική αξιοποίηση των συγκεκριμένων στελεχών παραμένει ακόμη άγνωστη και αποτελεί αντικείμενο περαιτέρω μελέτης.

Η νέα αυτή γνώση για τον ρόλο του μικροβιώματος στην παραγωγή ουσιών όπως η σεροτονίνη ενδέχεται να αποδειχθεί κρίσιμη όχι μόνο για την αντιμετώπιση γαστρεντερικών παθήσεων αλλά και για την κατανόηση της επίδρασης του εντέρου στη συμπεριφορά και τη νευροψυχική υγεία συνολικά, ενισχύοντας την άποψη ότι το έντερο αποτελεί έναν δεύτερο «εγκέφαλο» του ανθρώπινου οργανισμού.