18 Ιουλίου, 2025
Dislike

«Νέα Δικογραφία» – Η μοναδική καινοτομία της «Ελλάδας 2.0»

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι μια μεμονωμένη διοικητική δυσλειτουργία, αλλά ένα από τα χαρακτηριστικά δείγματα της συστημικής παρακμής που έχει διαποτίσει τη λειτουργία του ελληνικού κράτους. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μία από τις πολλές κορυφές του παγόβουνου πάνω στο οποίο έχει προσκρούσει η θεσμική, διοικητική και δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας. Όποια πλευρά και αν εξετάσει κανείς, όποιον δημόσιο οργανισμό και αν επιλέξει, ο πολίτης βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο διασπάθισης εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων, ευνοιοκρατίας, πελατειακών σχέσεων και μεθοδεύσεων που θυμίζουν καθεστώτα λατινοαμερικανικών «μπανανιών» περισσότερο παρά ένα σύγχρονο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτή τη συνθήκη πρωταγωνιστούν συχνά πρόσωπα με έντονη κυβερνητική στήριξη, τα οποία εμφανίζονται να διαχειρίζονται κρίσιμα δημόσια κονδύλια χωρίς τον απαιτούμενο θεσμικό έλεγχο, χωρίς λογοδοσία και χωρίς διαφάνεια.

Την εικόνα αυτή έρχεται να ενισχύσει και να τεκμηριώσει η τελευταία έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο, στο πλαίσιο του προσυμβατικού ελέγχου συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου 2023 έως και 31ης Δεκεμβρίου 2024, διαπιστώνει 13 ουσιώδεις πλημμέλειες. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, τα προβλήματα δεν εντοπίζονται μόνο στην παραβίαση βασικών αρχών και διατάξεων της σχετικής νομοθεσίας, αλλά και στην ίδια τη φύση των πλημμελειών και στις επαναλαμβανόμενες συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδηλώνονται. Αυτό, σύμφωνα με τους ελεγκτές, φανερώνει έναν μηχανισμό που λειτουργεί μεθοδικά και όχι περιστασιακά. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για αστοχίες ή διοικητικά λάθη, αλλά για έναν τυποποιημένο τρόπο εκτροπής του δημόσιου χρήματος, ο οποίος διευκολύνεται από ανεπαρκείς ελεγκτικούς μηχανισμούς και αξιοποιείται από επιτήδειους με πρόσβαση στην εξουσία.

Στην καρδιά του προβλήματος εντοπίζονται οι λεγόμενοι «πλημμελείς έλεγχοι». Η επιπολαιότητα ή, κατά πολλούς, η σκόπιμη αδιαφορία για το πού καταλήγουν τεράστια ποσά δημόσιου χρήματος οδηγεί συστηματικά σε παρατυπίες, οι οποίες με τη σειρά τους μετατρέπονται σε κερδοφόρες ευκαιρίες για συγκεκριμένα συμφέροντα. Τα πρόσωπα ή τα σχήματα που απολαμβάνουν αυτή την εύνοια, όπως δείχνουν τα ευρήματα, διατηρούν σταθερή και στενή σχέση με κυβερνητικούς κύκλους. Επομένως, η διαχείριση του δημόσιου χρήματος παύει να είναι προϊόν τεχνοκρατικής ή θεσμικής διαδικασίας και μετατρέπεται σε πολιτικό εργαλείο, κατανεμημένο σε μια κλειστή ομάδα αποδεκτών, η οποία αναπαράγει την ισχύ της μέσα από τη σχέση εξάρτησης και ανταποδοτικότητας με την εξουσία.

Αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται ακόμη πιο έντονα στην περίπτωση των απευθείας αναθέσεων. Η ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποκαλύπτει ότι μόνο για τα έτη 2021 και 2022 καταγράφηκαν 314.006 συμβάσεις που προχώρησαν είτε με απευθείας ανάθεση είτε μέσω διαπραγμάτευσης χωρίς προηγούμενη προκήρυξη. Το συνολικό ύψος των συμβάσεων αυτών πλησιάζει τα 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ, γεγονός που φανερώνει την έκταση και την ένταση ενός φαινομένου που παρουσιάζεται πλέον ως κανόνας. Οι διαδικασίες αυτές, αν και θεσμικά προβλέψιμες υπό εξαιρετικές συνθήκες, έχουν μετατραπεί σε πάγια πρακτική, παρακάμπτοντας βασικές αρχές του ανταγωνισμού και της διαφάνειας. Η προνομιακή αυτή μεταχείριση προμηθευτών και εργολάβων, που συνδέονται είτε άμεσα είτε έμμεσα με κυβερνητικούς μηχανισμούς, επιβεβαιώνει μια τάση συστηματικής παραβίασης της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος.

Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν περιορίζεται στον ΟΠΕΚΕΠΕ ή στις απευθείας αναθέσεις. Αντιθέτως, αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης δυσλειτουργίας της κρατικής μηχανής, η οποία αποτυπώνεται σε αλλεπάλληλες κρίσεις, παραλείψεις και σκανδαλώδεις υποθέσεις. Από την υπόθεση των παρακολουθήσεων και των τηλεφωνικών υποκλοπών μέχρι το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη, από τις λίστες χρηματοδότησης ΜΜΕ μέχρι τις αμφιλεγόμενες προμήθειες για την πανδημία, τα παραδείγματα είναι πολυάριθμα και υποδεικνύουν ένα σταθερό πρότυπο πολιτικής διαχείρισης: η αποφυγή ανάληψης ευθύνης, η διοχέτευση δημόσιου χρήματος σε ημετέρους, η συγκάλυψη, η εναλλαγή των ίδιων προσώπων σε θέσεις ευθύνης και η αποδυνάμωση κάθε θεσμικού ελέγχου.

Η συνολική εικόνα που προκύπτει επιβεβαιώνει τη συρρίκνωση της θεσμικής αξιοπιστίας της χώρας και την αποδόμηση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σοβαρότερες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των φαινομένων διαφθοράς και παρατυπιών προέρχονται συχνά από θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι από τα εσωτερικά όργανα ελέγχου. Όταν οι ευρωπαϊκοί εισαγγελικοί και ελεγκτικοί μηχανισμοί υποκαθιστούν την εγχώρια Δικαιοσύνη ή όταν οι αποκαλύψεις έρχονται από το εξωτερικό, αναδεικνύεται όχι μόνο η ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού αλλά και η πολιτική απροθυμία για πραγματική κάθαρση και θεσμική θωράκιση.

Η διαρκής υποβάθμιση της δημόσιας διοίκησης, η μετατροπή της χώρας σε οικογενειακή επιχείρηση ισχυρών πολιτικών δικτύων και η περιφρόνηση των αρχών του κράτους δικαίου οδηγούν την Ελλάδα σε ένα καθεστώς βαθιάς θεσμικής απαξίωσης. Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης δεν είναι μόνο πολιτικές ή οικονομικές. Αγγίζουν τη δημοκρατία, την κοινωνική συνοχή και την ίδια τη θέση της χώρας στον ευρωπαϊκό θεσμικό χάρτη. Σε ένα περιβάλλον διαρκών κρίσεων και διεθνών ανακατατάξεων, η εσωτερική διάβρωση της θεσμικής νομιμότητας καθιστά την Ελλάδα πιο ευάλωτη, λιγότερο αξιόπιστη και θεσμικά ασταθή.

Το ερώτημα που παραμένει είναι αν υπάρχει πολιτική βούληση και θεσμική επάρκεια να αναστραφεί αυτή η πορεία ή αν η διαφθορά και η πελατειακή διοίκηση έχουν εδραιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελούν πλέον το κυρίαρχο μοντέλο διακυβέρνησης. Οι απαντήσεις δεν δίνονται με ρητορική και επικοινωνιακές εξαγγελίες, αλλά με πράξεις διαφάνειας, ανεξάρτητο έλεγχο, λογοδοσία και ρήξη με τις παγιωμένες δομές εξουσίας που συντηρούν και αναπαράγουν τη διαφθορά.

Τέλος, οφείλομεν να υπενθυμίσομεν το ρητό: «Μια σταγόνα πράξης είναι προτιμοτέρα από έναν ωκεανό λόγων». Οι «άριστοι» του Κυριάκου κάνουν κι από τα δυο, και γι’ αυτό γενίκαμε διεθνώς ρεντίκολο. Καλύτερα να μας έλειπαν και οι λόγοι και οι πράξεις τους.

Ζήτω η «Ελλάδα 2.0» του Κυριάκου, ζήτω η θρησκεία (αυτή με τα βατραχάκια φένγκ σούι που έχει στο γραφείο του), ζήτω η Νέα Δικογραφία!