Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ βρίσκονται σε ένα καθοδικό σπιράλ χρεοκοπίας, το οποίο έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία για την οικονομική τους βιωσιμότητα και τη νομιμότητά τους ως νομικές οντότητες.
Με δάνεια που ανέρχονται σήμερα στα 531 εκατ. ευρώ για τη ΝΔ και στα 500 εκατ. ευρώ για το ΠΑΣΟΚ, τα κόμματα αυτά θεωρούνται πλέον αφερέγγυοι δανειολήπτες, γεγονός που απαγορεύει στις ελληνικές τράπεζες – υπό την εποπτεία του Μόνιμου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της ΕΚΤ – να τους δανείσουν περαιτέρω κεφάλαια. Σύμφωνα με αναλυτές, η εικόνα αυτή δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και συμβολική, καθώς η ΕΚΤ θεωρεί χρεοκοπημένα δύο κόμματα που ασκούν εξουσία στη χώρα.
Η εκτίμηση των αναλυτών για την εξέλιξη των δανείων είναι δυσοίωνη. Το ανεξόφλητο υπόλοιπο των δανείων της ΝΔ αυξάνεται κατά περίπου 55 εκατ. ευρώ ετησίως και αντίστοιχα της ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα τα συνολικά δάνεια των δύο κομμάτων να αυξάνονται κατά 110 εκατ. ευρώ ετησίως.
Αν η τάση συνεχιστεί, μέχρι το 2032, το ανεξόφλητο υπόλοιπο των δανείων θα φτάσει σχεδόν τα 980 εκατ. ευρώ για τη ΝΔ και τα 950 εκατ. ευρώ για το ΠΑΣΟΚ. Το άθροισμα θα ξεπεράσει τα 2 δισ. ευρώ, δημιουργώντας ένα ιστορικών διαστάσεων αδιέξοδο, το οποίο σύμφωνα με ειδικούς, δύσκολα θα αποπληρωθεί, και ενδεχομένως θα αποτελέσει παράδειγμα προς αποφυγή στις διεθνείς οικονομικές μελέτες.
Τα δάνεια αυτά προήλθαν αρχικά από την παλαιά κρατική Αγροτική Τράπεζα και την Marfin Popular Bank, και στη συνέχεια ενσωματώθηκαν στην Τράπεζα Πειραιώς, η οποία διενήργησε προβλέψεις για τις επισφαλείς απαιτήσεις.
Τότε, τα κόμματα είχαν λάβει πρόβλεψη περίπου 350–370 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η πλήρης διαγραφή τους δεν ήταν δυνατή, καθώς θα προκαλούσε κοινωνικό σοκ και πολιτικές συνέπειες κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης του 2012. Από τότε, τα δάνεια αυξάνονται χωρίς ουσιαστική ρύθμιση, με τους τόκους να κεφαλαιοποιούνται και να οδηγούν σε σταθερή επιδείνωση του χρέους.
Η μόνη ρεαλιστική λύση που προτείνεται από οικονομικούς παρατηρητές είναι τα δύο κόμματα να δηλώσουν επίσημα χρεοκοπία ως νομικές οντότητες και να υποστούν μεγάλο «κούρεμα» των δανείων τους. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε και παρέμβαση του ελληνικού κράτους, με οριζόντιο κούρεμα στα προβληματικά δάνεια των τραπεζών που έχουν περάσει σε funds, ώστε να μην φορτωθεί ο πολίτης με τα χρέη των κομμάτων.
Ακόμη, η λύση που εφαρμόστηκε στις τράπεζες μέσω εταιριών συμμετοχών και τιτλοποίησης των κόκκινων δανείων («σχέδιο Ηρακλής») δεν μπορεί να μεταφερθεί στα κόμματα, καθώς δεν υπάρχουν αντίστοιχες μηχανιστικές δομές για τη διαχείριση των δανείων τους.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για τη χρηματοοικονομική διαχείριση των δύο κυρίαρχων κομμάτων στην Ελλάδα και για την επίδρασή τους στη δημόσια πολιτική και στην εμπιστοσύνη των πολιτών. Το χρέος των κομμάτων δεν είναι πλέον ένα απλό οικονομικό ζήτημα, αλλά συμβολίζει την αδυναμία διαχείρισης και την επικίνδυνη κλιμάκωση ενός προβλήματος που μπορεί να έχει συνέπειες για το πολιτικό και οικονομικό σύστημα συνολικά.

