Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αιγύπτιος πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι προχώρησαν σε κατεπείγουσα τηλεφωνική επικοινωνία μετά την αμφιλεγόμενη δικαστική απόφαση που αφορά το καθεστώς της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. Παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις για τήρηση των προηγούμενων συμφωνιών, η ελληνική πλευρά φαίνεται να αντιμετωπίζει νέες αβεβαιότητες, καθώς το Κάιρο επιμένει σε μια ερμηνεία της δικαστικής απόφασης που υπονομεύει de facto τα ιστορικά δικαιώματα της Μονής.
Ο κ. Μητσοτάκης, σύμφωνα με πληροφορίες, πέρα από τους τυπικούς διατυπώσεις, ζήτησε ρητά τη διαφύλαξη του ελληνορθόδοξου προσκυνηματικού. Ωστόσο, η απουσία συγκεκριμένων χρονικών δεσμεύσεων από την αιγυπτιακή πλευρά εγείρει ερωτήματα σχετικά με την πραγματική διάθεση για επίλυση. Η ανακοίνωση για μετακίνηση ελληνικής αντιπροσωπείας στο Κάιρο (2 Ιουνίου) φαίνεται να αποσκοπεί περισσότερο σε κατευνάζοντα μέτρο, παρά σε πραγματική διέξοδο, δεδομένου ότι το ζήτημα δεν θα έπρεπε καν να βρίσκεται ξανά στο τραπέζι μετά τις συμφωνίες της 7ης Μαΐου.
Ενώ η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει τη διακριτική διπλωματία, η αδυναμία άμεσης ανάκλησης της προβληματικής δικαστικής απόφασης από την Αίγυπτο δείχνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει μονόπλευρες κινήσεις χωρίς ισχυρά αντίβαρα. Το γεγονός ότι η τελική ρύθμιση εξακολουθεί να «κρέμεται» από νέες διαπραγματεύσεις αποκαλύπτει μια επικίνδυνη ευελιξία στα ήδη δεσμευτικά συμφωνηθέντα.
Αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέφρασε «οδυνηρή έκπληξη» για την απόφαση του αιγυπτιακού δικαστηρίου, η οποία αμφισβητεί το ιστορικό ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής. Σε δραματική ανακοίνωσή του, κάλεσε την Αίγυπτο να σεβαστεί το status quo που διατηρείται εδώ και αιώνες, τονίζοντας:
«Οι αιώνες σεβάστηκαν τη Μονή, ας τη σεβαστεί σήμερα και η Αίγυπτος, ως μια πολιτισμένη χώρα που σέβεται τις θρησκευτικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Το Πατριαρχείο υπενθυμίζει τη μακραίωνη σχέση της Μονής με την Ορθόδοξη Εκκλησία και τονίζει ότι η διατήρηση των συμφωνηθέντων είναι ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση της πνευματικής και πολιτιστικής της αποστολής.
Η Μονή Αγίας Αικατερίνης, ιδρυθείσα από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον 6ο αιώνα, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους χριστιανικούς τόπους λατρείας και έχει διατηρήσει αυτοδιοίκητο καθεστώς υπό την προστασία της Αιγύπτου. Η πρόσφατη δικαστική απόφαση, ωστόσο, προκάλεσε ανησυχίες για πιθανή αλλαγή στο νομικό της καθεστώς.
Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ www.egyptindependent.com γράφει:
Η Αιγυπτιακή Προεδρία επανεπιβεβαίωσε τη σταθερή της δέσμευση στη διατήρηση του μοναδικού και ιερού θρησκευτικού καθεστώτος της Μονής Αγίας Αικατερίνης στο Νότιο Σινά, διασφαλίζοντας ότι το καθεστώς αυτό παραμένει ανέπαφο.
Σε δήλωση που εκδόθηκε το βράδυ της Πέμπτης, η Αιγυπτιακή Προεδρία τόνισε πως η πρόσφατη δικαστική απόφαση σχετικά με τη μονή ενισχύει το εν λόγω καθεστώς και συνάδει με όσα είχε επιβεβαιώσει ο Πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ Ελ-Σίσι κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου. Η Προεδρία υπογράμμισε επίσης τη σημασία της διατήρησης των «στενών και αδελφικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και των αδελφικών λαών τους, διασφαλίζοντας ότι δεν θα πληγούν».
Οι εξελίξεις αυτές έρχονται ως απάντηση σε δημοσιεύματα που κυκλοφόρησαν πριν από μερικούς μήνες και ισχυρίζονταν ότι η Περιφέρεια του Νοτίου Σινά προσπαθούσε να ανακτήσει τη γη της Μονής, η οποία ανήκει στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο, εκδιώκοντας τους μοναχούς – ανάμεσά τους και Έλληνες – που διαχειρίζονται το μοναστήρι.
Πρόσφατα, το Εφετείο Ισμαηλίας (τμήμα Ελ Τορ) εξέδωσε την απόφασή του σχετικά με τη δικαστική διαμάχη για τις επίμαχες εκτάσεις μεταξύ της Περιφέρειας Νοτίου Σινά και της Μονής Αγίας Αικατερίνης. Το δικαστήριο επιβεβαίωσε το δικαίωμα των μελών της Μονής να χρησιμοποιούν τη μονή και τους θρησκευτικούς – αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής της Αγίας Αικατερίνης, με το κράτος να διατηρεί την κυριότητα των χώρων αυτών ως δημόσια περιουσία. Αυτό βασίζεται στην παραδοχή ότι οι μοναχοί της Μονής βρίσκονται εκεί με θρησκευτική ιδιότητα, επιτελώντας τα θρησκευτικά τους καθήκοντα υπό την ηγεσία του Μητροπολίτη της Μονής, που έχει διοριστεί με Προεδρικό Διάταγμα αριθ. 306 του 1974. Επιπλέον, οι χώροι τελούν υπό την εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου Αρχαιοτήτων.
Η Μονή Αγίας Αικατερίνης χτίστηκε το 548 μ.Χ. στο Νότιο Σινά και θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια του κόσμου, με τεράστια θρησκευτική και ιστορική σημασία. Όταν πριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησαν φήμες για την εκκένωση και πώλησή της, η αιγυπτιακή κυβέρνηση τις διέψευσε άμεσα. Ο Πρόεδρος Ελ-Σίσι αρνήθηκε κατηγορηματικά αυτούς τους ισχυρισμούς, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση του κράτους να προστατεύσει τη μονή και να σεβαστεί τη θρησκευτική πολυμορφία στην Αίγυπτο.
Κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα αυτόν τον μήνα, ο Πρόεδρος Ελ-Σίσι τόνισε ότι η σχέση μεταξύ της Αιγύπτου και της Μονής Αγίας Αικατερίνης είναι μια «αιώνια συμβατική σχέση που δεν μπορεί να παραβιαστεί». Εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τη διασπορά τέτοιων φημών, σημειώνοντας πως το αιγυπτιακό κράτος σέβεται τα ιερά όλων των δογμάτων.
Η κρίση γύρω από τη μονή ξεκίνησε μήνες πριν. Τον περασμένο Οκτώβριο, η Περιφέρεια Νοτίου Σινά είχε διαψεύσει τις φήμες που διακινούνταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περί σχεδίου εκκένωσης της Μονής.
Η Μονή ανήκει στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο και βρίσκεται υπό την εποπτεία του Έλληνα Πρέσβη. Βρίσκεται στις πλαγιές του Όρους Σινά, όπου σύμφωνα με την παράδοση, ο Μωυσής έλαβε τις Δέκα Εντολές από τον Θεό. Είναι μία από τις αρχαιότερες συνεχώς λειτουργούσες μονές του κόσμου, γνωστή και ως Μονή της Αγίας Αικατερίνης, αν και η επίσημη ονομασία της είναι «Ιερά Μονή του Θεοβάδιστου Όρους Σινά». Κατασκευάστηκε κατόπιν εντολής του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄, μεταξύ 548 και 565 μ.Χ., για να στεγάσει τους μοναχούς που ζούσαν στην περιοχή από τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Η μονή περιλαμβάνει πολλά κτίσματα, με σημαντικότερο την Εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, η οποία περιλαμβάνει εννέα μικρότερα παρεκκλήσια. Ένα από αυτά είναι το παρεκκλήσι της Φλεγόμενης Βάτου, όπου – σύμφωνα με την παράδοση – ο Θεός μίλησε στον Προφήτη Μωυσή.
Τον περασμένο Νοέμβριο, η Αιγυπτιακή Κυβέρνηση εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση για να αντιμετωπίσει τη διαμάχη που είχε δημιουργηθεί γύρω από τη Μονή και τις φήμες για επικείμενη εκκένωση, ενόψει της αναπτυξιακής δραστηριότητας στην περιοχή.
Η πρόσφατη δικαστική απόφαση επίσης επιβάλλει τον σεβασμό των συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ της τοπικής δημοτικής ενότητας της πόλης Αγίας Αικατερίνης και της Μονής, για ορισμένα οικόπεδα που χρησιμοποιούνται από τους μοναχούς και τα μέλη της κοινότητας. Αυτό ακυρώνει οποιαδήποτε προσπάθεια αυθαίρετης διεκδίκησης αυτών των εκτάσεων.
Το δικαστήριο δήλωσε επίσης ότι τα υπόλοιπα αμφισβητούμενα οικόπεδα αποτελούν φυσικά καταφύγια και είναι όλα δημόσια κρατική περιουσία, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορούν να μεταβιβαστούν ή να αποκτηθούν με χρησικτησία. Επιπλέον, δεν έχει εκδοθεί καμία επίσημη σύμβαση για αυτές τις εκτάσεις από την αρμόδια αρχή.
Ρητή διαβεβαίωση από την Προεδρία της χώρας – Δικαστική απόφαση επιβεβαιώνει το θρησκευτικό καθεστώς της Μονής – Αντιδράσεις σε φήμες περί εκκένωσης
Η Αιγυπτιακή Προεδρία διαμήνυσε την πλήρη και αδιαπραγμάτευτη δέσμευση του κράτους στη διατήρηση του ιδιαίτερου και ιερoύ χαρακτήρα της Μονής Αγίας Αικατερίνης στο Νότιο Σινά. Σε επίσημη ανακοίνωση το βράδυ της Πέμπτης, επισημάνθηκε ότι η πρόσφατη απόφαση αιγυπτιακού δικαστηρίου όχι μόνο ενισχύει το ιστορικό καθεστώς της Μονής, αλλά και επιβεβαιώνει τη σταθερή στάση που είχε εκφράσει ο Πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ Ελ-Σίσι κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου.
Η δήλωση υπογράμμισε τη σημασία της διατήρησης των «στενών και αδελφικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και των λαών τους», αναφερόμενη στην πνευματική σύνδεση Ελλάδας και Μονής Αγίας Αικατερίνης.
Η υπόθεση ξεκίνησε πριν από μερικούς μήνες, όταν διαδόθηκαν αναληθείς πληροφορίες περί πρόθεσης της Περιφέρειας Νοτίου Σινά να διεκδικήσει εκτάσεις της Μονής, η οποία ανήκει στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο. Οι φήμες έκαναν λόγο ακόμη και για εκδίωξη μοναχών – μεταξύ των οποίων και Έλληνες – από τον ιστορικό χώρο.
Το Εφετείο Ισμαηλίας (τμήμα Ελ Τορ) έβαλε τέλος στις αμφισβητήσεις, επικυρώνοντας το δικαίωμα των μοναχών να χρησιμοποιούν τη Μονή και τους θρησκευτικούς και αρχαιολογικούς της χώρους, υπό την πνευματική καθοδήγηση του Μητροπολίτη της Μονής, ο οποίος έχει διοριστεί με Προεδρικό Διάταγμα. Η κυριότητα των χώρων παραμένει στο κράτος, ως δημόσια περιουσία, ενώ η εποπτεία ανήκει στο Ανώτατο Συμβούλιο Αρχαιοτήτων.
Παράλληλα, η απόφαση απαιτεί από τις τοπικές αρχές να σέβονται τις συμβάσεις μεταξύ της πόλης της Αγίας Αικατερίνης και της Μονής για τη χρήση συγκεκριμένων οικοπέδων, απορρίπτοντας κάθε αυθαίρετη διεκδίκηση.
Ο Αιγύπτιος Πρόεδρος κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα τόνισε με έμφαση ότι η σχέση μεταξύ του αιγυπτιακού κράτους και της Μονής είναι «αιώνια και συμβατική» και δεν μπορεί να παραβιαστεί. Καταδίκασε δε τις φήμες περί εκκένωσης της Μονής, εκφράζοντας ενόχληση για τη διασπορά ανακριβειών που προσβάλλουν τη θρησκευτική ελευθερία και τις σχέσεις με τον Ορθόδοξο κόσμο.
Από την πλευρά της, και η Περιφέρεια Νοτίου Σινά είχε διαψεύσει κατηγορηματικά από τον Οκτώβριο του 2024 τις φήμες περί απομάκρυνσης των μοναχών ή ανάκτησης της γης της Μονής, ενώ τον Νοέμβριο το Υπουργικό Συμβούλιο της Αιγύπτου προχώρησε σε επίσημη ανακοίνωση για να καθησυχάσει τη διεθνή κοινή γνώμη.
Ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια του κόσμου
Η Μονή Αγίας Αικατερίνης, γνωστή και ως Ιερά Μονή του Θεοβάδιστου Όρους Σινά, ιδρύθηκε μεταξύ 548 και 565 μ.Χ. με εντολή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄. Βρίσκεται στους πρόποδες του Όρους Σινά, στο σημείο όπου – σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη – ο Θεός παρέδωσε τις Δέκα Εντολές στον Μωυσή.
Η Μονή φιλοξενεί πληθώρα αρχαιολογικών και θρησκευτικών κειμηλίων, με σημαντικότερο κτίσμα την Εκκλησία της Μεταμορφώσεως, που περιλαμβάνει εννέα παρεκκλήσια. Ξεχωρίζει το παρεκκλήσι της Φλεγόμενης Βάτου, όπου σύμφωνα με την παράδοση μίλησε ο Θεός στον Μωυσή.
Η Μονή τελεί υπό την πνευματική εποπτεία του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου και την διπλωματική εποπτεία της Ελληνικής Πρεσβείας. Αποτελεί ζωντανό μνημείο πίστης και πολιτιστικής κληρονομιάς για ολόκληρη την Ορθοδοξία.
Η δικαστική απόφαση ξεκαθαρίζει επίσης ότι οι υπόλοιπες εκτάσεις, που περιλαμβάνουν φυσικά καταφύγια και προστατευόμενες περιοχές, αποτελούν δημόσια περιουσία του αιγυπτιακού κράτους και δεν μπορούν να μεταβιβαστούν ή να καταληφθούν μέσω χρησικτησίας. Δεν υφίστανται νόμιμες συμβάσεις για αυτές τις περιοχές από τις αρμόδιες αρχές.
Η στάση της Αιγύπτου κρίνεται καίριας σημασίας για τη διατήρηση του διαθρησκευτικού σεβασμού στη Μέση Ανατολή και για την ενίσχυση των σχέσεων με τον ελληνορθόδοξο κόσμο.