Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη συνταγματική αναθεώρηση και ειδικά στο ζήτημα της μονιμότητας στο Δημόσιο, κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συνάντησής του με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τασούλα. Με σαφές μήνυμα προς όλες τις πολιτικές δυνάμεις, υπογράμμισε τη βαρύτητα της διαδικασίας και την ανάγκη για ουσιαστική κοινοβουλευτική συναίνεση. «Θα ήθελα να ξεκινήσουμε τη σημερινή μας συζήτηση από τις δημόσιες δηλώσεις τις οποίες έκανα χθες σε σχέση με την επικείμενη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης», σημείωσε, προσδιορίζοντας τη διαδικασία ως κορυφαία κοινοβουλευτική προτεραιότητα.
Τόνισε ότι για να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί απαιτείται η συμβολή δύο διαδοχικών κοινοβουλευτικών συνθέσεων, με τουλάχιστον 180 ψήφους σε μία από τις δύο κρίσιμες ψηφοφορίες, στοιχείο που καθιστά επιτακτική την ανάγκη για ευρύτερη πολιτική σύγκλιση. Η τοποθέτησή του δείχνει ότι η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να ανοίξει τη συζήτηση για θεσμικές αλλαγές που θα επηρεάσουν το δημόσιο τομέα, με αιχμή του δόρατος την επανεξέταση του πλαισίου μονιμότητας, ζήτημα που αναμένεται να πυροδοτήσει πολιτικές αντιδράσεις και έντονες θεσμικές διαβουλεύσεις.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, συνεχίζοντας την τοποθέτησή του για τη συνταγματική αναθεώρηση, αναφέρθηκε ειδικά στο άρθρο 103 του Συντάγματος, που θεσπίζει τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι η πρόθεσή του δεν είναι να στοχοποιήσει το Δημόσιο, αλλά να εισαγάγει θεσμικά την έννοια της αξιολόγησης και της λογοδοσίας. Όπως ανέφερε, «χθες μίλησα για την ανάγκη να αναθεωρηθεί το άρθρο 103 του Συντάγματος το οποίο αναφέρεται και στη συνταγματικά κατοχυρωμένη μονιμότητα του Δημοσίου». Η πρόταση αυτή στοχεύει στη θεμελίωση ενός πλαισίου που θα επιτρέπει, από τη μία, την επιβράβευση των άξιων και συνεπών υπαλλήλων και, από την άλλη, τη δυνατότητα απομάκρυνσης όσων αποδεδειγμένα αδιαφορούν ή αποτυγχάνουν συστηματικά να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους. Ο Μητσοτάκης υπογράμμισε πως αυτή η αλλαγή δεν αποτελεί τιμωρητική λογική, αλλά ένδειξη θεσμικής ωρίμανσης και δικαιοσύνης.
«Πιστεύω ότι αυτή είναι μία σημαντική πρωτοβουλία, η οποία είναι και ένα δείγμα ωρίμανσης του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις ευθύνες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Δημόσιας Διοίκησης, η οποία πρέπει να τίθεται πάντα στην υπηρεσία των πολιτών», τόνισε. Με αυτή τη δήλωση, κατέστησε σαφές ότι το μέλλον της Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί να βασίζεται σε απαρχαιωμένα προνόμια, αλλά σε αρχές αξιοκρατίας και διαρκούς λογοδοσίας.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συνέχισε την παρέμβασή του επισημαίνοντας ότι το άρθρο 103 για τη μονιμότητα στο Δημόσιο δεν είναι το μόνο που πρέπει να αναθεωρηθεί. Όπως υπογράμμισε, υπάρχουν και άλλες συνταγματικές διατάξεις που απαιτούν επικαιροποίηση και θεσμική επαναξιολόγηση. Στην κορυφή της λίστας του βρίσκεται το άρθρο 86 περί ευθύνης υπουργών, ένα σημείο που επανειλημμένα έχει προκαλέσει πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις, λόγω της ευρείας ασυλίας που προσφέρει. Παράλληλα, έθεσε επί τάπητος την αναθεώρηση του άρθρου 16 για την ανώτατη εκπαίδευση, ανοίγοντας ξανά τη συζήτηση για τον εκσυγχρονισμό του πλαισίου λειτουργίας των πανεπιστημίων και την ενδεχόμενη ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ.
Ο πρωθυπουργός δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο άρθρο 24, που αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, σημειώνοντας πως αν και η προστασία του φυσικού πλούτου παραμένει αδιαπραγμάτευτη, έχει έρθει η στιγμή να προσαρμοστεί το συνταγματικό πλαίσιο ώστε να αντιμετωπίζει πιο ρεαλιστικά τις σύγχρονες ανάγκες χωροταξίας και πολεοδόμησης. Όπως τόνισε, «έχει έρθει η ώρα να μπορέσουμε να εκσυγχρονίσουμε ζητήματα που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο συνταγματικά κατοχυρώνουμε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη χωροταξία και την πολεοδόμηση». Πρόσθεσε επίσης ότι υπάρχουν και άλλα άρθρα τα οποία θα τεθούν στη δημόσια συζήτηση το προσεχές διάστημα. Η παρέμβαση αυτή δείχνει καθαρά την πρόθεση της κυβέρνησης να κινηθεί προς μια συνολική, ουσιαστική και σύγχρονη συνταγματική αναθεώρηση που δεν θα μείνει σε επιφανειακές παρεμβάσεις, αλλά θα επαναπροσδιορίσει κρίσιμους άξονες της κρατικής λειτουργίας.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε ότι η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης θα ξεκινήσει με την επόμενη κοινοβουλευτική σύνοδο, υπογραμμίζοντας πως πρόκειται για έναν θεσμικό διάλογο που απαιτεί συμμετοχή και υπευθυνότητα από το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Τόνισε ότι είναι καθοριστικής σημασίας να υπάρξει δημόσιος διάλογος και να τοποθετηθούν ανοιχτά όλα τα κόμματα στα ζητήματα που θα τεθούν προς αναθεώρηση, επισημαίνοντας ότι η ευθύνη για τον καθορισμό των αναθεωρητέων άρθρων ανήκει αποκλειστικά στην επόμενη Βουλή.
Ο πρωθυπουργός δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο ευρύτερο πολιτικό κλίμα, κάνοντας λόγο για περιβάλλον πόλωσης που –όπως ξεκαθάρισε– δεν είναι ευθύνη της κυβέρνησης. Παρ’ όλα αυτά, υποστήριξε ότι οι συνταγματικές αναθεωρήσεις οφείλουν να λειτουργούν ως εργαλείο συνεννόησης και σύγκλισης, όχι ως αφορμή για νέες διαιρέσεις. «Οι συνταγματικές αναθεωρήσεις ήταν ευκαιρία πάντα για να δημιουργήσουν γέφυρες και όχι να ανοίξουν καινούργια ρήγματα», ανέφερε χαρακτηριστικά, καλώντας τα κόμματα να προσεγγίσουν τη διαδικασία με την απαιτούμενη θεσμική σοβαρότητα και πολιτική ωριμότητα. Η παρέμβασή του κλείνει με ένα σαφές μήνυμα: ότι οι μεγάλες θεσμικές αλλαγές απαιτούν συλλογική ευθύνη, υπέρβαση των κομματικών γραμμών και εστίαση στο δημόσιο συμφέρον.
Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή για τον χώρο της υγείας, όπου σημαντικά έργα που έχουν χρηματοδοτηθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης φτάνουν στο στάδιο της ολοκλήρωσης και ενσωματώνονται πλέον στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Πρόκειται για μια φάση ωρίμανσης επενδύσεων που μετασχηματίζουν ουσιαστικά τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος, με έμφαση όχι μόνο στη θεραπεία αλλά κυρίως στην πρόληψη.
Ήδη πάνω από 2,5 εκατομμύρια πολίτες έχουν συμμετάσχει σε προληπτικές εξετάσεις, σε μια πρωτοβουλία που αποτελεί τομή για τα ελληνικά δεδομένα. Η καινοτομία αυτή σηματοδοτεί μια νέα φιλοσοφία στον τομέα της υγείας: δεν εστιάζουμε απλώς στην αντιμετώπιση της ασθένειας όταν εκδηλωθεί, αλλά στη διατήρηση της υγείας και την έγκαιρη ανίχνευση των προβλημάτων πριν εξελιχθούν σε σοβαρά περιστατικά.
Το Υπουργείο Υγείας επαναπροσδιορίζει τον ρόλο του, όχι ως θεσμός διαχείρισης της ασθένειας αλλά ως φορέας προαγωγής της υγείας. Η πρόληψη τίθεται στο επίκεντρο των πολιτικών, αναδεικνύοντας ως βασική προτεραιότητα το δικαίωμα όλων των πολιτών να παραμένουν υγιείς και να απολαμβάνουν ποιοτικές υπηρεσίες φροντίδας.
Η υγεία και το Σύνταγμα συνδέονται ουσιαστικά όταν αντιληφθούμε ότι η συνταγματική αναθεώρηση δεν αποτελεί μια θεωρητική άσκηση για νομικούς ή πολιτικούς επιστήμονες, αλλά ένα ουσιαστικό εργαλείο βελτίωσης της καθημερινότητας των πολιτών. Η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι πράξη βαθιά πολιτική και ανθρώπινη, με στόχο να εξασφαλίσει καλύτερους όρους ζωής για όλους.
Θέματα που αγγίζουν την ιδιοκτησία, την προστασία του περιβάλλοντος, την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και τη λειτουργία του δημόσιου τομέα, όταν ενσωματώνονται στο θεμελιώδες νομικό πλαίσιο της χώρας, παύουν να είναι απλές πολιτικές επιλογές και μετατρέπονται σε εγγυήσεις δικαιωμάτων και ποιότητας ζωής. Όσα κι αν χωρίζουν τα πολιτικά κόμματα στα επιμέρους προγράμματα τους, η βάση του Συντάγματος είναι κοινή και δεσμευτική για όλους. Είναι το συμβόλαιο πάνω στο οποίο ορκιζόμαστε και το οποίο δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει.
Το ισχύον Σύνταγμα, το μακροβιότερο στη σύγχρονη ιστορία της χώρας, με αρχιτέκτονα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κατάφερε να αντέξει στον χρόνο γιατί δεν ήταν αποκομμένο από τον λαό και την εποχή του. Κάθε αναθεώρηση οφείλει να συνεχίσει αυτή την παράδοση: να εναρμονίζεται με τις ανάγκες και τις αξίες της εποχής, να μεταφράζει το κλίμα της κοινωνίας σε σταθερούς και δίκαιους θεσμούς. Αυτή είναι η πραγματική αξία του Συντάγματος: να εξελίσσεται χωρίς να αποκόπτεται, να προστατεύει χωρίς να παγιδεύει, να υπηρετεί χωρίς να εξουσιάζει.
Η ουσία της συνταγματικής αναθεώρησης δεν πρέπει να καθορίζεται από την πολιτική ένταση της συγκυρίας. Αντίθετα, είναι υποχρέωση και ευθύνη όσων συμμετέχουν στη διαδικασία να αφήσουν το θεσμικό βάθος της συζήτησης να παρασύρει το πολιτικό κλίμα προς το καλύτερο, όχι να το επιβαρύνουν με πρόσκαιρες αντιπαραθέσεις. Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν πεδίο σύγκρουσης. Είναι ευκαιρία για συνεννόηση.
Το γεγονός ότι τίθεται επίσημα σε κίνηση η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, καθιστά ακόμη πιο σημαντικό το ύφος της συζήτησης. Η συναίνεση δεν σημαίνει ομοφωνία ή εγκατάλειψη αρχών. Σημαίνει σεβασμό, υπευθυνότητα και επίγνωση του θεσμικού βάρους της διαδικασίας. Σημαίνει ότι ακόμα και μέσα από τις διαφωνίες, διατηρείται ένα επίπεδο πολιτικού πολιτισμού που τιμά τον ρόλο κάθε πλευράς.
Και δεν πρόκειται μόνο για πολιτική επιλογή, αλλά για θεσμική υποχρέωση: το ίδιο το Σύνταγμα απαιτεί τη διασφάλιση συναινετικού πλαισίου κατά την αναθεώρησή του. Η διακομματική ευθύνη να υπερασπιστούμε τον υπερκομματικό χαρακτήρα της συνταγματικής λειτουργίας δεν είναι τυπική διαδικασία — είναι θεμέλιο της δημοκρατίας μας.
Η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης στην Ελλάδα διέπεται από αυστηρούς και σαφώς καθορισμένους κανόνες, γεγονός που αποτελεί θεσμικό επίτευγμα και απόδειξη της ωριμότητας του πολιτεύματος. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι προηγούμενες τέσσερις αναθεωρήσεις πραγματοποιήθηκαν εντός των ορίων και των προβλέψεων του ισχύοντος Συντάγματος — ενός πλαισίου που εξασφαλίζει σταθερότητα, συνέχεια και νομιμοποίηση της διαδικασίας.
Καθώς η χώρα εισέρχεται στην πέμπτη συνταγματική αναθεώρηση, η παρούσα Βουλή έχει τον ρόλο της προτείνουσας: θα αποφασίσει ποια άρθρα προτείνει προς αναθεώρηση και θα τα παραπέμψει στην επόμενη Βουλή, η οποία και θα έχει την αναθεωρητική αρμοδιότητα. Η δυναμική της πλειοψηφίας στην πρώτη φάση καθορίζει και τις απαιτήσεις της δεύτερης: εάν η προτείνουσα Βουλή εγκρίνει την πρόταση με τουλάχιστον 180 ψήφους, η επόμενη θα χρειάζεται απλή πλειοψηφία για να ολοκληρώσει την αναθεώρηση. Αν όμως τα άρθρα περάσουν με λιγότερους από 180, τότε η επόμενη Βουλή απαιτεί πλειοψηφία τριών πέμπτων.
Ακόμη και τα ίδια τα «μαθηματικά» του Συντάγματος επιβάλλουν, επομένως, τη συναίνεση. Η θεσμική σταθερότητα δεν είναι απλώς μια θεωρητική αναγκαιότητα, αλλά ενσωματωμένη στο ίδιο το σύστημα ως απαίτηση λειτουργίας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας το υπενθυμίζει με σαφήνεια: η συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να είναι υπόθεση πλειοψηφικής επιβολής, αλλά προϊόν ευρύτερης συνεννόησης, με σκοπό τη διατήρηση της αξιοπιστίας και της ανθεκτικότητας του θεσμικού πλαισίου της χώρας.

