Η στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει σαφή στόχο να εδραιώσει την πολιτική του κυριαρχία, ενώ ταυτόχρονα να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να πετύχει μία τρίτη συνεχόμενη τετραετία στην εξουσία. Η επιλογή του να απορρίψει κατηγορηματικά την προοπτική συμμαχιών με άλλες πολιτικές δυνάμεις, και ιδίως με το ΠΑΣΟΚ, δεν είναι τυχαία. Ο Μητσοτάκης γνωρίζει πολύ καλά ότι τέτοιες συνεργασίες είναι δύσκολες και τοξικές, καθώς δεν προσφέρουν πραγματική πολιτική σταθερότητα και αποτελεσματικότητα. Η ιστορία των συμμαχιών σε προηγούμενες κυβερνήσεις του είδους αυτού έχει δείξει ότι οι διαφωνίες και οι αντιφάσεις των συνεργαζόμενων κομμάτων καταλήγουν σε αδιέξοδα και πολιτική αποδυνάμωση.
Για τον λόγο αυτό, ο Μητσοτάκης έχει ήδη σχεδιάσει τη στρατηγική του για τη δημιουργία μιας νέας αυτοδύναμης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Το πλάνο του αυτό δεν εξαρτάται μόνο από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, αλλά προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο να χρειαστούν δύο ή τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του. Αυτή η στρατηγική βασίζεται σε μια εκτίμηση των πολιτικών δεδομένων που επικρατούν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, τα οποία ενδυναμώνουν τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Σήμερα, η Νέα Δημοκρατία είναι σε πλεονεκτική θέση κυρίως λόγω της αποδιοργάνωσης της Κεντροαριστεράς και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα ακροδεξιά κόμματα. Η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική του αποδυνάμωση αφήνουν το ΠΑΣΟΚ ως το κύριο αντίπαλο δέος στη Νέα Δημοκρατία, αλλά και το ΠΑΣΟΚ δείχνει να «ξεφουσκώνει» πολιτικά, καθώς οι ψηφοφόροι του δεν φαίνεται να εμπιστεύονται τη σημερινή του ηγεσία και δεν ενδιαφέρονται για συνεργασίες με άλλες δυνάμεις.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις προσπάθειες να ανακάμψει, συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, καθώς η Αριστερά στην Ελλάδα φαίνεται διχασμένη και σε διαρκή εμφύλιο πόλεμο. Η αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ και η αδυναμία του να συσπειρώσει την Αριστερά κάνει τη Νέα Δημοκρατία κυρίαρχη δύναμη στον πολιτικό χάρτη.
Επιπλέον, δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια πρωτοβουλία που να μπορεί να ενώσει τα κόμματα της Κεντροαριστεράς, όπως το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Παρά τις προσπάθειες για συνεργασίες, οι ψηφοφόροι των δύο κομμάτων φαίνεται να είναι κατηγορηματικά αντίθετοι σε μία ενδεχόμενη συνεργασία. Περίπου το 60% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ είναι αντίθετο σε μία συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το ίδιο ισχύει και για τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ. Αυτή η πολιτική πολυδιάσπαση καθιστά αδύνατη την δημιουργία ενός ενιαίου μπλοκ που θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη Νέα Δημοκρατία.
Ακόμα κι αν οι ηγεσίες των δύο αυτών κομμάτων αποφάσιζαν να συνεργαστούν, το πολιτικό κόστος θα ήταν εξαιρετικά υψηλό. Οι κοινωνικές και πολιτικές αντιφάσεις μεταξύ των ψηφοφόρων των δύο κομμάτων είναι τεράστιες, γεγονός που καθιστά πρακτικά αδύνατη οποιαδήποτε ουσιαστική συνεργασία.
Συνολικά, η στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη βασίζεται στη συνεχιζόμενη πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας και στην αποδυνάμωση των αντιπάλων της. Η στρατηγική του περιλαμβάνει την ενίσχυση της ΝΔ, την εκμετάλλευση της διαρκούς διάσπασης της Κεντροαριστεράς και την αξιοποίηση της αδυναμίας των ακροδεξιών δυνάμεων, με στόχο τη διατήρηση της εξουσίας και την επιτυχία της τρίτης συνεχόμενης τετραετίας.