Οι περισσότεροι άνθρωποι αποφοιτούν από το σχολείο γνωρίζοντας τριγωνομετρία, αλλά όχι πώς δημιουργείται το χρήμα. Οι πολίτες διδάσκονται να συμμετέχουν στις εκλογές και να επιλέγουν κόμματα, αλλά ελάχιστες φορές ενημερώνονται για το ποιος και με ποιον τρόπο διαμορφώνει το οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κληθούν τα κόμματα αυτά να κυβερνήσουν.
Για περισσότερο από έναν αιώνα, η δυνατότητα δημιουργίας χρήματος ως τοκοφόρου χρέους έχει περάσει στα χέρια των ιδιωτικών τραπεζών, οι οποίες μέσω του πιστωτικού συστήματος έχουν συσσωρεύσει αθόρυβα οικονομική και πολιτική ισχύ σε βαθμό που διαμορφώνει τις συνθήκες ζωής ολόκληρων κοινωνιών.
Το αποτέλεσμα είναι μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων όπου τα κράτη πιέζονται από το βάρος των χρεών, οι πολιτικές αποφάσεις περιορίζονται από τις απαιτήσεις των πιστωτών και η κοινωνική ευημερία συχνά θυσιάζεται για τη σταθεροποίηση χρηματοοικονομικών ισολογισμών.
Η ουσία του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος βρίσκεται σε μια απλή αλλά ελάχιστα γνωστή αλήθεια. Το χρήμα δεν εκδίδεται κυρίως από το κράτος, αλλά δημιουργείται από τις τράπεζες τη στιγμή που χορηγούν δάνεια.
Όπως είχε επισημάνει από το 1959 ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Ρόμπερτ Άντερσον, όταν μια τράπεζα εγκρίνει ένα δάνειο, δημιουργεί λογιστικά μια νέα κατάθεση που πριν από λίγα δευτερόλεπτα δεν υπήρχε στον κόσμο. Αυτή η κατάθεση αποτελεί νέο χρήμα που εισάγεται σε κυκλοφορία. Η δημιουργία χρήματος συνδέεται έτσι άρρηκτα με τη δημιουργία χρέους και το γεγονός αυτό σημαίνει ότι για να συνεχίσει η οικονομία να λειτουργεί χωρίς κατάρρευση απαιτείται συνεχώς νέα πίστωση, νέα δάνεια, νέες υποχρεώσεις.
Εάν η ροή αυτής της πίστωσης επιβραδυνθεί, οι οφειλέτες αδυνατούν να εξυπηρετήσουν προηγούμενα χρέη, οι επιχειρήσεις καταρρέουν, η ανεργία αυξάνεται και η πολιτική πίεση για «διάσωση» των αγορών οδηγεί σε νέες παρεμβάσεις που πολλαπλασιάζουν τους κύκλους εξάρτησης.
Ορισμένοι από τους πιο προβεβλημένους επικριτές του συστήματος, από τον Χένρι Φορντ μέχρι σύγχρονους οικονομικούς αναλυτές, έχουν υποστηρίξει ότι αυτό το καθεστώς είναι δομικά άδικο, καθώς επιτρέπει την ιδιωτικοποίηση των κερδών της νομισματικής δημιουργίας ενώ κοινωνικοποιεί το κόστος των κρίσεων. Ακόμη και αν κάποιος αμφισβητεί τις πιο αιχμηρές εκδοχές αυτής της κριτικής, δεν μπορεί να αρνηθεί τη θεμελιώδη μαθηματική πραγματικότητα.
Όταν το χρήμα υπάρχει ως χρέος με τόκο, το σύστημα χρειάζεται διαρκώς περισσότερη ανάπτυξη και περισσότερη μόχλευση για να παραμείνει λειτουργικό, εγκλωβίζοντας κοινωνίες ολόκληρες σε μια μηχανή αέναης επέκτασης.
Η άνοδος αυτού του συστήματος συνδέεται ιστορικά με τη δημιουργία των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες συγκροτήθηκαν ως θεσμοί με διττό χαρακτήρα. Από τη μία πλευρά υπηρετούν δημόσιες αποστολές όπως η σταθερότητα των τιμών και η ασφαλής λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά, οι αποφάσεις τους λαμβάνονται συχνά με τρόπο ανεξάρτητο από τη δημοκρατική βούληση, ενώ ορισμένες από αυτές διαθέτουν ιδιωτική μετοχική δομή, όπως στην περίπτωση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ.
Πάνω από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες λειτουργεί η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών στη Βασιλεία, που συντονίζει τους παγκόσμιους χρηματοπιστωτικούς κανόνες χωρίς λογοδοσία προς τους πολίτες που επηρεάζονται από αυτούς. Η οικονομική τεχνοκρατία διαμορφώνει έτσι πολιτική πραγματικότητα χωρίς πολιτική συμμετοχή.
Οι συνέπειες αυτού του μοντέλου γίνονται εμφανείς όταν εξετάσουμε τον αντίκτυπο του δημοσίου χρέους. Τα περισσότερα κράτη έχουν συσσωρεύσει τεράστια χρέη που απαιτούν ετήσια καταβολή τόκων ανώτερη από ολόκληρους τομείς της κοινωνικής πολιτικής.
Οι τόκοι αποτελούν μεταφορά εθνικού πλούτου από το δημόσιο προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σε στιγμές κρίσης, όταν τα κράτη ζητούν στήριξη, η χρηματοδότηση συνοδεύεται από όρους όπως λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις και αναδιάρθρωση δημόσιων υπηρεσιών. Με αυτόν τον τρόπο, δημόσιες υποδομές περνούν συχνά σε ιδιωτικά χέρια και η οικονομική κυριαρχία υποχωρεί υπέρ των πιστωτών.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η απαίτηση για συνεχή οικονομική ανάπτυξη έχει αναδειχθεί σε υπέρτατη πολιτική εντολή. Το ΑΕΠ πρέπει να αυξάνεται διαρκώς για να εξυπηρετούνται οι τόκοι παλαιότερων χρεών.
Ακόμη και όταν η ανάπτυξη συνεπάγεται κοινωνικό κόστος ή περιβαλλοντική υποβάθμιση, η «στασιμότητα» απορρίπτεται ως αδιανόητη, επειδή απειλεί την ευστάθεια του πιστωτικού συστήματος. Η πολιτική συζήτηση περιορίζεται έτσι σε τεχνικές διαφοροποιήσεις διαχείρισης του ίδιου μοντέλου, ενώ η συζήτηση για την ίδια την αρχιτεκτονική του χρήματος και της πίστης αποσιωπάται.
Η περίπτωση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ αποκαλύπτει τη θεμελιώδη αντίθεση του συστήματος. Ενώ έχει εντολή προάσπισης του δημόσιου συμφέροντος, λειτουργεί με ιδιωτικά χαρακτηριστικά, λαμβάνοντας αποφάσεις που επηρεάζουν τον πλούτο εκατομμυρίων ανθρώπων χωρίς άμεση δημοκρατική λογοδοσία.
Ο μέσος πολίτης αγνοεί πώς η αύξηση των επιτοκίων, η ποσοτική χαλάρωση ή οι διασώσεις τραπεζών διαμορφώνουν το κόστος ζωής, την αγοραστική του δύναμη και τη βιωσιμότητα των θέσεων εργασίας.
Όταν το χρήμα δημιουργείται ως χρέος, ο τόκος λειτουργεί σαν ένας μόνιμος και αθέατος φόρος. Ο πληθωρισμός, που συχνά παρουσιάζεται ως αναπόφευκτη πλευρά της οικονομικής ανάπτυξης, μεταφέρει πλούτο από όσους ζουν με μισθούς και αποταμιεύσεις προς όσους κατέχουν περιουσιακά στοιχεία ή βρίσκονται κοντά στις πηγές νέου χρήματος. Η σταθερότητα αγοράζεται με κοινωνικό κόστος, το οποίο δεν αναγνωρίζεται δημοσίως.
Σε διεθνές επίπεδο, θεσμοί όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και παγκόσμιοι μηχανισμοί συντονισμού καθορίζουν τους όρους χρηματοδότησης των οικονομιών. Οι χώρες που αντιμετωπίζουν κρίσεις καλούνται να εφαρμόσουν πολιτικές που εξυπηρετούν πρωτίστως τις απαιτήσεις των πιστωτών, με τις κοινωνικές ανάγκες να έπονται. Η πολιτική βούληση των λαών υποχωρεί μπροστά στην αριθμητική των ισολογισμών.
Η εξουσία του χρήματος δεν περιορίζεται στο οικονομικό επίπεδο αλλά επεκτείνεται στον δημόσιο λόγο. Η ιδιοκτησία ή η επιρροή των μεγάλων χρηματοπιστωτικών συμφερόντων στα μέσα ενημέρωσης οδηγεί συχνά σε περιθωριοποίηση βαθιών κριτικών του συστήματος.
Οι πολίτες συζητούν αδιάκοπα τα συμπτώματα της κρίσης, αλλά όχι τους πραγματικούς μηχανισμούς δημιουργίας της. Η δημοκρατία καταντά επιλογή διαχειριστών του ίδιου μοντέλου.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναδύεται ένα βαθύ ηθικό ερώτημα. Αν το χρήμα είναι θεμέλιο της κοινωνικής λειτουργίας, πρέπει η διαχείρισή του να υπηρετεί αποκλειστικά την κερδοφορία ή πρέπει να σχεδιάζεται για το συλλογικό καλό; Κάθε οικονομικό σύστημα που απαιτεί άπειρη ανάπτυξη σε έναν πεπερασμένο πλανήτη παραβλέπει αναπόφευκτα τις οικολογικές και ανθρώπινες συνέπειες, αντιμετωπίζοντας τον πλούτο ως μέσο εξουσίας και όχι ως μέσο ευημερίας.
Η μεταρρύθμιση δεν απαιτεί ουτοπικές φαντασιώσεις, αλλά δημοκρατική διεκδίκηση βασικών αρχών. Οι πολίτες έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν πώς δημιουργείται το χρήμα, ποιος το λαμβάνει πρώτος, σε ποιον καταλήγει το κέρδος της νομισματικής δημιουργίας και πώς κατανέμονται τα βάρη των οικονομικών κρίσεων.
Ο σχεδιασμός πρέπει να στοχεύει στη διαφάνεια, στη συλλογική ευθύνη και στην ενίσχυση της κυριαρχίας των κοινωνιών έναντι των πιστωτικών μηχανισμών που σήμερα καθορίζουν τη μοίρα τους.
Το χρήμα είναι ένα εργαλείο δύναμης. Ο τρόπος δημιουργίας και διαχείρισής του καθορίζει τις δομές της εξουσίας, τις προοπτικές της ανάπτυξης, τα όρια της πολιτικής και τις προτεραιότητες των κοινωνιών. Όσο οι πολίτες μένουν στο σκοτάδι, η αρχιτεκτονική των οικονομικών αποφάσεων θα παραμένει στα χέρια μιας μικρής ελίτ με τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες να προσαρμόζονται στους κανόνες που άλλοι έχουν επιβάλει.
Η γνώση του πώς λειτουργεί η μηχανή του χρέους δεν είναι ζήτημα ακαδημαϊκής περιέργειας, αλλά προϋπόθεση για την ίδια τη δημοκρατία. Μέχρι να γίνει αυτή η αρχιτεκτονική αντικείμενο δημόσιας κατανόησης και πολιτικού ελέγχου, η κούρσα θα συνεχίζεται με καθορισμένο ρυθμό και με τους πολίτες να προσπαθούν να παραμείνουν όρθιοι σε έναν κόσμο όπου άλλοι ρυθμίζουν την ταχύτητα.

