Ούτε οι λέξεις «κραυγαλέα αδικία» ούτε η «κρατική αναλγησία» αρκούν για να περιγράψουν την τραγική καθημερινότητα μιας πενηντάχρονης γυναίκας στο Νεοχώρι Κυλλήνης, η οποία εδώ και δέκα χρόνια είναι καθηλωμένη στο κρεβάτι λόγω παραπληγίας και πάσχει από τη νευροεκφυλιστική νόσο Χάντινγκτον. Αντί να σταθεί δίπλα της, το κράτος την αφήνει ουσιαστικά αβοήθητη, εγκλωβίζοντάς την –μαζί με την οικογένειά της– σε έναν ατέλειωτο γραφειοκρατικό εφιάλτη, όπου ένα και μόνο χαρτί που απαιτείται προκειμένου να της χορηγηθεί η αναπηρική σύνταξη που δικαιούται, παραμένει θαμμένο σε υπηρεσιακά συρτάρια του ΕΦΚΑ εδώ και χρόνια. Τη στιγμή που η ίδια παλεύει με τον πόνο και την απόλυτη εξάρτηση, η κρατική ολιγωρία επιβαρύνει ακόμη περισσότερο μια ζωή βυθισμένη στη φτώχεια, στην απόγνωση και στην αγωνία για το αύριο.
Το μοναδικό της στήριγμα είναι ο ηλικιωμένος πατέρας της, ο οποίος με μία σύνταξη 330 ευρώ αγωνίζεται καθημερινά να καλύψει τα στοιχειώδη, χωρίς να μπορεί να εξασφαλίσει ούτε τα απαραίτητα φάρμακα που απαιτεί η κατάσταση της υγείας της κόρης του. Πολλές φορές, τα χρήματα δεν αρκούν ούτε για ένα πιάτο φαγητό και τότε η γειτονιά σπεύδει να βοηθήσει με ό,τι μπορεί, δείχνοντας πως η ανθρωπιά του απλού κόσμου παραμένει η μόνη πραγματική πρόνοια που τους στηρίζει. «Το παιδί μου δεν κάνει σωστή φαρμακευτική αγωγή γιατί δεν μπορώ να της την προσφέρω. Το μόνο που παίρνει για να μην πονάει είναι ένα αντιισταμινικό κάθε βράδυ», λέει δακρυσμένος ο πατέρας της, που ζει μια δεκαετία σε έναν ατέρμονο κύκλο αιτήσεων, επιτροπών, χαμένων εγγράφων και αναπάντητων τηλεφωνημάτων.
Ο ίδιος περιγράφει με απόγνωση πως όταν η κόρη του πέρασε για τελευταία φορά από υγειονομική επιτροπή στον Πύργο, ενημερώθηκε ότι οι υπηρεσίες θα έστελναν τον σχετικό φάκελο στην Πάτρα για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της σύνταξης. Έναν χρόνο αργότερα, μετά από συνεχείς οχλήσεις, του απάντησαν με απίστευτη ελαφρότητα ότι «το ξέχασαν» και ότι το έγγραφο δεν εστάλη ποτέ, με αποτέλεσμα να χαθεί η προθεσμία και μαζί της κάθε ελπίδα για άμεση επίλυση του προβλήματος. Για την οικογένεια αυτή, ο χρόνος δεν μετριέται σε ημέρες και μήνες, αλλά σε μαρτυρικές αναβολές, ενώ η ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνθλίβεται κάτω από το βάρος ενός συστήματος που αδυνατεί να φροντίσει τους πιο αδύναμους.
Η τραγωδία της οικογένειας δεν σταματά εκεί. Η μητέρα της 50χρονης έπασχε επίσης από τη νόσο Χάντινγκτον και απεβίωσε πριν από χρόνια, έχοντας ήδη κληρονομήσει τη θανατηφόρα αυτή πάθηση στα παιδιά της. Και τα τέσσερα κορίτσια της οικογένειας νοσούν από την ίδια ασθένεια: η μία έχει ήδη χάσει τη ζωή της, η πρωτότοκη φιλοξενείται σε ίδρυμα στη Βλαχέρνα, η μικρότερη είναι επίσης κατάκοιτη και τη φροντίζει η δική της οικογένεια, ενώ τη μεσαία κόρη έχει αναλάβει ο ίδιος ο πατέρας. «Την πήρα από την Αθήνα όταν την εγκατέλειψε ο άντρας της μόλις αρρώστησε. Τι να έκανα; Να άφηνα το παιδί μου; Να το πετάξω;» λέει συντετριμμένος ο Βασίλης Ασβεστάς, ένας άνθρωπος που εδώ και δεκαετίες σηκώνει μόνος του ένα βάρος που κανονικά θα έπρεπε να σηκώνει συντεταγμένα η πολιτεία.
Στο μικρό σπίτι του Νεοχωρίου, ένας πατέρας συνεχίζει να αγωνίζεται ενάντια στον χρόνο, στη φτώχεια και σε έναν απάνθρωπο γραφειοκρατικό μηχανισμό, με μοναδικό του όπλο την αγάπη για τα παιδιά του. Και όσο το κράτος αδυνατεί να συγκινηθεί από αυτή την ακραία ανθρώπινη δοκιμασία, εκείνος απευθύνει μια ύστατη έκκληση: να ακούσουν επιτέλους, να πράξουν το αυτονόητο, να δώσουν σε μια γυναίκα που στερήθηκε τα πάντα το δικαίωμα να ζήσει τουλάχιστον με αξιοπρέπεια.

