17 Νοεμβρίου, 2025
Παράξενα

Μια κοινωνία στα όρια – Σε έξαρση η νεανική βία, ο χουλιγκανισμός και η εγκληματικότητα

Έναν χρόνο πριν από την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης χρέους, στις αρχές του 2009, είχε διατυπωθεί η εκτίμηση ότι «οι πολίτες παρακολουθούν με ανησυχία μια κρίση που απειλεί, στην καλύτερη περίπτωση, να επιβαρύνει την καθημερινότητά τους και, στη χειρότερη, να τη μεταβάλει ριζικά. Όλα δείχνουν ότι τα δυσκολότερα βρίσκονται μπροστά και όχι πίσω».

Στην ίδια ανάλυση σημειωνόταν επίσης: «Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι αυξάνονται οι πιθανότητες ενός κοινωνικοοικονομικού κραδασμού, ο οποίος θα πλήξει θεμελιώδεις σταθερές της ζωής, όπως η εργασία, η σύνταξη και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Η σταδιακή αποσταθεροποίηση του κοινωνικού ιστού εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον ποιοτικά διαφορετικό από το παρελθόν» (Καθημερινή, 12/3/2009).

Η υπενθύμιση εκείνου του άρθρου προέκυψε με αφορμή τον θανάσιμο τραυματισμό ενός 20χρονου στη Χαλκίδα, ύστερα από οπαδική συμπλοκή — σε μια πόλη που δεν είχε παρόμοια περιστατικά στο παρελθόν. Μέχρι στιγμής έχουν συλληφθεί οκτώ άτομα, εκ των οποίων ένα φέρεται να επέστρεψε στον τόπο του εγκλήματος για να αλλοιώσει στοιχεία. Το γεγονός αυτό επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση την έξαρση της οπαδικής βίας, λίγους μόλις μήνες μετά τον θάνατο του αστυνομικού Γιώργου Λυγγερίδη από φωτοβολίδα κατά τη διάρκεια αγώνα βόλεϊ, αλλά και τη δολοφονία του 19χρονου Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα στους συλληφθέντες της υπόθεσης στη Χαλκίδα περιλαμβάνεται και ένας 19χρονος που είχε προσαχθεί το 2023 για τα επεισόδια στα οποία έχασε τη ζωή του ο Λυγγερίδης. Η δίκη για τη συγκεκριμένη υπόθεση ξεκινά την επόμενη Τετάρτη, με 142 κατηγορουμένους.

Ο χουλιγκανισμός συνιστά μια μορφή διάχυτης κοινωνικής σύγκρουσης, η οποία προϋπήρχε της οικονομικής κρίσης, αλλά εντάθηκε στη διάρκειά της. Παρόμοιες εκδηλώσεις κοινωνικής έντασης παρατηρούνται και στην εγκληματικότητα, που καλλιεργεί αίσθημα ανασφάλειας στους πολίτες. Οι χούλιγκαν εμφανίζονται ως φίλαθλοι αντιμαχόμενων ομάδων, όμως ο ανταγωνισμός αυτός λειτουργεί κυρίως ως πρόσχημα. Για εκείνους, το έμβλημα της ομάδας αποτελεί σύμβολο ταυτότητας, ενώ η αναμέτρηση είναι αφορμή και όχι αιτία. Η σύγκρουση καθίσταται αυτοσκοπός, συχνά ως μορφή κοινωνικής έκφρασης για άτομα που αισθάνονται αποκλεισμένα. Για τα ηγετικά στελέχη των οργανωμένων οπαδών, η δράση αυτή προσφέρει και μέσα κοινωνικής ή οικονομικής επιβεβαίωσης.

Σημαντικό μέρος της ευθύνης αποδίδεται στους ιδιοκτήτες μεγάλων ΠΑΕ, οι οποίοι στο παρελθόν ανέχθηκαν ή και ενίσχυσαν το φαινόμενο, προσφέροντας κάλυψη στους συνδέσμους και καλλιεργώντας μια κουλτούρα ανοχής στη βία. Οι οργανωμένοι σύνδεσμοι λειτούργησαν, σε πολλές περιπτώσεις, όχι μόνο ως χώροι κοινωνικοποίησης περιθωριοποιημένων νέων, αλλά και ως εστίες παράνομων δραστηριοτήτων — από διακίνηση ναρκωτικών έως στρατολόγηση μπράβων.

Μετά τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού, η Πολιτεία προχώρησε σε μέτρα περιορισμού των συνδέσμων, ωστόσο τα αποτελέσματα υπήρξαν περιορισμένα. Παρά τις παρεμβάσεις, ο χουλιγκανισμός φαίνεται να έχει μεταφερθεί εκτός των γηπέδων, με περιστατικά βίας να εκδηλώνονται ακόμη και σε δημόσιους χώρους ή κατά τη διάρκεια δικαστικών διαδικασιών, όπως πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη.

Η εγκληματικότητα αποτελεί μια ακόμη εκδήλωση της κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Περιστατικά ληστειών, δολοφονιών και οργανωμένων εγκληματικών ενεργειών απασχολούν συχνά την επικαιρότητα. Αν και δεν αποτελεί αποκλειστικό αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, η επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών την τροφοδοτεί, οδηγώντας σε περαιτέρω διάβρωση του κοινωνικού ιστού.

Ανησυχητική είναι και η αύξηση της εγκληματικότητας ανηλίκων, που εκδηλώνεται με βιαιότητες, μαχαιρώματα και διακίνηση ναρκωτικών. Η ασταθής εργασιακή κατάσταση πολλών νέων, η έλλειψη προοπτικών και η κοινωνική περιθωριοποίηση οδηγούν ορισμένους στην παραβατικότητα. Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται και μεταξύ κοινωνικών ομάδων με περιορισμένες δυνατότητες ένταξης, όπως μετανάστες ή Ρομά, χωρίς αυτό να συνδέεται με φυλετικούς, αλλά με κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες.

Η συζήτηση γύρω από την εγκληματικότητα συχνά εκτρέπεται σε αντιπαράθεση ιδεολογικών στερεοτύπων. Ο ισχυρισμός ότι η εγκληματικότητα οφείλεται αποκλειστικά σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού είναι αυθαίρετος, όπως εξίσου αυθαίρετη είναι και η εκ των προτέρων αθώωσή τους για λόγους πολιτικής ορθότητας.

Τα φαινόμενα βίας και ένοπλων ληστειών έχουν πάψει να είναι σποραδικά, ενώ η χρήση πυροβόλων όπλων από κακοποιούς εντείνει το αίσθημα ανασφάλειας. Η άρνηση της πραγματικότητας δεν συμβάλλει στην επίλυσή της· αντίθετα, ενισχύει ακραίες αντιδράσεις και κοινωνικές εντάσεις. Το ίδιο ισχύει και για τον χουλιγκανισμό: η αντιμετώπιση του φαινομένου στη ρίζα του δεν είναι μόνο ζήτημα αστυνόμευσης, αλλά πρωτίστως πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης.

Η Ελλάδα δείχνει να βιώνει έναν υπόγειο, αλλά ολοένα πιο φανερό «κοινωνικό πόλεμο». Σχολεία, γήπεδα και δρόμοι μετατρέπονται σε πεδία σύγκρουσης, ενώ η πολιτεία καλείται να διαχειριστεί ένα φαινόμενο που απειλεί να ξεφύγει από κάθε έλεγχο.