11 Ιουλίου, 2025
Ελλάδα

Μια Ελλάδα ξέμπαρκη, παραμελημένη και αποκομμένη από κάθε πραγματικότητα

Ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στη Λιβύη, με σταθμούς στην Τρίπολη υπό τον έλεγχο του Αμπντουλχαμίντ Ντμπεϊμπά και στη Βεγγάζη, έδρα του στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ. Η αποστολή του υπουργού συνοδεύεται από ευχές επιτυχίας, καθώς η Ελλάδα προσδοκά τη σταθεροποίηση μιας σχέσης που έχει εξελιχθεί επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια. Η προσμονή για απτά αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα έντονη, δεδομένων και των προηγούμενων διπλωματικών προσπαθειών του ίδιου, όπως η επίσκεψη στις αρχές Ιουνίου στο Κάιρο, η οποία σχετιζόταν με την κρίση γύρω από τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά.

Οι ευχές για επιτυχία δεν συνεπάγονται κατ’ ανάγκη και αποδοχή των όσων μπορεί να παρουσιαστούν από το κυβερνητικό αφήγημα την επόμενη ημέρα. Σε ένα περιβάλλον όπου η επικοινωνιακή κυριαρχία της κυβέρνησης είναι σταθερή, η Ελλάδα, ως μικρομεσαία χώρα, εμφανίζεται να χάνει τον προσανατολισμό της στον διεθνή στίβο. Η κάθε χώρα προσδιορίζεται διεθνώς από την πραγματική της θέση και δυνατότητες, ανεξαρτήτως του πώς αντιλαμβάνεται εσωτερικά τον εαυτό της ή του πώς επιθυμεί να παρουσιάζεται στο εσωτερικό της κοινωνίας, όπου οι ηγεσίες προσπαθούν να επιβάλλουν την αφήγησή τους.

Η αναφορά στις μεγάλες δυνάμεις και στη χρήση της ιστορικής μνήμης για τη νομιμοποίηση εξουσίας είναι χαρακτηριστική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και στην περίοδο Τραμπ, αντλούσαν νομιμοποίηση από τις αξίες της Επανάστασης και την εποχή του Ρούζβελτ. Στη Γαλλία, η άνοδος του Εμανουέλ Μακρόν ενεργοποίησε ιστορικές μνήμες που παραπέμπουν στον Ναπολέοντα και στον στρατηγό Ντε Γκωλ, ενώ η Ρωσία του Πούτιν χρησιμοποιεί το αφήγημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης. Η Τουρκία του Ερντογάν ενισχύει το οθωμανικό φαντασιακό παρελθόν. Η συλλογική μνήμη λειτουργεί παρόμοια και σε μικρότερα κράτη, όπως η Ελβετία με τον Γουλιέλμο Τέλλο ή το Βέλγιο με την αποικιακή του ιστορία και την αντίσταση στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η επίσκεψη του Γεραπετρίτη ανακαλεί στη μνήμη την επεισοδιακή επίσκεψη του προκατόχου του, Νίκου Δένδια, τον Νοέμβριο του 2022, η οποία εξελίχθηκε σε διπλωματικό επεισόδιο. Ο Δένδιας είχε προσγειωθεί στην Τρίπολη με σκοπό να συναντήσει τον Πρόεδρο Μοχάμαντ Μένφι, αλλά βρέθηκε προ απροόπτου όταν τον υποδέχθηκε η Υπουργός Εξωτερικών, Νάιλα Μανγκούς, η οποία είχε υπογράψει την τουρκο-λιβυκή συμφωνία με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου, βασισμένη στο Τουρκολιβυκό Μνημόνιο του 2019. Το Μνημόνιο αυτό εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο των εντάσεων Ελλάδας–Λιβύης, λόγω των ενεργειακών ερευνών νοτίως της Κρήτης. Ο Δένδιας αποχώρησε από την Τρίπολη και μετέβη στη Βεγγάζη, όπου παρέδωσε ανθρωπιστική βοήθεια, περιλαμβανομένων εκατοντάδων χιλιάδων δόσεων εμβολίων κατά της COVID-19. Στη συνέχεια, η ελληνική ανθρωπιστική αποστολή του Σεπτεμβρίου 2023 στη Λιβύη κατέληξε τραγικά, με τρεις νεκρούς Έλληνες αξιωματικούς, και η διερεύνηση των συνθηκών της τραγωδίας έμεινε χωρίς ουσιαστική συνέχεια.

Η Τουρκία, αντιθέτως, διατηρεί πολυδιάστατη παρουσία και σχέσεις και με τις δύο βασικές παρατάξεις της Λιβύης. Η Άγκυρα, έχοντας προ πολλού υπογράψει στρατιωτική συμφωνία με το καθεστώς της Τρίπολης, ενισχύει τη θέση της με την παροχή υποδομών, εμπορικών υπηρεσιών και με θεσμική προσαρμοστικότητα στις ανάγκες τόσο της Τρίπολης όσο και της Βεγγάζης. Η ελληνική προσέγγιση βασίζεται σε δύο θεμελιώδεις αντιλήψεις: την προσήλωση στο διεθνές δίκαιο –όπως το ερμηνεύει η ίδια– και την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εφαρμογή αυτής της λογικής στην πράξη φαίνεται να είναι ανεπαρκής για να εξασφαλίσει τη γεωπολιτική επιρροή που η Ελλάδα προσδοκά.

Η προσέγγιση αυτή καταγράφεται και στις σχέσεις με την Αίγυπτο, αλλά κυρίως στο πολύπλοκο πλέγμα ελληνοτουρκικών σχέσεων: από τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό και τα θαλάσσια πάρκα έως τις πρωτοβουλίες του καλωδίου Great Sea Interconnector, τον ρόλο της Τουρκίας στις θαλάσσιες πολιτικές της Ε.Ε. στη Μαύρη Θάλασσα, και τη συμμετοχή της στους εξοπλιστικούς σχεδιασμούς ReArm Europe και SAFE. Επίσης, στον διπλωματικό μαραθώνιο γύρω από τις ελληνοτουρκικές διμερείς συναντήσεις στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, οι οποίες συνεχώς αναβάλλονται, με τελευταίο επεισόδιο τη συνάντηση της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου και του Τάσου Χατζηβασιλείου με τον Μεχμέτ Κεμάλ Μποζάι.

Παρά τις συχνές διαψεύσεις αυτής της προσέγγισης και την επαναλαμβανόμενη επιστροφή στην πραγματικότητα ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα με περιορισμένες δυνατότητες, αυτή η συνειδητοποίηση δεν φαίνεται να αποτυπώνεται στην ηγεσία –πολιτική και μη– ούτε και στην κοινή γνώμη. Η κοινωνία παραμένει εγκλωβισμένη στις αφηγήσεις των πολιτικών ηγεσιών και των μέσων ενημέρωσης, οι οποίες επιλέγουν να προβάλλουν μια εικόνα υπεροχής και ορθότητας των ελληνικών θέσεων.

Η αντίληψη αυτή δεν είναι καινούργια. Οι Έλληνες τείνουν να βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από ιστορικά πρότυπα, που ανατρέχουν στην αρχαιότητα, κάτι που αναγνωρίζεται παγκοσμίως, από την Ουάσινγκτον έως το Βερολίνο, με την αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική να κοσμεί δημόσια κτήρια. Παράλληλα, το αφήγημα του μικρού, ηρωικού λαού παραμένει ισχυρό, με αναφορές στον Αγώνα του 1821, στους Φιλέλληνες και στον Μπάιρον, αλλά και στην Αντίσταση κατά του Άξονα. Οι φιγούρες του Ιωάννη Καποδίστρια και του Ελευθερίου Βενιζέλου διατηρούν εξέχουσα θέση στη συλλογική μνήμη, παρά τα τραγικά ή αμφιλεγόμενα τέλη τους.

Η μνήμη, ωστόσο, αποδυναμώνεται όσο πλησιάζει στο παρόν. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνομιλούσε με Ευρωπαίους ηγέτες ως ισότιμος εταίρος, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε στενές σχέσεις με διεθνείς ηγέτες όπως η Ίντιρα Γκάντι και ο Γιασέρ Αραφάτ, και ο Κώστας Σημίτης συμμετείχε ενεργά στις ευρωπαϊκές διεργασίες για τη Συνταγματική Συνθήκη. Παρά ταύτα, η σημερινή Ελλάδα φαίνεται να αρκείται σε αναμνήσεις, ενώ η διεθνής της επιρροή υποχωρεί.

Η σκηνή του Κυριάκου Μητσοτάκη να απευθύνεται στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών και να χειροκροτείται από την Αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις και την Πρόεδρο της Βουλής Νάνσι Πελόζι έγινε αντικείμενο εσωτερικής προβολής, όμως δεν συνοδεύτηκε από ουσιαστική γεωπολιτική επιρροή. Αντιθέτως, η δήλωση “We are at war with Russia” και η επίκληση της “σωστής πλευράς της Ιστορίας” ενίσχυσαν την εικόνα μιας Ελλάδας αποκομμένης από τη διεθνή πραγματικότητα. Η διαχείριση αυτής της απόστασης αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την αξιοπιστία και τη σταθερότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Με αιχμές και αιτήματα η Άγκυρα στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ – Παθητική η ελληνική παρουσία

Με σαφείς επιδιώξεις και στοχευμένες διεκδικήσεις αναχώρησε από την Άγκυρα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με προορισμό τη Χάγη, όπου στις 24 και 25 Ιουνίου διεξάγεται η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ. Ο Τούρκος πρόεδρος κατέστησε σαφές ότι η συμμετοχή της Τουρκίας δεν θα είναι τυπική, αλλά θα στοχεύσει σε συγκεκριμένα οφέλη, δίνοντας έμφαση στην ενίσχυση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας.

Κύριο αίτημα της Άγκυρας αποτελεί η πλήρης άρση περιορισμών και εμποδίων που, όπως υποστηρίζει, παρακωλύουν τη συμμετοχή της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας στη διατλαντική και ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική. «Με στόχο την ενίσχυση της άμυνας και την αποτελεσματικότερη λειτουργία του στρατού, δεν θεωρούμε σωστό να τίθενται εμπόδια στο εμπόριο αμυντικών προϊόντων μεταξύ των συμμάχων. Αυτά τα εμπόδια και οι περιορισμοί πρέπει να αρθούν αμέσως και χωρίς καμία προϋπόθεση», δήλωσε ο Τούρκος πρόεδρος, τονίζοντας τη σημασία της ίσης μεταχείρισης στο εσωτερικό της Συμμαχίας.

Παράλληλα, σύμφωνα με πληροφορίες από τουρκικές διπλωματικές πηγές, έχει προσυμφωνηθεί συνάντηση του Ερντογάν με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στο περιθώριο της Συνόδου, το βράδυ της Τρίτης στη Χάγη. Αν και από την αμερικανική πλευρά δεν έχει υπάρξει επίσημη επιβεβαίωση, η προοπτική αυτής της διμερούς επαφής αναδεικνύει τη στρατηγική της Άγκυρας να ενισχύσει την τουρκοαμερικανική συνεργασία, σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και γεωπολιτικές ανακατατάξεις.

Ο Τούρκος πρόεδρος, ωστόσο, δεν περιορίστηκε σε ζητήματα που αφορούν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις δημόσιες παρεμβάσεις του έθιξε και τις εξελίξεις στην αμυντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλώνοντας ότι η Τουρκία επιδιώκει την πλήρη ένταξή της στις πρωτοβουλίες ασφαλείας της Ένωσης. Υποστήριξε μάλιστα ότι η χώρα του «συμβάλλει στην ασφάλεια της Ευρώπης περισσότερο από το σύνολο πολλών μελών» και, ως εκ τούτου, πρέπει να ενσωματωθεί ισότιμα στις αμυντικές δομές. Επικαλέστηκε, δε, το προηγούμενο χωρών όπως η Βρετανία και η Νορβηγία, που ενώ δεν είναι μέλη της ΕΕ, συμμετέχουν ενεργά σε αμυντικές πρωτοβουλίες.

Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Χάγη διεξάγεται εν μέσω αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων. Σύμφωνα με τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, η αρχική στόχευση της Συνόδου να επικεντρωθεί στους αμυντικούς προϋπολογισμούς και στις σχετικές δεσμεύσεις των κρατών-μελών ενδέχεται να επισκιαστεί από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και τις πρόσφατες αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του Ιράν. Η παρουσία του Ντόναλντ Τραμπ, που επιβεβαιώθηκε από τον Ολλανδό πρωθυπουργό, προσδίδει επιπλέον βαρύτητα στη Σύνοδο και αναμένεται να δώσει νέα διάσταση στις συζητήσεις για τον ρόλο των ΗΠΑ στη Συμμαχία.

Την ώρα που η Άγκυρα προβάλλει αιτήματα, ενισχύει τις θέσεις της και επιδιώκει στρατηγικές συνεργασίες, η ελληνική πλευρά εμφανίζεται χωρίς συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Παρά τη γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας και τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, η απουσία δημόσιας διατύπωσης εθνικών διεκδικήσεων ή διαφοροποίησης από τις τουρκικές απαιτήσεις προκαλεί ερωτήματα. Η στάση αυτή καταγράφεται από αναλυτές ως παθητική, ιδίως σε σύγκριση με την ενεργή διπλωματική κινητικότητα της Άγκυρας.

Εάν οι τουρκικές αξιώσεις για συμμετοχή στην ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική και για πλήρη ελευθερία κινήσεων στην αμυντική βιομηχανία γίνουν αποδεκτές, η Άγκυρα θα ενισχύσει περαιτέρω τη θέση της στο διατλαντικό πλαίσιο. Αντίθετα, η Ελλάδα δεν εμφανίζεται να προβάλλει εναλλακτικές προτάσεις ή να επιδιώκει παρόμοια ενίσχυση της στρατηγικής της θέσης, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα περιβάλλον στο οποίο οι σύμμαχοι ενδέχεται να κληθούν να επιλέξουν μεταξύ μιας επιθετικής τουρκικής διπλωματίας και μιας στατικής ελληνικής προσέγγισης.