17 Νοεμβρίου, 2025
Πολιτική

«Μετά το Κυνήγι» – Η Αμερική του παραλογισμού και της αυτοαναίρεσης

Στην πιο ώριμη φάση της καριέρας της, η Τζούλια Ρόμπερτς υποδύεται την καθηγήτρια Άλμα, μια ακαδημαϊκό που βρίσκεται αντιμέτωπη με το τέρας που η ίδια —και το πανεπιστημιακό σύστημα γύρω της— συνέβαλαν να θρέψουν: τον ηθικό φανατισμό της εποχής. Το After the Hunt δεν είναι απλώς μια ταινία για την κατάρρευση ενός προσώπου, αλλά για την πτώση ενός ολόκληρου πολιτισμικού οικοδομήματος, της μεταμοντέρνας, «προοδευτικής» Αμερικής που στραγγαλίζει τη σκέψη της στο όνομα της ευαισθησίας και της ταυτότητας.

Η ταινία ανατέμνει με οξύτητα τη woke ιδεολογία των πανεπιστημίων —ένα είδος νέας θεοκρατίας, όπου η ελευθερία λόγου, η ειρωνεία και η αμφιβολία διώκονται ως αμαρτήματα. Ο σκηνοθέτης κινείται με μαεστρία ανάμεσα στη σάτιρα και το δράμα, εκθέτοντας μια κοινωνία που αυτολογοκρίνεται για να παραμείνει «καθαρή». Το σενάριο είναι βαθιά αμερικανικό, γραμμένο σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο που ταλαντεύεται ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους, ανάμεσα στην ψευδαίσθηση της προόδου και τη νοσταλγία του συντηρητισμού. Μια χώρα εγκλωβισμένη σε ένα διπολικό σύστημα που έχει απωλέσει κάθε ηθικό προσανατολισμό, υποτάσσοντας την αλήθεια στο χρηματιστήριο του υλικού κέρδους και της ψηφιακής αποδοχής.

Η ιδιοφυΐα του σεναρίου έγκειται στο ότι αποφεύγει τον διδακτισμό. Δεν παίρνει ξεκάθαρα θέση —ή, καλύτερα, παίρνει θέση υπέρ της σκέψης. Αν και γέρνει ελαφρώς προς τη ρεπουμπλικανική κριτική της πολιτικής ορθότητας, καταφέρνει να μείνει ανθρώπινη και φιλοσοφικά ανήσυχη. Θα συγκινήσει, αναμφίβολα, τους ώριμους θεατές που βλέπουν γύρω τους έναν κόσμο να παραφρονεί μέσα στην ηθική του αυτοκαταστροφή. Η νεολαία, αντίθετα, θα την προσπεράσει. Η Generation X, κουρασμένη από τις εμμονές των προηγούμενων γενεών, αναζητά στην αυτοβελτίωση τη λύση, όχι στην επανάσταση. Και η ταινία απευθύνεται ακριβώς σε εκείνους που νιώθουν το ρήγμα ανάμεσα στην αυθεντικότητα και τον κοινωνικό φαρισαϊσμό.

Η δραματουργική σύλληψη είναι εξαιρετική: η Άλμα, καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Γέιλ, βρίσκεται σε επαγγελματικό και προσωπικό αδιέξοδο όταν μια φοιτήτριά της καταγγέλλει έναν συνάδελφο για σεξουαλική κακοποίηση —και ταυτόχρονα, ένα μυστικό από το δικό της παρελθόν απειλεί να τη συντρίψει. Στο κέντρο της αφήγησης δεν βρίσκεται η ίδια η κακοποίηση, αλλά η απώλεια της ικανότητας διάκρισης. Μια κοινωνία που δεν ξέρει πια να κρίνει, μόνο να καταγγέλλει. Ένα πανεπιστήμιο που δεν ερευνά, μόνο ακυρώνει. Και μια γυναίκα που αντιλαμβάνεται πολύ αργά ότι η επιθυμία για δικαιοσύνη χωρίς μέτρο μετατρέπεται σε εκδίκηση.

Η ταινία βρίθει από συμβολισμούς και αλληγορίες: η καθηγήτρια, που κάποτε και η ίδια είχε βρεθεί στο επίκεντρο φημών για «ανάρμοστη σχέση» με φοιτητή της, τώρα αναγκάζεται να δει τον εαυτό της στον καθρέφτη των νέων. Ο κύκλος της υποκρισίας κλείνει αργά, βασανιστικά. Το πανεπιστήμιο, ως μικρογραφία της κοινωνίας, λειτουργεί σαν θάλαμος ηχούς όπου το πλήθος καταδικάζει χωρίς να ακούει.

Στο φινάλε, η Άλμα, εξαντλημένη και εξαγνισμένη, στρέφεται στους φοιτητές της με ένα λόγο σχεδόν εξομολογητικό —μια κραυγή ενάντια στην παράνοια της εποχής: «Όχι άλλος εγωκεντρισμός, όχι άλλος ναρκισσισμός, όχι άλλο κυνήγι της ηδονής και της αυτοεπιβεβαίωσης. Μάθετε να ζείτε!». Μια φράση που συνοψίζει όλο το πνεύμα της ταινίας: Get a life —and let others live theirs.

Η σκηνοθεσία είναι στιβαρή, η φωτογραφία ψυχρή και υπαινικτική, ενώ τα οπτικοακουστικά μέσα λειτουργούν με χειρουργική ακρίβεια, αγγίζοντας τις κοινωνικές πληγές σε πραγματικό χρόνο. Είναι μια ταινία που γράφεται με τη γλώσσα της εποχής —της σύγχυσης, του φόβου, της υπερπληροφόρησης— και ταυτόχρονα τη σχολιάζει με οξυδέρκεια. Δεν ξέρουμε αν θα αντέξει στο χρόνο, γιατί η διαχρονικότητα δεν κρίνεται εν θερμώ. Αλλά είναι αναμφίβολα έργο-ορόσημο για την εποχή της.

Η Τζούλια Ρόμπερτς παραδίδει μια ερμηνεία καθηλωτική, ίσως την καλύτερη της καριέρας της. Μακριά από τη γοητευτική περσόνα του παρελθόντος, εμφανίζεται με πρόσωπο χαραγμένο από το χρόνο, με βλέμμα κουρασμένο αλλά γεμάτο βάθος. Η κάμερα την κοιτάζει κατάματα και εκείνη δεν αποστρέφει το βλέμμα. Δεν παίζει τον ρόλο —είναι ο ρόλος. Ο Πανδαμάτωρ Χρόνος, αντί να τη φθείρει, της δίνει ντοστογιεφσκική πυκνότητα.

Το After the Hunt είναι μια δριμύτατη κοινωνική κριτική που δεν χαρίζεται σε κανέναν. Μια καταγγελία, άμεση και έμμεση μαζί, του πολιτισμού της ευθιξίας και της ιδεολογικής αυθεντίας. Παρωδεί με έξυπνο τρόπο τα ακατανόητα «μετανεωτερικά» φληναφήματα που μαστίζουν τον ακαδημαϊκό λόγο και φέρνει την ηρωίδα αντιμέτωπη με τους ίδιους τους μαθητές της —παιδιά μιας γενιάς που δεν αντέχει να ακούσει τη λέξη «όχι».

Και πίσω από όλα, ένα υπαρξιακό μήνυμα: πολλά ενήλικα άτομα δεν έχουν εκπαιδεύσει το εσωτερικό τους παιδί. Κινούνται ως ψυχοπαθολογικές βόμβες σε έναν κόσμο που παριστάνει τον ώριμο, αλλά παραμένει βρέφος. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τους άλλους ως κουδουνίστρες της δικής τους συναισθηματικής αδυναμίας. Η ταινία, με την ωριμότητα και το θάρρος της, τα λέει όλα αυτά χωρίς κραυγές.

Δείτε την προσεκτικά. Θα αναγνωρίσετε πρόσωπα, συμπεριφορές, καταστάσεις. Και ίσως, αν σταθείτε για λίγο σιωπηλοί, νιώσετε ότι αυτό το φαινομενικά «αμερικανικό» δράμα αφορά πολύ περισσότερο τη δική μας εποχή απ’ όσο θέλουμε να πιστεύουμε.

Mετά το Κυνήγι

After the Hunt, 2025, Έγχρωμη, Διάρκεια: 139′, Δραματική, Αμερικανοϊταλική

Καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Γέιλ, η Άλμα θα βρεθεί σε προσωπικό και επαγγελματικό αδιέξοδο όταν μια φοιτήτριά της καταγγείλει ένα συνάδελφό της για σεξουαλική κακοποίηση, ενώ ταυτόχρονα ένα μυστικό από το δικό της παρελθόν απειλεί να έρθει στο φως.

Σκηνοθεσία: Λούκα Γκουαντανίνο
Με τους: Άντριου Γκάρφιλντ, Μάικλ Στάλμπαργκ, Τζούλια Ρόμπερτς, Άγιο Εντέμπιρι