Ο Υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Βασίλης Κικίλιας, βρέθηκε στη Σάμο για να επιθεωρήσει τα… αόρατα έργα, να μοιράσει «πατριωτικές» ευχαριστίες και να εξαγγείλει τη γνωστή παρτίδα εξοπλισμών, προσλήψεων και τεχνολογικών «θαυμάτων» — κάμερες, drone, δορυφορικά μάτια κι όλα τα καλούδια της ψηφιακής επιτήρησης. Για το Λιμενικό, φυσικά. Όχι για την ασφάλεια των πολιτών. Αλλά για να μπορεί η εικόνα να δείχνει επαγγελματισμό όσο ο πραγματικός ρόλος του Σώματος γίνεται όλο και πιο… αφανής.
Ο κύριος Κικίλιας, φορώντας τη γνωστή πανοπλία ευγνωμοσύνης και εθνικής ρητορείας, δήλωσε υπερήφανος για τους λιμενικούς, για το έργο τους στα θαλάσσια σύνορα και την “υψηλή τους αίσθηση καθήκοντος”. Αντί όμως για πολιτική αυτοκριτική ή κάποια ουσιαστική στρατηγική, περιορίστηκε – για άλλη μια φορά – σε θερμά λόγια, επισκέψεις δημοσίων σχέσεων και μια ακόμα αλληλουχία «δεσμεύσεων» που σπάνια φτάνουν στην πράξη.
Με ένα ρεπερτόριο που θα ζήλευε ακόμη και θεατρικός μονόλογος, έσπευσε να κατακεραυνώσει τους επικριτές των λιμενικών και να αποδώσει τις ευθύνες για τους πνιγμούς στο Αιγαίο αποκλειστικά στους διακινητές. Για τις πολιτικές αποφάσεις που οπλίζουν την αδράνεια και ευνοούν την αποσάθρωση του προσφυγικού μηχανισμού, ούτε λέξη.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισαν τα γνωστά εγκώμια: συναντήσεις με Περιφερειάρχες, Δημάρχους, Μητροπολίτες, επαίνους σε υπηρεσίες, συγχαρητήρια στα πληρώματα, ένα ακόμα πακέτο εξαγγελιών για λιμενικές υποδομές — ανακοινώσεις που ανακυκλώνονται χρόνια, σαν μποφόρ που δεν φτάνει ποτέ στην ακτή.
Κι όλα αυτά, την ώρα που η πραγματικότητα για τους νησιώτες και τους ακρίτες δεν αλλάζει: εγκατάλειψη, υποστελέχωση, ελλιπή μέσα, υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα.
Όσο για το κλείσιμο της περιοδείας με επίσκεψη στην Ιερά Μητρόπολη; Μια παραδοσιακή πινελιά για να επιβεβαιωθεί ότι στην Ελλάδα, όταν τελειώσουν τα «έργα», αρχίζουν τα θαύματα.