Στις 19 Μαΐου 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα, εγκαινιάζοντας τη σκληρότερη και πιο αιματηρή φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Η ημερομηνία αυτή, που από την επίσημη τουρκική ιστοριογραφία παρουσιάζεται ως η αρχή του εθνικού αγώνα για ανεξαρτησία, σήμανε για τον ποντιακό ελληνισμό την απαρχή του απόλυτου εφιάλτη. Με την ανοχή και τη συνεργασία των τοπικών αρχών αλλά και των παρακρατικών ομάδων, ξεκίνησε μια οργανωμένη και συστηματική επιχείρηση αφανισμού: εκτελέσεις, απελάσεις, βασανισμοί, καταναγκαστικά τάγματα εργασίας, πυρπολήσεις χωριών και εκτεταμένοι βιασμοί. Οι Ελληνοπόντιοι εξολοθρεύονταν όχι μόνο με τα όπλα, αλλά και μέσω εξαντλητικών πορειών θανάτου προς το εσωτερικό της Ανατολίας. Η βιαιότητα αυτής της δεύτερης φάσης ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, περισσότεροι από 200.000 Πόντιοι είχαν χάσει τη ζωή τους, ενώ αρκετοί ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό των θυμάτων στους 350.000. Η γενοκτονία των Ποντίων παραμένει ένα από τα πιο μαύρα και τραγικά κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας, που ακόμα ζητά παγκόσμια αναγνώριση.
Ο Μάιος είναι μήνας μνήμης για τους ξεριζωμένους πληθυσμούς του Ελληνισμού της Ανατολής – από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο μέχρι την Ιωνία, τη Βιθυνία, την Καππαδοκία και την Ανατολική Θράκη. Είναι μήνας που η ιστορική συνείδηση επιστρέφει με πόνο, θυμό και χρέος. Στις 19 Μαΐου 1919, μια μέρα σαν σήμερα, ο Μουσταφά Κεμάλ, εθνικιστής αξιωματικός του οθωμανικού στρατού, αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα του Πόντου. Επικαλούμενος δήθεν εσωτερική αποστολή, κήρυξε ουσιαστικά ανταρσία κατά της ήδη παρακμάζουσας Οθωμανικής Αρχής και ξεκίνησε τη στρατιωτική και ιδεολογική θεμελίωση του κεμαλικού κινήματος. Από το μηδέν, συγκρότησε νέο στρατό χρησιμοποιώντας ως πυρήνα παλιές παραστρατιωτικές ομάδες του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» – τις ίδιες δυνάμεις που είχαν ενεργό ρόλο στις Γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αποβίβασή του στη Σαμψούντα δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική κίνηση, αλλά η αρχή μιας από τις πιο βίαιες και συστηματικές εκστρατείες εξόντωσης στην ιστορία. Για τον Ποντιακό Ελληνισμό και ολόκληρο τον Ελληνισμό της Ανατολής, η 19η Μαΐου δεν είναι απλώς μια ημερομηνία· είναι το σήμα για τη φρίκη, το αίμα και τον ξεριζωμό.
Η δεύτερη και πιο φονική φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεκίνησε το 1919 από τον Πόντο και τη Βιθυνία, αμέσως μετά την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα. Το κύμα της εθνικιστικής βίας εξαπλώθηκε μεθοδικά, μετατρέποντας τις μικρασιατικές επαρχίες σε πεδία μαζικών εκτοπίσεων, εκτελέσεων και αφανισμού. Η εξόντωση δεν ήταν αποτέλεσμα χάους ή πολεμικών συγκυριών· ήταν οργανωμένο σχέδιο, με πολιτική καθοδήγηση και στρατιωτική πειθαρχία. Τρία χρόνια αργότερα, με την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου και την είσοδο του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη, το σχέδιο ολοκληρώθηκε με τη σφαγή δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων και Αρμενίων της Ιωνίας και την πυρπόληση της πόλης.
Ωστόσο, για λόγους ιστορικής ακρίβειας, πρέπει να υπογραμμιστεί πως η Γενοκτονία ήταν έργο των εθνικιστών στρατιωτικών του κινήματος των Νεότουρκων και όχι των παραδοσιακών οθωμανικών αρχών. Από το 1908, με το πραξικόπημα των Νεότουρκων, η εξουσία πέρασε σε ένα ακραία εθνικιστικό και αυταρχικό κέντρο που επιχείρησε να “καθαρίσει” την αυτοκρατορία από τις μη μουσουλμανικές και μη τουρκικές κοινότητες. Οι ίδιοι οι σουλτανικοί Οθωμανοί, παρότι αυταρχικοί, όχι μόνο δεν οργάνωσαν τις γενοκτονίες, αλλά υπήρξαν και οι ίδιοι στόχος βίας και διώξεων από τους εθνικιστές που τους εκτόπισαν. Αυτή η λεπτομέρεια είναι κρίσιμη για την κατανόηση του ποιος πραγματικά φέρει την ευθύνη για μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του 20ού αιώνα.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν έπεσε απλώς από εξωτερικές πιέσεις ή πολεμικές ήττες· κατέρρευσε και εσωτερικά, από τη συνειδητή αποδόμηση των θεμελίων της από τους ίδιους τους Τούρκους εθνικιστές. Ο Μουσταφά Κεμάλ, ο μετέπειτα Ατατούρκ, δεν αρκέστηκε στο να διεκδικήσει την εξουσία· την κατέλαβε δυναμικά και τερμάτισε το οθωμανικό καθεστώς, επιβάλλοντας ένα νέο εθνικό κράτος, το οποίο ονόμασε καταχρηστικά «Δημοκρατία της Τουρκίας». Το όνομα και μόνο επιχειρούσε να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ρήξης με το απολυταρχικό παρελθόν, ενώ στην πράξη αντικαθιστούσε μια αυτοκρατορική πολυεθνική οντότητα με μια εθνοκρατική δομή βασισμένη στην αποκλειστικότητα και τον αυταρχισμό.
Η απέχθεια των Κεμαλιστών προς το οθωμανικό παρελθόν ήταν τόσο ριζική, που ξήλωσαν ακόμα και τα πιο βασικά πολιτισμικά του στοιχεία. Κατάργησαν το αραβικό αλφάβητο και επέβαλαν το λατινικό. Απαγόρευσαν τη χρήση της παλιάς γλώσσας και επέβαλαν μια τεχνητή “καθαρή” τουρκική. Εξάλειψαν κάθε αναφορά σε οθωμανική πολυγλωσσία, πολυθρησκευτικότητα και πολυεθνικότητα. Με μεθοδικότητα και βία κατασκεύασαν ένα νέο έθνος, το τουρκικό, εξαλείφοντας ή αφομοιώνοντας κάθε τι που δεν χωρούσε στο νέο τους αφήγημα. Οι μουσουλμάνοι των παλιών οθωμανικών περιοχών —Άραβες, Κούρδοι, Αλβανοί, Λαζοί, ακόμη και Τσερκέζοι— μπήκαν σε ένα ενιαίο καλούπι, χωρίς επιλογές, χωρίς φωνή. Η ιδέα της υπηκοότητας έδωσε τη θέση της σε έναν σκληρό εθνοκεντρισμό, όπου η έννοια του «Τούρκου» δεν σήμαινε πολίτη, αλλά φυλετική και γλωσσική καθαρότητα.
Το νέο κράτος δεν προέκυψε ως εξέλιξη της ιστορίας, αλλά ως βίαιη τομή με αυτήν — μια ριζική επανεκκίνηση με κόστος την εξάλειψη ολόκληρων κοινοτήτων, πολιτισμών και ταυτοτήτων.
Η 19η Μαΐου έχει επικρατήσει να θεωρείται, συχνά λανθασμένα, ως ημέρα μνήμης αποκλειστικά για την Ποντιακή Γενοκτονία. Όμως η ιστορική αλήθεια είναι πολύ πιο σύνθετη και βαθιά. Η ημερομηνία αυτή αφορά ολόκληρο τον Ελληνισμό της Ανατολής και όχι μόνο τους Ποντίους. Ο περιορισμός της μνήμης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον αποσπασματικό και ασυντόνιστο τρόπο με τον οποίο η προσφυγική μνήμη άρχισε να διεκδικεί τη δικαίωση που της άξιζε, κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά.
Ο πρώτος νόμος αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ποντίων καθιέρωσε τη 19η Μαΐου ως επίσημη Ημέρα Μνήμης, όμως επικεντρώθηκε αποκλειστικά στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην περιοχή του Πόντου. Ήταν ένα σημαντικό αλλά ελλιπές βήμα. Λίγα χρόνια αργότερα, ο δεύτερος νόμος για τη Γενοκτονία των Μικρασιατών καθιέρωσε την 14η Σεπτεμβρίου ως Ημέρα Μνήμης για τον υπόλοιπο μικρασιατικό ελληνισμό, συμπεριλαμβάνοντας περιοχές όπως η Ιωνία, η Καππαδοκία, η Βιθυνία. Ωστόσο, και αυτός άφησε εκτός την Ανατολική Θράκη, από όπου ουσιαστικά ξεκίνησε το οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης, ήδη από τον Απρίλιο του 1914, πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτή η αποσπασματικότητα στη θεσμική αναγνώριση υπονομεύει την ιστορική ενότητα της γενοκτονίας, που δεν έγινε σε φάσεις, ούτε σε “εθνότητες”, αλλά υπήρξε ενιαία, μεθοδική και στοχευμένη. Ξεκίνησε με τους Θρακιώτες, συνεχίστηκε με τους Μικρασιάτες και κορυφώθηκε με την Ποντιακή καταστροφή και τη Σμύρνη. Παρά την αδυναμία του επίσημου κράτους να προσεγγίσει τη γενοκτονία με ενιαία οπτική, οι ποντιακοί φορείς έχουν αναλάβει ενεργά το βάρος της ιστορικής ευθύνης και κάνουν αξιόλογες προσπάθειες για τη διατήρηση και ανάδειξη της μνήμης, όχι μόνο του Πόντου, αλλά και του ευρύτερου δράματος του ξεριζωμένου Ελληνισμού της Ανατολής.

Στο συγκλονιστικό του μνημόσυνο υπέρ των σφαγιασθέντων Ποντίων, που εκφώνησε στις 24 Απριλίου 1922 στον Άγιο Νικόλαο του Γαλατά στην Κωνσταντινούπολη, ο Λεωνίδας Ιασονίδης —νομικός, πολιτικός και εκφραστής του προσφυγικού ελληνισμού— χρησιμοποίησε τη γλώσσα του δράματος και του συμβολισμού για να περιγράψει την αβυσσαλέα τραγωδία του Πόντου. Μέσα από εικόνες βαθιάς πολιτιστικής αναφοράς, έφερε στην επιφάνεια όχι απλώς τη βαρβαρότητα των γενοκτονικών πράξεων, αλλά και την ψυχική οδύνη ενός λαού που ξεριζώθηκε χωρίς να απαρνηθεί την ταυτότητά του.
Ο Διογένης, φεύγοντας από τη Σινώπη καθώς η πόλη καίγεται και ο πληθυσμός της πεθαίνει ή εξορίζεται, δεν είναι απλώς μια ιστορική φιγούρα· γίνεται σύμβολο του πρόσφυγα που σέρνει τον «πίθον της προσφυγικότητος» σε μια Ελλάδα που δύσκολα κατανοεί το βάρος του πόνου που φέρει. Κρατώντας τον φανό, αναζητά όχι απλώς έναν άνθρωπο, αλλά τον άνθρωπο που θα σταθεί όρθιος, θα αντισταθεί, θα σώσει τη γενέτειρα, τον πολιτισμό, την ιστορική μνήμη.
Ο Στράβων, αντικρίζοντας σε μια μέρα 69 αγχόνες στην Αμάσεια —την πατρίδα του— φεύγει, όχι γιατί δεν αντέχει τον θάνατο, αλλά γιατί συντρίβεται από τη βαρβαρότητα της εξόντωσης και την απόλυτη απουσία ελπίδας. Περιπλανώμενος “κοσμοπολίτης”, δεν έχει πια πατρίδα, παρά μόνο τη νοσταλγία της.
Και όμως, ο Ιασονίδης δεν στέκεται στην οδύνη. Ο Πόντος, δηλώνει, μπορεί να ποντίζεται, να μπαίνει στα σκοτεινά νερά της Ιστορίας, αλλά δεν καταποντίζεται. Οι Τούρκοι, επιχειρώντας να τον θάψουν, άφησαν έξω την κεφαλή του. Είναι η μνήμη, η ταυτότητα, η φλόγα που δεν σβήνει. Είναι το ακατάλυτο της ποντιακής ψυχής, η άρνηση της λήθης, η επιμονή στην ιστορική αλήθεια.
Το απόσπασμα αυτό είναι κάτι πολύ περισσότερο από λογοτεχνικός λόγος ή πολιτική ρητορική. Είναι μια παρακαταθήκη. Μια κραυγή που καλεί τις επόμενες γενιές όχι απλώς να θυμούνται, αλλά να κατανοούν, να διεκδικούν και να αναγνωρίζουν. Όχι για εκδίκηση, αλλά για δικαιοσύνη. Όχι για εθνικισμό, αλλά για ιστορική αξιοπρέπεια.