Μάλλον το μήνυμα από τα συλλαλητήρια δεν ελήφθη. Οι πολιτικοί σε αυτή τη χώρα ξέρουν μόνο από αυτόματους πιλότους ή, αλλιώς, από ατζέντες που τους δίνουν και εκτελούν κατά γράμμα τις εντολές. Ανυποψίαστοι οι πολιτικοί μας, όπως πάντα, έτσι και τώρα δεν υποψιάστηκαν ότι οι πολίτες πήραν τις πρωτοβουλίες και κινούνται σε κατεύθυνση που ζητούν να επανιδρύσουν την κοινωνία. Και τι σημαίνει αυτό; Ότι οι πολίτες ζητούν την αναθεώρηση των θεσμών.
Οι θεσμοί με την τραγωδία των Τεμπών υπονόμευσαν τη λειτουργικότητά τους, έχασαν τη συναίνεση, την κατάφαση, την επιβεβαίωσή τους απέναντι στους πολίτες. Και αυτό γιατί εισήλθαν σε κρίση αξιοπιστίας, άρα και σε κρίση νομιμοποίησης. Με την ολιγωρία τους, με τα χαμηλά ανακλαστικά τους, την έλλειψη λογοδοσίας τους, αλλά και με τον συντονισμό τους ως εξουσίες που συσχετίζονται, το μόνο που έκαναν ήταν να συντηρήσουν την άρθρωσή τους, δηλαδή τη δική τους σκοπιμότητα ως αποκλειστικό και απόλυτο στόχο, και να λειτουργήσουν εκτός της ευθύνης τους και της διαχείρισής τους.
Για παράδειγμα, η δικαστική εξουσία κρίνεται με βάση την περί δικαίου συνείδηση των πολιτών. Έτσι, με την υπόθεση των Τεμπών και αναφορικά με την έκβαση-διερεύνηση της υπόθεσης, ο δηλούμενος ρόλος της δικαστικής εξουσίας ήταν αργόσυρτος, βραχύρρυθμος, εξαιτίας του αναχρονιστικού συστήματος που νοθεύει την ανεξαρτησία της. Σύμφωνα με το άρθρο 90 §5 του Συντάγματος, «προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου». Όμως, κάτι τέτοιο δημιουργεί εξαρτήσεις και φτιάχνει κλίμα συναλλαγής.
Ο προσανατολισμός των πυλώνων της δημοκρατίας, δηλαδή η νομοθετική, η δικαστική και η εκτελεστική εξουσία, τίθεται ασταμάτητα σε επιρροές, ακόμα και σε συνδέσεις μέσα σ’ ένα περιβάλλον υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ τους. Ενώ η λογοδοσία (οι δημοκρατίες κρίνονται στον βαθμό της λογοδοσίας που εκφράζουν), η οποία αποτελεί τον συντελεστικό παράγοντα της δημοκρατικής λειτουργίας, γιατί ενισχύει τη διαφάνεια, σήμερα είναι εξορισμένη από τις επιδιώξεις και προθέσεις της δημοκρατικής μας ανάγκης.
Το ζήτημα που προκύπτει είναι αν η λαϊκή κινητικότητα στις μέρες μας δεν αποτελεί μια ψευδοδραστηριότητα, μια παρορμητικότητα, ένα θυμικό εκτόπισμα, αλλά είναι μια διεκδίκηση νέων όρων πολιτικής, η οποία εκφράζει και μια πολιτική αντιπρότασης.
Μπροστά στην έκπτωση του πολιτικού λόγου, στην κατάρρευση όλων των πολιτικοκοινωνικών εγγυήσεων, στη δημοκρατία των απρόσωπων απαιτήσεων των ολίγων, των κομματανθρώπων, των παρένθετων προσώπων, των κυβερνητικών αξιωματούχων, της πολιτικής ασυνέπειας, υπάρχει ως συνειδητή αντίσταση (ακόμα θα λέγαμε και ως ενστικτώδης ανάγκη) η επανίδρυση της δημοκρατίας μας, της πολιτείας μας, της κοινωνίας μας.
Το ζήτημα σήμερα είναι αν θα διατηρήσουμε ένα μονοκομματικό πολιτικό σύστημα (όπως είναι σήμερα η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη), κάτι δηλαδή σαν τη συνταγματική μοναρχία του Λουδοβίκου Φιλίππου της Ορλεάνης, που υπεδείχθη ως βασιλιάς από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση, ή θα αναζητήσουμε μια θεσμική ανασυγκρότηση. Και αναφερόμαστε παραπάνω σ’ ένα μονοκομματικό πολιτικό σύστημα, γιατί οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις δείχνουν μια χαμηλή διεκδίκηση των πολιτικών οριζόντων. Δεν καταφέρνουν να κερδίσουν εύκολα την εμπιστοσύνη των κοινωνικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να πηγαίνουν σε λύσεις (που δεν φαίνονται εφικτές) ευκαιριακών κομματικών συμμαχιών (καρτέλ κομμάτων).
Το διεκδικητικό εγχείρημα των αντιπολιτευτικών δυνάμεων στην παρούσα πολιτική φάση είναι να ενταχθούν στη συλλογική δημιουργικότητα των παλλαϊκών κινητοποιήσεων όχι για να τις καπελώσουν, αλλά για να αξιωθεί η απαίτηση επανίδρυσης της δημοκρατίας μας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ακόμα και οι παλλαϊκές συσπειρώσεις και κινητοποιήσεις θα θυμίζουν τις διεκδικήσεις των τελών του ύστερου Μεσαίωνα και της πρώιμης Αναγέννησης.
Να στρέψουν το βλέμμα στην κοινωνία
Κυρίαρχο θέμα της πολιτικής επικαιρότητας την προηγούμενη εβδομάδα ήταν η πρωτοφανής ένταση στην Ολομέλεια της Βουλής με τις κόντρες των πολιτικών αρχηγών και την ψηφοφορία επί της πρότασης δυσπιστίας, ενώ μεγάλο μέρος της κοινωνίας διαδήλωνε στους δρόμους για το θέμα των Τεμπών.
Η κοινοβουλευτική διαδικασία ολοκληρώθηκε, η κυβέρνηση συνεχίζει το έργο της και ο πρωθυπουργός μίλησε για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων και την αντιμετώπιση παθογενειών του κράτους, ώστε να μη θρηνήσει η χώρα άλλη τραγωδία σαν αυτή των Τεμπών.
Φαινομενικά, λοιπόν, δεν άλλαξε τίποτα. Όμως, στην πραγματικότητα όλα έχουν αλλάξει στο πολιτικό σκηνικό, όπως δείχνουν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις. Η αμφισβήτηση των κομμάτων από την κοινωνία είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Η κυβέρνηση είδε τα δημοσκοπικά ποσοστά της να μειώνονται, αλλά το ίδιο συνέβη και με τα κόμματα εξουσίας της αντιπολίτευσης.
Ο κόσμος που συμμετείχε στα μεγαλειώδη συλλαλητήρια δεν σηκώθηκε από τον καναπέ του μόνο για το θέμα των Τεμπών. Μπορεί να διατυπώνει το αίτημα για δικαιοσύνη και απόδοση ευθυνών, όμως ένας πολύ μεγάλος αριθμός διαδηλωτών ουσιαστικά είναι σαν να λέει στην κυβέρνηση ότι ζητά τη βελτίωση του βιοτικού του επιπέδου.
Δεν μπορούμε να αγνοούμε τη δυσκολία που υπάρχει σήμερα στην οικονομία και επηρεάζει τόσο τα νοικοκυριά όσο και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια στην ακρίβεια. Γιατί μπορεί σήμερα ο ρυθμός ανόδου του πληθωρισμού να επιβραδύνεται, όμως ήδη είχε ανέλθει σε δυσθεώρητα ύψη. Μειώσεις τιμών ζητά η κοινωνία, γιατί πολύ απλά δεν μπορεί να ανταποκριθεί άλλο σε τόσο υψηλό κόστος διαβίωσης. Θα δουν οι επιχειρήσεις χαμηλότερο ενεργειακό κόστος αλλά και συνολικά λειτουργικό; Αυτό τους «καίει» σήμερα. Θα έχουν οι μικρομεσαίοι ευκολότερη πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό και σε προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ; Αυτή είναι η αγωνία τους. Θα εφαρμοστούν μέτρα για τον περιορισμό του ιδιωτικού χρέους; Πού θα φτάσουν τα ενοίκια;
Σε αυτές τις ερωτήσεις που θέτονται από την κοινωνία πρέπει να απαντήσει πειστικά η κυβέρνηση. Και να εφαρμόσει επιτέλους ρεαλιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση όλων αυτών των προκλήσεων.
Όλο το κυβερνητικό επιτελείο οφείλει, λοιπόν, να ακούσει με προσοχή τα αιτήματα των πολιτών. Και η αντιπολίτευση όμως πρέπει να τα εξετάσει με προσοχή και να είναι ξεκάθαρη στη στάση της. Η αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος δεν κάνει καλό στην ίδια τη χώρα. Γιατί μπορεί να δούμε να κυριαρχούν στο δημόσιο διάλογο διάφορες ακραίες φωνές και απόψεις που μόνο ζημιά θα κάνουν. Αυτό είναι που θέλουμε;