Καθώς το ελληνικό καλοκαίρι κορυφώνεται, η εικόνα στις ακτές της χώρας δεν παραπέμπει σε οργανωμένη τουριστική ανάπτυξη, αλλά σε ένα εκτεταμένο δίκτυο αυθαιρεσίας, όπου δημόσιοι χώροι μετατρέπονται σε εμπορεύσιμο είδος από ιδιώτες και επιχειρήσεις με κρατική ανοχή ή και κάλυψη. Το φαινόμενο της ανεξέλεγκτης κατάληψης των παραλιών από επιχειρηματικά συμφέροντα, γνωστό και ως “μαφία της ξαπλώστρας”, έχει λάβει διαστάσεις οργανωμένης και πολυεπίπεδης εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου της χώρας.
Δήμοι και ιδιωτικά συμφέροντα σε αγαστή συνεργασία
Σε όλη την επικράτεια, ιδίως σε τουριστικά σημεία και περιοχές με υψηλή εμπορική αξία, παραλίες καταλαμβάνονται συστηματικά από ομπρέλες, ξαπλώστρες, καντίνες και beach bar, που ξεκινούν ως προσωρινές κατασκευές και καταλήγουν σε μόνιμες επιχειρήσεις υψηλών αποδόσεων. Η Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου (ΕΤΑΔ) παραχωρεί εκτάσεις με χαμηλό αντίτιμο, χωρίς επαρκή ελεγκτικό μηχανισμό για την τήρηση των όρων. Τα πραγματικά έσοδα που αποκομίζονται συχνά δεν δηλώνονται, ενώ μεγάλο μέρος τους εντάσσεται στη σφαίρα της “μαύρης οικονομίας”.
Οι έλεγχοι από τα αρμόδια Υπουργεία Τουρισμού και Ανάπτυξης είναι ελλιπείς, ενώ οι καταγγελίες για παρανομίες, παρεμπόδιση ελεύθερης πρόσβασης και αισχροκέρδεια παραμένουν αναπάντητες. Ο κρατικός μηχανισμός αποδεικνύεται συστηματικά ανεπαρκής ή επιλεκτικά αδρανής.
Πολλοί δήμοι λειτουργούν όχι ως θεματοφύλακες του δημόσιου συμφέροντος, αλλά ως διευκολυντές της αυθαιρεσίας. Αναφορές κάνουν λόγο για αιρετούς που διευκολύνουν παραχωρήσεις, εκδίδουν άδειες με φωτογραφικούς όρους και απολαμβάνουν ωφέλειες από τις επιχειρήσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, επιλέγουν αυθαίρετα ποιοι επαγγελματίες θα λάβουν άδεια μουσικής ή παραχώρηση αιγιαλού.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Δήμου Αλίμου, ο οποίος φέρεται να εφαρμόζει επιλεκτικά την πολιτική αδειοδότησης μουσικής, γεγονός που ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις εις βάρος άλλων. Παρόμοια φαινόμενα καταγράφονται και σε άλλους παραθαλάσσιους δήμους, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία κατάσταση αδιαφάνειας και ανισότητας.
Τιμές-φωτιά και αποκλεισμός των πολιτών
Η εικόνα των παραλιών θυμίζει ιδιωτικά θέρετρα υψηλών προδιαγραφών. Σε γνωστό ξενοδοχειακό συγκρότημα στο Καβούρι, η ενοικίαση μιας ξαπλώστρας και ομπρέλας αγγίζει τα 320 ευρώ. Αντίστοιχα, στη Γλυφάδα, το κόστος φτάνει τα 140 ευρώ για δύο ξαπλώστρες και ομπρέλα, ενώ οι απαιτήσεις του καταστήματος περιλαμβάνουν ακόμη και dress code, με τον όρο “beach casual” να επιβάλλεται ακόμη και για μια απλή επίσκεψη στην ακτή.
Για μία τετραμελή οικογένεια, το κόστος ενός απλού μπάνιου ξεπερνά τα 100 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε σημαντικό μέρος του βασικού μισθού. Η ελεύθερη πρόσβαση δυσχεραίνεται, είτε λόγω φυσικής παρεμπόδισης, είτε λόγω του οικονομικού αποκλεισμού που επιβάλλουν οι υψηλές τιμές.
Η μόνη εναλλακτική για τους πολίτες είναι οι ελεύθερες ή χαμηλού κόστους παραλίες. Ακόμη κι εκεί όμως, όπως στη Βουλιαγμένη, η τιμή εισόδου φτάνει τα 15 ευρώ το άτομο, χωρίς ουσιαστικές παροχές. Από τις πρώτες πρωινές ώρες, οι επισκέπτες σπεύδουν με ομπρέλες και καρέκλες για να εξασφαλίσουν μία σκιά κάτω από δέντρο ή βράχο.
Η θάλασσα παραμένει τυπικά δημόσιο αγαθό, αλλά η πρόσβαση σε αυτή μοιάζει όλο και περισσότερο με προνόμιο για λίγους. Η τάση ιδιωτικοποίησης των παραλιών, η πλήρης εμπορευματοποίηση του φυσικού τοπίου και η αδιαφάνεια των συναλλαγών συνθέτουν ένα σκηνικό διαρκούς υποβάθμισης του δημόσιου χώρου.
Ανύπαρκτοι έλεγχοι και θεσμική απουσία
Το ζήτημα του ελέγχου μετατρέπεται σε άσκηση μετάθεσης ευθυνών. Οι συναρμόδιοι φορείς —Υπουργεία, Δήμοι, ΕΤΑΔ και Λιμεναρχεία— αλληλοκατηγορούνται, με αποτέλεσμα ουσιαστικοί έλεγχοι να μην πραγματοποιούνται ποτέ. Τα ωράρια μουσικής λειτουργούν ως πρόσθετο εργαλείο εύνοιας ή πίεσης, ενώ η αισχροκέρδεια εδραιώνεται με επίσημη ανοχή.
Η εικόνα που προκύπτει είναι αυτή μιας συστηματικής και δικτυωμένης κατάχρησης εξουσίας και δημόσιου πλούτου. Επιχειρηματίες, αυτοδιοίκηση και κρατικός μηχανισμός εμφανίζονται να λειτουργούν σε συνέργεια, εξασφαλίζοντας τεράστια ιδιωτικά κέρδη και επιβαρύνοντας ταυτόχρονα τους πολίτες.
Χωρίς ριζική αναθεώρηση του πλαισίου παραχωρήσεων, ενίσχυση των ελέγχων και πολιτική βούληση για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, το φαινόμενο της «μαφίας της ξαπλώστρας» θα συνεχίσει να απομυζά τον φυσικό πλούτο της χώρας — μετατρέποντας κάθε ελληνικό καλοκαίρι σε επιχείρηση υψηλού κέρδους, με τίμημα τον δημόσιο χώρο και την κοινωνική ισότητα.