19 Ιουλίου, 2025
Μη Χάσετε

«Μάχη γιγάντων στον Πειραιά: Ο σιωπηλός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας για τον έλεγχο της Ελλάδας»

Η Ελλάδα φαίνεται να μετατρέπεται σταδιακά σε κόμβο γεωοικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, καθώς οι δύο υπερδυνάμεις επιχειρούν να εδραιώσουν ή να ενισχύσουν την παρουσία τους στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η αντιπαράθεση αυτή, που αρχικά εκδηλώθηκε ως εμπορικός πόλεμος με δασμούς και τεχνολογικούς περιορισμούς, έχει πλέον περάσει σε ένα πιο σύνθετο πεδίο στρατηγικών επενδύσεων – με την Ελλάδα να βρίσκεται σε κομβική θέση.

Η κινεζική παρουσία μέσω Cosco: Σταθερότητα με βλέψεις επέκτασης

Η Cosco Shipping, κινεζικός κρατικός ναυτιλιακός κολοσσός, κατέχει από το 2016 την πλειοψηφία των μετοχών του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ), έχοντας αποκτήσει και τον επιχειρησιακό έλεγχο ενός από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ευρώπης. Από την πρώτη στιγμή, η Cosco παρουσίασε σχέδια εκτεταμένων επενδύσεων, περιλαμβανομένων έργων υποδομής, ανάπτυξης της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης και δημιουργίας logistics hub.

Ωστόσο, παρά τις δεσμεύσεις, υπήρξαν καθυστερήσεις, νομικές εμπλοκές και αντιδράσεις από τοπικούς φορείς και την κοινωνία των πολιτών, γεγονός που επιβράδυνε την πρόοδο. Παράλληλα, η Κίνα αντιμετώπισε διεθνείς επικρίσεις για την επιρροή της σε κρίσιμες υποδομές ευρωπαϊκών χωρών, σε ένα πλαίσιο έντονου προβληματισμού για την «οικονομική διπλωματία» της μέσω της πρωτοβουλίας “Belt and Road Initiative” (BRI).

Παρά τα εμπόδια, η Cosco συνεχίζει να αποτελεί βασικό παίκτη στον ελληνικό λιμενικό χάρτη. Πρόσφατα, μάλιστα, εκπρόσωποί της εμφανίστηκαν πρόθυμοι να επανεξετάσουν θέματα που στο παρελθόν είχαν απορριφθεί, όπως η μετεγκατάσταση εγκαταστάσεων κρουαζιέρας για μείωση της επιβάρυνσης της πόλης του Πειραιά, καθώς και η πιθανότητα δημιουργίας ελληνοκινεζικών κοινοπραξιών για ναυπηγήσεις πλοίων εντός της χώρας.

Η στροφή αυτή αποδίδεται εν μέρει στην αμερικανική πίεση και εν μέρει σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως η απειλή δασμών από τις ΗΠΑ για πλοία κινεζικής ναυπήγησης και η πτώση παραγγελιών στα κινεζικά ναυπηγεία.

Οι ΗΠΑ απαντούν με επενδύσεις στρατηγικού χαρακτήρα – Η υπόθεση ONEX

Στον αντίποδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επενδύουν δυναμικά στην ενίσχυση της δικής τους επιρροής, επιλέγοντας την αναβάθμιση των Ναυπηγείων Ελευσίνας μέσω της ONEX Shipyards & Technologies Group, σε συνεργασία με τη Διεθνή Αναπτυξιακή Χρηματοδοτική Εταιρεία των ΗΠΑ (DFC).

Η DFC έχει εγκρίνει χρηματοδότηση ύψους 125 εκατομμυρίων δολαρίων, με στόχο τη μετατροπή των ναυπηγείων σε ένα στρατηγικά κρίσιμο ναυτιλιακό και ενεργειακό κέντρο, που μεταξύ άλλων θα μπορεί να εξυπηρετεί πλοία LNG. Η σχετική συμφωνία υπογράφηκε τον Νοέμβριο 2023, ενώ η επίσημη παρουσίαση του σχεδίου έγινε με πολιτική και διπλωματική «αίγλη» στις 15 Μαΐου στο Υπουργείο Ανάπτυξης.

Κατά τη διάρκεια της τελετής υπογραφής, τονίστηκε η σημασία της Ελευσίνας ως «κόμβου για την ενεργειακή μετάβαση και την ανεξαρτησία της εφοδιαστικής αλυσίδας», ενώ σημειώθηκε ότι η αναβάθμιση αφορά και τις υποδομές σε έκταση 440 στρεμμάτων. Παρόντες ήταν η οικονομική διευθύντρια της DFC Mildred Callear και η επιτετραμμένη της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα Maria Olson, που έδωσαν πολιτικό βάρος στην αμερικανική δέσμευση.

Η DFC, σε δημόσιο σημείωμά της, συνδέει ρητά την επένδυση με τις κινεζικές δραστηριότητες, υπογραμμίζοντας ότι η υποστήριξη προς την ONEX αποτελεί άμεση απάντηση στην επέκταση της κινεζικής επιρροής μέσω Cosco. Το γεγονός ότι το ναυπηγείο της Ελευσίνας βρίσκεται μόλις 12 μίλια από τον Πειραιά, έχει καταλυτική σημασία, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό για κυριαρχία στη ναυτιλία της Ανατολικής Μεσογείου.

Πώς επηρεάζεται η ελληνική ναυπηγική και ενεργειακή στρατηγική

Εφόσον υλοποιηθούν τα σχέδια τόσο των ΗΠΑ όσο και ενδεχομένως της Κίνας (σε νέο ή υπάρχον ναυπηγείο), η Ελλάδα θα μπορούσε να αναδειχθεί σε διεθνές ναυπηγικό και ενεργειακό hub, με άμεσες επιπτώσεις στην εθνική οικονομία:

  • Ενίσχυση ναυπηγικής παραγωγής, με επαναδραστηριοποίηση ιστορικών ναυπηγείων.
  • Δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας, τόσο στην Αττική όσο και σε λιμενικές περιοχές.
  • Προσέλκυση ναυτιλιακού κεφαλαίου, μέσω επενδύσεων σε LNG, υποστήριξη logistics και ψηφιακό μετασχηματισμό.

Ωστόσο, τέτοιες εξελίξεις απαιτούν τεράστιες επενδύσεις σε υποδομές, τεχνικές γνώσεις και κυρίως σταθερό γεωπολιτικό περιβάλλον, κάτι που δεν είναι αυτονόητο σε περίπτωση που η χώρα καταστεί επίκεντρο ανταγωνισμού.

Η διπλωματική ισορροπία της ελληνικής κυβέρνησης

Απέναντι σε αυτή την εξελισσόμενη αντιπαράθεση, η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει γραμμή ουδετερότητας, επιχειρώντας να κρατήσει αποστάσεις και από τις δύο πλευρές, ώστε να αποκομίσει πολλαπλά οφέλη χωρίς να θιγούν οι στρατηγικές σχέσεις.

Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση συμβούλου του πρωθυπουργού σε διεθνές συνέδριο για τον νέο εμπορικό διάδρομο IMEC (India-Middle East-Europe Corridor), σχεδιασμένο ως απάντηση στο κινεζικό BRI. Ο σύμβουλος επισήμανε ότι στόχος του IMEC δεν είναι να «ανταγωνιστεί την Κίνα», αλλά να ενισχύσει τη συνύπαρξη στο παγκόσμιο εμπόριο – θέση που φανερώνει τη διπλωματική γραμμή της κυβέρνησης.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση προβάλλει επικοινωνιακά τις αμερικανικές επενδύσεις ως εργαλεία ανάπτυξης, χωρίς να απεμπολεί την κινεζική επενδυτική παρουσία. Αυτή η ισορροπία όμως ενδέχεται να δοκιμαστεί.

Ωφελημένη η Ελλάδα ή στο «μάτι του κυκλώνα»;

Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο μιας στρατηγικής «σκακιέρας». Αν και η τρέχουσα συγκυρία μπορεί να της προσφέρει οικονομικά οφέλη από επενδύσεις και αναβάθμιση των υποδομών της, το ενδεχόμενο κλιμάκωσης της γεωπολιτικής σύγκρουσης δημιουργεί κινδύνους:

  • Πιέσεις για απομάκρυνση της Cosco ή περιορισμό της κινέζικης επιρροής θα μπορούσαν να τινάξουν στον αέρα τις ισορροπίες.
  • Αμερικανική απαίτηση για μονομερή πρόσδεση στον δυτικό άξονα θα φέρει αναπόφευκτες συνέπειες στις σχέσεις με την Κίνα και πιθανές απώλειες εμπορικής και επενδυτικής φύσεως.
  • Το ερώτημα “ποια πλευρά θα επιλέξει η Ελλάδα” ενδέχεται να τεθεί πιο έντονα εφόσον ενταθούν οι γεωπολιτικές πιέσεις.

Η στάση της κυβέρνησης

Σε αυτή τη «σύγκρουση» η κυβέρνηση δείχνει «να πατάει σε δύο βάρκες», προσπαθώντας να κρατηθεί μακριά από τη σύγκρουση των δύο μεγάλων οικονομιών. Αυτό φάνηκε σε τοποθέτηση συμβούλου του πρωθυπουργού για το νέο εμπορικό ινδικό δρόμο (IMEC), που σχεδιάζεται ως αντίβαρο στην κινεζική πρωτοβουλία “Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος” (BRI), ο οποίος, μιλώντας σε διεθνές συνέδριο εξέφρασε την άποψη ότι το IMEC δεν πρέπει να επιδιώκει να ανταγωνιστεί την Κίνα, αλλά μάλλον να προωθήσει τη συνύπαρξη του παγκόσμιου εμπορίου!

Σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση αποφεύγει τις αντιπαραθέσεις με την Κίνα και ταυτόχρονα αξιοποιεί επικοινωνιακά τις επενδύσεις που εξαγγέλλονται από την πλευρά των ΗΠΑ, προσδοκώντας σε οφέλη. Ωστόσο, εάν οι πιέσεις από τις ΗΠΑ ενταθούν προκειμένου «να δημιουργήσει συνθήκες ακόμη και ενδεχόμενης αποχώρησης του κινέζικου κολοσσού Cosco από το λιμάνι του Πειραιά», όπως έχει γραφτεί, είναι σαφές ότι ο… κυκλώνας θα έχει φτάσει!