Ο Λεόνς Πιερ Μανουβριέ γεννήθηκε στο Γκερέ της Γαλλίας το 1850 και υπήρξε ανατόμος, ανθρωπολόγος και ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους επιστήμονες του τέλους του 19ου αιώνα. Μαθητής και στενός συνεργάτης του πρωτοπόρου της ανθρωπολογίας Πωλ Μπροκά στο ιστορικό εργαστήριο Μπροκά, ανέδειξε το επιστημονικό του έργο ως συνέχεια και ταυτόχρονα ριζική αναθεώρηση των βιολογικών θεωριών της εγκληματικότητας, οι οποίες κυριαρχούσαν τότε υπό την επιρροή του Τσέζαρε Λομπρόζο.
Η φήμη του βασίστηκε στη συστηματική χρήση της επιστημονικής μεθόδου, στην κριτική του στις φυλετικές και ανατομικές προκαταλήψεις της εποχής, καθώς και στην αμφισβήτηση της θεωρίας ότι οι γυναίκες στερούνται νοητικής ικανότητας σε σχέση με τους άντρες, θέση που τεκμηρίωσε με ανθρωπολογικά δεδομένα.
Η κριτική του στον Λομπρόζο εκδηλώθηκε για πρώτη φορά το 1886 μέσα από μελέτη για τη μορφολογία των κρανίων εγκληματιών, όμως η καθοριστική του συμβολή αποτυπώθηκε στο Β΄ Διεθνές Συνέδριο Εγκληματικής Ανθρωπολογίας στο Παρίσι το 1889. Εκεί αντιμετώπισε ευθέως τον ισχυρισμό του Λομπρόζο ότι ο εγκληματίας γεννιέται με ανιχνεύσιμα ανατομικά χαρακτηριστικά που τον διαχωρίζουν από τον «φυσιολογικό» άνθρωπο.
Ο Μανουβριέ, αξιοποιώντας στατιστικές και εμπειρικές μελέτες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το έγκλημα δεν αποτελεί ανατομικό ή βιολογικό ζήτημα, αλλά κοινωνιολογικό φαινόμενο που συνδέεται με τις κοινωνικές συνθήκες, τον νόμο και τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις.
Η επιχειρηματολογία του στηρίχθηκε στη διάκριση των εγκληματιών σε υποκατηγορίες με βάση τη φυσιολογία, από την οποία απουσίαζε οποιοδήποτε μοτίβο σταθερών «εγκληματικών χαρακτηριστικών». Υπογράμμισε ότι τα ελαττώματα ή οι αποκλίσεις στην ανατομία ενός ανθρώπου δεν συνιστούν παθολογία απλώς και μόνο επειδή εμφανίζονται σε εγκληματίες, διότι τα ίδια χαρακτηριστικά παρατηρούνται συχνά και σε μη εγκληματίες.
Διακήρυξε ότι δεν υφίσταται μορφολογική ή νευρολογική ιδιαιτερότητα που να απαντάται αποκλειστικά στους δράστες εγκληματικών πράξεων. Θεώρησε μεγάλο σφάλμα να αποδίδεται η εγκληματική συμπεριφορά σε υποτιθέμενη βιολογική κατωτερότητα, καταρρίπτοντας έτσι τα θεμέλια της λομπροζιανής θεωρίας.
Το πλέον καθοριστικό έργο του, το Υπόμνημα του 1892, αποτέλεσε ορόσημο για την επιστήμη της εγκληματολογίας. Εκεί απέδειξε ότι συγχέονταν τρία εντελώς διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης: η εγκληματικότητα που διώκεται ποινικά, η ηθική αποτίμηση της συμπεριφοράς και τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Ανέλυσε ότι η έννοια του εγκλήματος είναι κοινωνική κατασκευή και ότι ο ορισμός της εξαρτάται από την ενεργοποίηση του νόμου και τη θεσμική κρίση της κοινωνίας.
Υποστήριξε πως, πριν επιχειρηθεί οποιαδήποτε βιολογική ή ανατομική προσέγγιση του εγκληματία, πρέπει να τεκμηριωθεί ο συσχετισμός ανάμεσα στη μορφολογία, στην κοινωνική αντίδραση και στην τυποποίηση της εγκληματικής συμπεριφοράς από τον νομοθέτη, κάτι που δεν είχε επιτύχει καμία λομπροζιανή μελέτη.
Προσπαθώντας να ακολουθήσει με ακρίβεια την επιστημονική μεθοδολογία της εποχής, ο Μανουβριέ επιχείρησε συγκριτικές αναλύσεις ανάμεσα σε πληθυσμούς καταδικασμένων εγκληματιών και μη εγκληματιών. Ωστόσο, ανέδειξε σοβαρά προβλήματα στην αξιοπιστία των αποτελεσμάτων, επισημαίνοντας τη δυσκολία αντιπροσωπευτικής επιλογής δείγματος.
Το βασικό επιχείρημά του ήταν ότι σε μια ομάδα που θεωρείται «μη εγκληματική» είναι πιθανό να υπάρχουν άτομα που έχουν διαπράξει εγκλήματα αλλά δεν έχουν εντοπιστεί, άρα η εγκληματικότητα δεν είναι πλήρως ορατή και «μετρήσιμη». Με αυτόν τον τρόπο εισήγαγε στην εγκληματολογική σκέψη την έννοια του σκοτεινού αριθμού εγκληματικότητας, δηλαδή των αδήλωτων ή μη ανακαλυφθέντων εγκλημάτων.
Παράλληλα, εισήγαγε ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο για την κατανόηση της εγκληματικής πράξης, αναδεικνύοντας τέσσερις προϋποθέσεις που πρέπει να υπερβεί το άτομο για να περάσει από την παραβατική σκέψη στην πράξη: την ηθική (την εσωτερική αναστολή), την ποινική (τον φόβο της τιμωρίας), την υλική (τις πρακτικές δυσκολίες τέλεσης του εγκλήματος) και τη συγκινησιακή (τη συναισθηματική αντίσταση που προκαλεί η βλάβη στον άλλον).
Επιπλέον, παρατήρησε ότι η κοινωνική και θεσμική αντίδραση δεν εστιάζει πάντα σε συμπεριφορές που βλάπτουν την κοινωνία, γεγονός που αποδεικνύει την ιστορική σχετικότητα της ποινικής καταστολής.
Ο Μανουβριέ, επισημαίνοντας λάθη παρατήρησης και ερμηνείας στο έργο του Λομπρόζο, υπογράμμισε ότι αυτά συνδέονται με την ανεπαρκή γνώση της ανθρωπολογίας και με μεθοδολογικές παραβλέψεις. Με την εργασία του όχι μόνο αποδόμησε τη βιολογική θεωρία του εκ γενετής εγκληματία, αλλά και θεμελίωσε μια νέα εγκληματολογική προσέγγιση που επικεντρώνεται στη διαδικασία του περάσματος στην πράξη και στη σχέση ατόμου και κοινωνικού περιβάλλοντος.
Η επιρροή του υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη της επιστήμης της εγκληματολογίας, καθώς στα πορίσματά του στηρίχθηκαν αργότερα σπουδαίοι θεωρητικοί, όπως ο Ζαν Πινατέλ, ο Γκιγιόμ ντε Γκρεφ και ο Τζορτζ Χέρμπερτ Μηντ.
Η συμβολή του Μανουβριέ, συνδυάζοντας ανθρωπολογική παρατήρηση, κοινωνιολογική ανάλυση και αυστηρή επιστημονική μέθοδο, αναγνωρίστηκε ως θεμέλιος λίθος της σύγχρονης εγκληματολογικής επιστήμης και σηματοδότησε τη μετάβαση από τις θεωρίες της βιολογικής μοίρας στη μελέτη της κοινωνικής αιτιότητας του εγκλήματος.


 
					 
					 
					 
					 
					 
					 
					 
					 
					 
					 
						
			 
					
									 
																		 
																		 
																		 
																		 
																		