Υπάρχουν φορές στην πολιτική που οι δηλώσεις υπουργών δεν έχουν τυπικό χαρακτήρα, αλλά αναλαμβάνουν τον συμβολικό ρόλο της «δήλωσης προθέσεων». Η χθεσινή τοποθέτηση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστα Τσιάρα, στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ δεν ήταν μία ακόμη συνέντευξη ρουτίνας. Ήταν ένα θεσμικό σινιάλο. Ένα μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για το τι συνέβαινε στον ΟΠΕΚΕΠΕ και βάζει στο τραπέζι όλα τα δεδομένα, χωρίς κουκούλωμα, χωρίς υπεκφυγές.
Ο κ. Τσιάρας, νηφάλιος αλλά σαφής, το ξεκαθάρισε: «Η πρόθεση της κυβέρνησης είναι να υπάρξει απόλυτη κάθαρση στον ΟΠΕΚΕΠΕ και να χυθεί άπλετο φως». Και μόνο η φράση αυτή, ειπωμένη από τον θεσμικά αρμόδιο υπουργό, καταγράφει την κρισιμότητα της υπόθεσης. Δεν πρόκειται απλώς για μια διοικητική δυσλειτουργία. Πρόκειται για την αποδόμηση και την επανασυγκρότηση ενός κρίσιμου κρατικού θεσμού, που διαχειρίζεται ευρωπαϊκά κονδύλια δισεκατομμυρίων και ο οποίος, όπως αποδείχθηκε, κινδύνευσε να μετατραπεί σε εργαλείο αδιαφάνειας και προσωπικών εξυπηρετήσεων.
Η ευρωπαϊκή εισαγγελική έρευνα, που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, εστιάζει –όπως δήλωσε ο υπουργός– στην περίοδο 2020-2022. Αλλά οι ρίζες του προβλήματος, όπως υπονοήθηκε, εκτείνονται πολύ πιο πίσω στον χρόνο. «Υπάρχουν καταγγελίες προς διερεύνηση εδώ και περισσότερα από 10 χρόνια», είπε ο υπουργός, ρίχνοντας φως σε μία υπόθεση που δεν αφορά μόνο πολιτική διαχείριση, αλλά και την κουλτούρα λογοδοσίας στο εσωτερικό της δημόσιας διοίκησης.
Η υπόθεση Σαλάτα, και η απομάκρυνσή του από την ηγεσία του ΟΠΕΚΕΠΕ, αποτέλεσε την κορύφωση ενός θεσμικού αδιεξόδου. Ο κ. Τσιάρας ξεκαθάρισε πως η επιλογή αυτή δεν αφορά την απόδοση ευθυνών ή τη διοικητική επάρκεια του πρώην προέδρου, αλλά το γεγονός πως «η σύγκρουση που υπήρξε με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έστελνε λάθος μήνυμα». Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να βρίσκεται σε αντιδικία με ευρωπαϊκούς ελεγκτικούς θεσμούς. Και αυτός είναι ένας κανόνας που υπαγορεύεται όχι μόνον από τη λογική της νομιμότητας, αλλά και από την αρχή της διαφάνειας.
Η προσωπική εμπλοκή του υπουργού στις συνομιλίες με τον Ευρωπαίο εισαγγελέα και το επιτελείο του καταγράφει την αποφασιστικότητα με την οποία επιδιώκεται ο καθαρισμός του Οργανισμού. Στο επίκεντρο της αναμόρφωσης βρίσκονται τρεις άξονες: η διαχείριση του πληροφοριακού συστήματος, η χαρτογράφηση των βοσκοτοπικών εκτάσεων και η εντατικοποίηση των ελέγχων. Πρόκειται, όπως τόνισε ο κ. Τσιάρας, για «τρία διαφορετικά βήματα που γίνονται με μέθοδο».
Δεν πρόκειται απλώς για τεχνική αναβάθμιση. Είναι ουσιαστικά η απόπειρα δημιουργίας ενός νέου θεσμικού υποδείγματος, που να αποκλείει την παρέμβαση των «γνωστών-αγνώστων» που για χρόνια καρπώνονταν ενισχύσεις δηλώνοντας ζώα που δεν υπήρχαν και καλλιέργειες που ποτέ δεν έγιναν. Η αναφορά του υπουργού σε «μαϊμού» αγρότες δεν έγινε τυχαία. Εντοπίστηκαν περιπτώσεις και –όπως υποσχέθηκε– όλα τα ποσά που εισπράχθηκαν παράνομα «θα επιστραφούν».
Η πολιτική σημασία της υπόθεσης είναι προφανής. Όταν η διαχείριση ευρωπαϊκών κονδυλίων τίθεται σε αμφισβήτηση, το ζήτημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Αφορά τη θέση της χώρας μας στην ΕΕ, την αξιοπιστία της κυβέρνησης, αλλά και την εικόνα των θεσμών στο εσωτερικό. Γι’ αυτό και η απόφαση να μπει τέλος στις σκιές, όσο δύσκολη κι αν είναι, καθίσταται πολιτικά επιτακτική.
Ο ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι απλώς ένας οργανισμός πληρωμών. Είναι ο κόμβος μέσα από τον οποίο περνάει η ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα – ενός τομέα που θα έπρεπε να είναι η αιχμή του δόρατος για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Η κάθαρση, λοιπόν, δεν είναι μόνο απαραίτητη. Είναι εθνική ανάγκη.