Η Καναδική κυβέρνηση φαίνεται να ανοίγει μια νέα, ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη σελίδα στη διατροφική της πολιτική, επιτρέποντας – ουσιαστικά χωρίς δημόσια προειδοποίηση – την είσοδο προϊόντων που προέρχονται από κλωνοποιημένα ζώα στην αλυσίδα τροφίμων, χωρίς υποχρεωτική σήμανση. Αν η απόφαση αυτή εφαρμοστεί, οι Καναδοί καταναλωτές ενδέχεται σύντομα να αγοράζουν και να καταναλώνουν κρέας ή γαλακτοκομικά από κλωνοποιημένα βοοειδή και χοίρους, χωρίς να το γνωρίζουν.
Το Υπουργείο Υγείας του Καναδά ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να αφαιρέσει τα προϊόντα από κλωνοποιημένα ζώα – που παράγονται με τη μέθοδο μεταφοράς πυρήνα σωματικού κυττάρου (Somatic Cell Nuclear Transfer, SCNT) – από τη λίστα των «νέων τροφίμων». Η απόφαση βασίζεται σε γνωμοδότηση επιστημονικής επιτροπής, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «τα τρόφιμα από κλωνοποιημένα βοοειδή και χοίρους είναι το ίδιο ασφαλή με αυτά που προέρχονται από ζώα φυσικής εκτροφής».
Η αλλαγή αυτή δεν είναι απλώς τεχνική, καθώς μεταβάλλει θεμελιωδώς τον τρόπο με τον οποίο ελέγχονται, εγκρίνονται και επισημαίνονται τα τρόφιμα στον Καναδά. Η αφαίρεση των συγκεκριμένων προϊόντων από την κατηγορία των «νέων τροφίμων» σημαίνει ότι δεν θα απαιτείται πλέον αξιολόγηση ασφάλειας πριν από την κυκλοφορία τους στην αγορά, ούτε θα χρειάζεται να υποβάλλονται τεχνικοί φάκελοι στο υπουργείο. Με άλλα λόγια, η ρυθμιστική εποπτεία περνά από το κράτος στις ίδιες τις εταιρείες παραγωγής.
Στην αναθεωρημένη πολιτική που δημοσιεύτηκε στις 26 Μαρτίου 2024, το υπουργείο ανέφερε ότι τα τρόφιμα που προέρχονται από κλωνοποιημένα βοοειδή και χοίρους «θα πρέπει να ρυθμίζονται όπως τα προϊόντα από ζώα παραδοσιακής εκτροφής». Συνεπώς, «δεν θα θεωρούνται πλέον νέα τρόφιμα» και δεν θα υπόκεινται σε υποχρεωτική σήμανση.
Η κλωνοποίηση ζώων, μέσω SCNT, είναι μια διαδικασία κατά την οποία δημιουργείται ένα γενετικά πανομοιότυπο αντίγραφο ενός υπάρχοντος ζώου. Οι επιστήμονες αντικαθιστούν τον πυρήνα ενός απύρηνου ωαρίου με τον πυρήνα ενός σωματικού κυττάρου του «δότη». Το προκύπτον έμβρυο εμφυτεύεται σε παρένθετη μητέρα, που κυοφορεί και γεννά ένα ζώο με το ίδιο γενετικό υλικό με τον αρχικό οργανισμό.
Το Υπουργείο Υγείας του Καναδά υποστηρίζει ότι οι κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούν αυτή τη μέθοδο για τη διατήρηση επιθυμητών χαρακτηριστικών – όπως αυξημένη ανθεκτικότητα σε ασθένειες ή υψηλή ποιότητα κρέατος και γάλακτος. Ωστόσο, η απουσία σήμανσης εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα διαφάνειας και επιλογής του καταναλωτή.
Η δημόσια διαβούλευση για την πρόταση πραγματοποιήθηκε από τις 26 Μαρτίου έως τις 25 Μαΐου 2024. Αν και η κυβέρνηση δεν έχει δημοσιεύσει ακόμη την τελική απόφαση, σε ανακοίνωση της 14ης Ιουνίου 2024 ανέφερε ότι η πολιτική «θα τεθεί σε ισχύ το φθινόπωρο του 2024, εφόσον δεν προκύψουν νέα επιστημονικά δεδομένα». Μέχρι τότε, το κοινό παραμένει στο σκοτάδι ως προς το αν τα νέα προϊόντα έχουν ήδη φτάσει στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Η αλλαγή αφορά μόνο τα βοοειδή και τους χοίρους, ενώ τα τρόφιμα από άλλα κλωνοποιημένα ζώα, όπως κατσίκες ή πρόβατα, θα συνεχίσουν να θεωρούνται «νέα τρόφιμα» και να απαιτούν ξεχωριστή έγκριση.
Η Λούσυ Σάρρατ (Lucy Sharratt), συντονίστρια του Καναδικού Δικτύου Δράσης για τη Βιοτεχνολογία (Canadian Biotechnology Action Network – CBAN), δήλωσε ότι η οργάνωση «ανησυχεί βαθιά» για την κατεύθυνση της πολιτικής. Όπως είπε στην Epoch Times, «αν αφαιρεθεί η υποχρέωση αξιολόγησης και σήμανσης, οι Καναδοί δεν θα ξέρουν ποτέ αν τρώνε προϊόντα από κλωνοποιημένα ζώα».
Το CBAN, μαζί με τις οργανώσεις Vigilance OGM και The Non-GMO Project, είχε εκδώσει κοινή επιστολή ήδη από το 2023, χαρακτηρίζοντας την πρόταση «πρόωρη και αδικαιολόγητη». Οι οργανώσεις τόνιζαν τα επιστημονικά κενά γύρω από την ασφάλεια της κλωνοποίησης και προειδοποιούσαν για «απαράδεκτη αδιαφάνεια».
Όπως επισημαίνουν, η κλωνοποίηση SCNT συνδέεται με χαμηλά ποσοστά επιτυχίας, ανωμαλίες γέννησης και συχνές αποτυχίες οργάνων στα ζώα που παράγονται. Παρά το γεγονός ότι τα προβλήματα αυτά δεν φαίνεται να μεταφέρονται στους απογόνους των κλώνων, η έλλειψη μακροχρόνιων μελετών καθιστά την ασφάλεια των προϊόντων αυτών μη αποδεδειγμένη.
Η επιστημονική γνωμοδότηση στην οποία βασίστηκε το υπουργείο αναγνώριζε ότι οι κλώνοι έχουν «υψηλότερα ποσοστά γενετικών ανωμαλιών και δυσμορφιών» σε σύγκριση με τα φυσικά ζώα, αλλά υποστήριζε ότι «αυτά τα προβλήματα δεν εμφανίζονται στους απογόνους». Παράλληλα, παραδεχόταν ότι υπάρχει «περιορισμένη εμπειρική βάση» όσον αφορά την υγεία και την ασφάλεια των τροφίμων από κλωνοποιημένα ζώα προχωρημένης ηλικίας.
Αν και το υπουργείο ισχυρίζεται πως η SCNT «δεν αναμένεται να επηρεάσει την ασφάλεια τροφίμων ή ζωοτροφών», οργανώσεις καταναλωτών επισημαίνουν ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο επιστημονικό, αλλά και ηθικό και κοινωνικό. Η κατάργηση της σήμανσης, λένε, παραβιάζει το δικαίωμα του καταναλωτή να γνωρίζει από πού προέρχεται το φαγητό του.
Η εταιρεία duBreton, από τις μεγαλύτερες παραγωγούς χοιρινού κρέατος στον Καναδά, εξέφρασε επίσης ανησυχία. Ο διευθύνων σύμβουλος Βενσάν Μπρετόν (Vincent Breton) δήλωσε ότι η απόφαση «μειώνει τη διαφάνεια της αγοράς και στερεί από τους καταναλωτές το δικαίωμα επιλογής». «Οι πολίτες έχουν δικαίωμα να ξέρουν», είπε, «και η αλλαγή αυτή σημαίνει ότι εκτός αν ένα προϊόν φέρει τη σήμανση “βιολογικό”, κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποια εταιρεία χρησιμοποιεί κλωνοποιημένα ζώα και ποια όχι».
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι μεμονωμένη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ήδη εγκρίνει, από το 2008, την κατανάλωση προϊόντων από απογόνους κλωνοποιημένων ζώων χωρίς υποχρεωτική σήμανση, στηριζόμενες σε παρόμοια γνωμοδότηση της FDA. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντίθετα, έχει διατηρήσει αυστηρή απαγόρευση για τα προϊόντα από κλώνους, επικαλούμενη ηθικούς και περιβαλλοντικούς λόγους.
Η στάση του Καναδά, που επιλέγει τώρα να ευθυγραμμιστεί με τις ΗΠΑ, δημιουργεί ένα ενιαίο βορειοαμερικανικό καθεστώς χαλάρωσης στη ρύθμιση της βιοτεχνολογίας τροφίμων. Οι επικριτές μιλούν για «σιωπηρή εμπορική συμφωνία» που διευκολύνει τις εξαγωγές και μειώνει το κόστος συμμόρφωσης των παραγωγών, εις βάρος της ενημέρωσης του καταναλωτή.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι τι σημαίνει «ασφάλεια» σε μια εποχή όπου οι γενετικές τεχνολογίες προηγούνται των κοινωνικών θεσμών που καλούνται να τις ελέγξουν. Οι υποστηρικτές της πολιτικής τονίζουν την ανάγκη για «καινοτομία και ανταγωνιστικότητα», οι επικριτές όμως βλέπουν μια συνειδητή διάβρωση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος.
Η ίδια η ιστορία της βιοτεχνολογίας δείχνει ότι η εμπιστοσύνη αυτή είναι εύθραυστη. Από τη «Ντόλι» το πρόβατο το 1996 μέχρι τις πρόσφατες εφαρμογές CRISPR, κάθε βήμα προόδου συνοδεύεται από νέες ηθικές και επιστημονικές ανησυχίες. Και αν κάτι φαίνεται σταθερό μέσα σε αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο, είναι ότι οι κοινωνίες που βιάζονται να εφαρμόσουν τεχνολογίες χωρίς ευρεία διαβούλευση συχνά αναγκάζονται να πληρώσουν το τίμημα αργότερα – όχι πάντα σε χρήμα, αλλά σε εμπιστοσύνη.
Η κατάργηση της σήμανσης για το κλωνοποιημένο κρέας στον Καναδά ίσως φαντάζει μια τεχνική διευκόλυνση για τους παραγωγούς. Στην πραγματικότητα, όμως, συνιστά μια βαθιά πολιτική επιλογή για το ποιος έχει δικαίωμα στη γνώση και την επιλογή. Σε μια εποχή όπου η βιοτεχνολογία εισβάλλει ολοένα και πιο έντονα στο τραπέζι μας, το ερώτημα παραμένει: αν δεν γνωρίζουμε τι τρώμε, ποιος πραγματικά αποφασίζει για εμάς;

