Η αιφνιδιαστική επίθεση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής εναντίον τριών βασικών πυρηνικών εγκαταστάσεων στο Ιράν, με τη χρήση στρατηγικών βομβαρδιστικών B-2 και βομβών 30.000 λιβρών – για πρώτη φορά σε επιχειρησιακό επίπεδο – σηματοδοτεί μία νέα φάση στην κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή.
Η αμερικανική επίθεση ανατρέπει την πάγια θέση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ περί αποφυγής εμπλοκής σε νέες πολεμικές συγκρούσεις, μία δέσμευση που είχε προβληθεί επανειλημμένα στο εσωτερικό ακροατήριο των ΗΠΑ. Επιπλέον, η ενέργεια αυτή δείχνει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος ευθυγραμμίστηκε με τις στρατηγικές επιδιώξεις του Ισραήλ και προσωπικά του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος τις τελευταίες ημέρες έχει ξεκινήσει στρατιωτική εκστρατεία κατά του Ιράν με στόχο τη συνολική εξουδετέρωση του πυρηνικού του προγράμματος.
Παρά τις αρχικές δηλώσεις του περί αβεβαιότητας, ο Τραμπ διέταξε την επίθεση εντός 48 ωρών, πολύ νωρίτερα από το δεκαπενθήμερο χρονικό πλαίσιο που είχε αφήσει να εννοηθεί δημοσίως. Τα πλήγματα αφορούσαν τις εγκαταστάσεις στο Φόρντοου, τη Νατάνζ και το Ισφαχάν, ενώ, σύμφωνα με δηλώσεις από τον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος παρακολουθούσε τις επιχειρήσεις από την Αίθουσα Κατάστασης στην Ουάσινγκτον, μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο.
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, η Ουάσινγκτον διαβίβασε μέσω διαύλων προς την Τεχεράνη ότι σκοπός των επιθέσεων δεν είναι η ανατροπή του καθεστώτος του ανώτατου ηγέτη Αλί Χαμενεΐ. Ωστόσο, από την ισραηλινή πλευρά, όταν ζητήθηκε από τον Νετανιάχου να σχολιάσει αν στόχος είναι η εξόντωση του Χαμενεΐ, ο ίδιος αρκέστηκε να απαντήσει: «Κάνουμε ό,τι χρειάζεται να κάνουμε».
Η ιρανική απάντηση και τα περιθώρια αντίδρασης
Η Τεχεράνη, ευρισκόμενη υπό ασφυκτική στρατιωτική πίεση, αντιδρά με βαλλιστικά πλήγματα προς το Ισραήλ, την ώρα που το Τελ Αβίβ αξιοποιεί επιλεκτικά τα αντιβαλλιστικά του συστήματα για την προστασία στρατηγικών στόχων. Παρά τα αντίποινα, οι δυνατότητες του Ιράν να προβεί σε μια στρατηγικά ανατρεπτική ενέργεια, όπως η χρήση όπλου μαζικής καταστροφής, παραμένουν περιορισμένες.
Στο τραπέζι των επιλογών της Τεχεράνης βρίσκεται η πιθανότητα κλεισίματος των στενών του Ορμούζ, διαύλου μεταφοράς εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου καθημερινά. Εάν το Ιράν αποφασίσει να ναρκοθετήσει την περιοχή, το παγκόσμιο σύστημα ναυσιπλοΐας θα υποστεί σοβαρό πλήγμα. Η Κίνα, βασικός αποδέκτης του πετρελαίου που διέρχεται από το Ορμούζ, ενδέχεται να πιεστεί να παρέμβει ενεργά.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, η Τεχεράνη θα μπορούσε να απαιτήσει στρατιωτική συνδρομή από το Πεκίνο με τη μορφή προηγμένων ηλεκτρονικών συστημάτων παρεμβολής, ικανών να επηρεάσουν τη δράση των ισραηλινών αεροσκαφών. Η κινεζική εμπλοκή, έστω και εμμέσως, θα ανέβαζε επικίνδυνα την ένταση και θα έθετε τις βάσεις για ευρύτερη σύγκρουση.
Η στρατηγική του Ισραήλ και η περιφερειακή επιρροή
Μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, η οποία περιλάμβανε μαζικές δολοφονίες, βιασμούς και απώλειες αμάχων, το Ισραήλ προχώρησε σε σαρωτικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα, τον Λίβανο και το ίδιο το Ιράν, στοχεύοντας ηγετικά στελέχη της Χαμάς, της Χεζμπολάχ και των Φρουρών της Επανάστασης.
Η επιδίωξη του Ισραήλ να αποδυναμώσει τους Αγιατολάδες και να εξουδετερώσει τον πυρηνικό κίνδυνο εντάσσεται στη στρατηγική του να αναδειχθεί ως κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή. Οι εξελίξεις αυτές δεν περνούν απαρατήρητες από περιφερειακούς παίκτες όπως η Τουρκία, η οποία φαίνεται να λαμβάνει έμμεσο μήνυμα ως προς το κόστος οποιασδήποτε αντίστασης απέναντι στο Ισραήλ.
Η ισραηλινή στρατιωτική υπεροχή – με υψηλή τεχνολογία, εμπειρία και αποτελεσματικότητα – συνιστά βασικό μέσο πίεσης στη διαμόρφωση των όρων περιφερειακής σταθερότητας και ισχύος.
Η θέση της Ελλάδας και η ευρωπαϊκή αποδυνάμωση
Η Ελλάδα, στο πλαίσιο μιας πολυετούς εξωτερικής πολιτικής, έχει επενδύσει σε μια στρατηγική σχέση με το Ισραήλ, διαμορφώνοντας ένα πλέγμα συνεργασίας που αξιολογείται διακομματικά ως επιτυχημένο.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η αμερικανική επίθεση σημειώθηκε μία μόλις ημέρα μετά τις διαβουλεύσεις Ιρανού αξιωματούχου με Βρετανούς, Γερμανούς και Γάλλους στη Γενεύη. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται ως ένδειξη περιορισμένης επιρροής της Ε.Ε. στις αποφάσεις των ΗΠΑ. Παράλληλα, ο Ιρανός ΥΠΕΞ αποχώρησε χωρίς συνάντηση με Αμερικανούς αξιωματούχους από την Κωνσταντινούπολη, υποδηλώνοντας ότι δεν υπήρξε κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης.
Ο πρόεδρος Τραμπ, που αναμένεται στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη στις 25 και 26 Ιουνίου, φέρεται να μην επιθυμεί ουσιαστικό συντονισμό με την Ε.Ε. για τη διαχείριση της σύγκρουσης. Η αποστροφή του προς τις ευρωατλαντικές διαδικασίες είναι εμφανής και η πιθανότητα αποχώρησής του από τη σύνοδο ή δημιουργίας διπλωματικού επεισοδίου με Ευρωπαίο ηγέτη δεν αποκλείεται.
Παγκόσμιοι κίνδυνοι και οικονομικές επιπτώσεις
Η πιθανότητα πρόκλησης πυρηνικού ατυχήματος εξαιτίας των αεροπορικών πληγμάτων δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σε περίπτωση που ο πόλεμος περιοριστεί χρονικά και το κόστος του πετρελαίου αυξηθεί κατά 10–15 δολάρια ανά βαρέλι, οι συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία εκτιμώνται ως διαχειρίσιμες. Εάν, ωστόσο, η σύγκρουση επεκταθεί γεωγραφικά ή χρονικά, οι αβεβαιότητες θα πολλαπλασιαστούν, με απρόβλεπτες επιπτώσεις στο ενεργειακό, οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο.