Ορώντας εξ αποστάσεως τα γεγονότα εις τον απόηχο του σφυροκοπήματος επιβολής ενός ιστορικά πρωτόγνωρου υγειονομικού «Άουσβιτς»
Είναι πρόδηλο ότι κατά το άρθρο 16 παράγραφος 2 του Συντάγματος, η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους, και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως, και την διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες, ως εκ τούτου συνάγεται αιτιωδώς εκ του Συντάγματος ότι ουδείς μαθητής δύναται να αποκλειστεί από την εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους, ούτε η φοίτησή του είναι δυνατόν να εξαρτάται από την προηγούμενη συμμετοχή του και μάλιστα εκουσίως από οιαδήποτε ιατρική πράξη.
Ως εκ τούτου δηλαδή, εξ αφορμής του αποκλεισμού των παιδιών επειδή δεν τηρούν πρόδηλα αντισυνταγματικά υγειονομικά μέτρα με αποτέλεσμα, το παιδί να στερείται της ελευθέρας πρόσβασης εις την εκπαίδευση τόσο δια ζώσης όσο και εξ αποστάσεως κατά ανισότιμο τρόπο, υφιστάμενο μία πρόδηλα διακριτική μεταχείριση προς της ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς της κατά παράβαση του άρθρου 4 και 5 του Συντάγματος με την ανεδαφική και αλυσιτελή αιτιολογία ότι δεν υποκύπτει σε έναν πρόδηλα αντισυνταγματικά νόμο, βλαπτικό δια την υγεία και την προσωπικότητά του.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός και η επιβολή οιονεί ποινής- στίγματος, από την δημόσια εκπαίδευση φέρει ασφαλώς ρατσιστικά χαρακτηριστικά κατά το άρθρο 82Α του Ποινικού Κώδικα, διότι στοχοποιείται φέροντας το στίγμα «του ανυπάκουου, συνωμοσιολόγου, ακραίου» και του φαλκιδεύεται η πρόσβαση, καθοιονδήποτε τρόπο, είτε εκ του συστάδην είτε δια ζώσης προς την εκπαίδευση, ένα αξιοκατάκριτο, επιλήψιμο, και αξιόμεμπτο γεγονός το οποίο κλυδωνίζει εκ βάθρων τα θεμέλια του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος.
Είναι πρόδηλο ότι δια του αποκλεισμού των παιδιών, ένεκεν ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης αποφάσεως επί της υγείας του, συνιστά μία πράξη λεκτικής βίας, με κατάδηλα ρατσιστικά χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 927/1979 –μετά την τροποποίηση του με τον Ν. 4285/2014 και τον Ν. 4491/2017– είναι και συνταγματικά άλλωστε κατοχυρωμένο δικαίωμα κάθε Έλληνα προς ίση μεταχείριση, ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και απαγόρευση κάθε διάκρισης που αφορά το άτομό του (άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος). Αλλά και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) ισχύει η απαγόρευση των διακρίσεων κατά την απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται και προστατεύονται από τη Σύμβαση (άρθρο 14 αυτής εν συνδυασμώ με το άρθρο 28 του Συντάγματος.
Ως εκ τούτου λοιπόν ο καθείς δύναται, να αναπτύσσεται ελευθέρως την προσωπικότητα του, εκδηλώνοντας, εφόσον δεν παραβιάζει το Σύνταγμα δεν φαλκιδεύει τα αντίστοιχα δικαιώματα των άλλων και δεν προσβάλλει τα χρηστά ήθη, τις ιδιαίτερες εκδηλώσεις την ιδιωτικής του, ασφαλώς υποκείμενος εις την υφιστάμενη νομοθεσία συνάδουσα με το Σύνταγμα κατά το άρθρο 120 παράγραφος 2 του Συντάγματος.
Επομένως, δια του ως προρρηθέντος πλέγματος των διατάξεων, καταπολεμώνται και κολάζονται ποινικώς, λογιζόμενες ανυπερθέτως ως εγκληματικές, οι διακρίσεις, οι οποίες ερείδονται επί ρατσιστικών ελατηρίων, πάσης φύσεως, οι οποίες πέραν ότι πλήττουν τα έννομα αγαθά των φορέων τους, εκ παραλλήλου, τους στιγματίζουν ως ορισμένη πληθυσμιακή ομάδα, όπως εν προκειμένω ορισμένα παιδιά, με γνώμονα την ιδιαιτερότητά της, αυτή με αποτέλεσμα, πέραν της αξιοποίνου πράξης αφεαυτής να διακυβεύεται και η κοινωνική ειρήνη και η δημόσια τάξη, με τον συνεπακόλουθο κοινωνικό αποκλεισμό της, την περιθωριοποίησή της, αλλά και το επαπειλούμενο κίνδυνο διασάλευσης της κοινωνικής ειρήνης και της ομαλής κοινωνικής συμβιώσεως των ατόμων αυτών ή τις ομάδας με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αντίδρασης και της αυτονόητης διαθέσεως περί της υγείας τους.
Οι ως άνω συμπεριφορές πέραν από έκνομες και πρόδηλα αντισυνταγματικές, διότι βλάπτουν το έννομο αγαθό της προσωπικότητας της τιμής, του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπινου προσώπου, περαιτέρω αντιβαίνουν, με τα θεμέλια μίας δημοκρατικής, πλουραλιστικής και ανεκτικής κοινωνίας, η οποία δια των Κρατικών Θεσμών και Δίκαιων Νόμων της επιτυγχάνει τελεσφόρως την αρμονική συνύπαρξη και την διασφάλιση την δημοσίας τάξεως και ειρήνης από οιονδήποτε επίδοξο καταλύτη αυτής.
Το δικαστήριο εις τις περιπτώσεις εγκλημάτων από ρατσιστικά ελατήρια, ασφαλώς εξετάζει ενδελεχώς την φύση της πράξεως αυτής καθ’ εαυτήν, εάν οι ενέργειες, πράξεις και τα λεγόμενά του εκάστοτε δράστη, θεμελιώνουν την υπόσταση του ρατσιστικού αδικήματος, αποβλέποντας προς την υποκίνηση βίας ή μίσους, ή δια αυτών ακόμη και εχθροπάθειας και ύστερα προβαίνει σε μία εκτεταμένη αξιολογική στάθμιση αντικρουόμενων εννόμων αγαθών, υποκείμενη εις την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος) ούτως ώστε, να δικαιολογηθεί ειδικά και εμπεριστατωμένα (άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος) τυχόν φαινόμενη περιστολή του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης κατά το άρθρο 14 παράγραφος 1 του Συντάγματος (του δράστη), καθότι προκρίνεται ως απολύτως αναγκαίος δια του του τρόπου αυτού, ήτοι την τυχόν αναλογικής επιβολή ποινής προς την πράξη του δράστη, προκειμένου να επιτευχθεί η αντικειμενικώς υπέρτερη προς την Δημοκρατία αλλά και το σύνολο της κοινωνίας και της δημόσια συμβίωσης ειρηνική συνύπαρξη όλων των ετερόκλητων κοινωνικών ομάδων ανεξαρτήτως ιδιαιτεροτήτων, σεβόμενοι άπαντες, το Σύνταγμα και του νόμους.
Τα ως άνω καθίστανται απολύτως αναγκαία δια την εξέλιξη και πρόοδο μίας κοινωνίας, ήτοι ο σεβασμός του άλλου προς όλες τους τις εκφάνσεις και ο άμεσος ποινικός κολασμός των παραβατών, πλην όμως ο Νόμος αυτός να εφαρμόζεται ορθώς και όχι καταχρηστικώς, ήτοι να συμβάλλει προς την εν τοις πράγμασι διασφάλιση της ομαλής συμβίωσης και όχι ως ένα εργαλείο φίμωσης του οιουδήποτε αντιφρονούντα.
Xαράλαμπος Β Κατσιβαρδάς
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω