17 Δεκεμβρίου, 2025
Πολιτισμός

«Καποδίστριας»: Η ταινία που αναμετράται με την Ιστορία και τη σύγχρονη ελληνική αχαριστία

Η παγκόσμια πρεμιέρα της νέας ταινίας του Γιάννη Σμαραγδή με τίτλο «Καποδίστριας», που πραγματοποιήθηκε στην Αστόρια της Νέας Υόρκης στις 29 Νοεμβρίου, εξελίχθηκε σε γεγονός με ιδιαίτερο συμβολισμό τόσο για την Ομογένεια όσο και για τον Ελληνισμό συνολικά. Η παρουσίαση του ιστορικού αυτού έργου σε έναν από τους σημαντικότερους πυρήνες της ελληνικής διασποράς προσέδωσε στην πρεμιέρα χαρακτήρα εθνικής αναφοράς, υπερβαίνοντας τα όρια μιας απλής κινηματογραφικής προβολής.

Η ταινία εστιάζει στη ζωή και τη διαδρομή του Ιωάννη Καποδίστρια, του πρώτου κυβερνήτη του νεοελληνικού κράτους, φωτίζοντας με έμφαση το ήθος της αυτοθυσίας και της προσφοράς που χαρακτήριζε τη στάση του απέναντι στην πατρίδα. Παρότι πρόκειται για ιστορικό δράμα με σαφές βιογραφικό υπόβαθρο, το έργο δεν εγκλωβίζεται σε μια τυπική αναπαράθεση γεγονότων. Αντίθετα, επιχειρεί να αναδείξει τον εσωτερικό κόσμο, τα κίνητρα και το βαθύτερο όραμα ενός προσώπου που παραμένει, κατά πολλούς, αδικημένο στη συλλογική ιστορική μνήμη.

Μέσα από τη γλώσσα του κινηματογράφου, ο σκηνοθέτης απευθύνει στο κοινό μια πρόσκληση ουσιαστικής προσέγγισης του Καποδίστρια, όχι ως μακρινού ιστορικού μεγέθους, αλλά ως ζωντανής πρότασης πολιτικής και ηθικής στάσης. Η αφήγηση καλεί τον θεατή να αναμετρηθεί με τις αξίες που υπηρέτησε ο πρώτος κυβερνήτης και να αναστοχαστεί τη σημασία τους για τη σύγχρονη Ελλάδα.

Η ταινία ακολουθεί τον διαρκώς ανηφορικό δρόμο που διέγραψε ο πρωταγωνιστής, από τα πρώτα του χρόνια έως το τραγικό τέλος του. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται σε ένα καθοριστικό περιστατικό της νεότητάς του, το σοβαρό ατύχημα που υπέστη κατά τη διάρκεια ιππασίας στην Κέρκυρα, έξω από τη Μονή της Πλατυτέρας, το οποίο παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Η διάσωσή του, που αποδόθηκε στη θεία παρέμβαση της Παναγίας και των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας, παρουσιάζεται ως προοίμιο της πορείας που έμελλε να ακολουθήσει και ως ένδειξη μιας αποστολής που ξεπερνούσε τα όρια της προσωπικής φιλοδοξίας.

Μετά τις σπουδές του και τη σύντομη άσκηση της ιατρικής στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ο Καποδίστριας εισέρχεται δυναμικά στον χώρο της πολιτικής, αρχικά μέσω της Επτανήσου Πολιτείας και στη συνέχεια μέσω της ένταξής του στο ρωσικό διπλωματικό σώμα. Το διπλωματικό του ταλέντο αναδεικνύεται με εντυπωσιακό τρόπο στη διαχείριση του ελβετικού ζητήματος, όπου η συμβολή του υπήρξε καθοριστική στη διαμόρφωση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και της ουδετερότητας της χώρας, καθώς και στη συνταγματική της συγκρότηση με έντονα στοιχεία άμεσης δημοκρατίας.

Η διεθνής του δράση τον φέρνει αντιμέτωπο με ισχυρά πολιτικά κέντρα της εποχής, και ιδιαίτερα με τον πρίγκιπα Μέτερνιχ, ο οποίος αντιτασσόταν σθεναρά σε κάθε προοπτική ελληνικής ανεξαρτησίας. Παρά τις αντιξοότητες, ο Καποδίστριας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ενότητας της Γαλλίας στο Συνέδριο της Βιέννης και στην αναγνώριση αυτόνομου καθεστώτος για τα Ιόνια Νησιά. Η διεθνής του καταξίωση επισφραγίζεται με την ανάληψη του αξιώματος του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, θέση από την οποία αποχωρεί το 1822 λόγω διαφωνίας του με την πολιτική του τσάρου απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση.

Η κορυφαία στιγμή της προσφοράς του, ωστόσο, συνδέεται άρρηκτα με την ελληνική Παλιγγενεσία. Η συμβολή του στην απελευθέρωση της Ελλάδας υπήρξε πολυεπίπεδη, τόσο σε διπλωματικό όσο και σε οργανωτικό επίπεδο, ήδη από τα χρόνια πριν την επίσημη έκρηξη της Επανάστασης. Η παρουσία του στα παρασκήνια του αγώνα, μέσω επαφών και καθοδήγησης, έχει οδηγήσει ορισμένους να τον χαρακτηρίσουν ως την άτυπη καθοδηγητική δύναμη της Φιλικής Εταιρείας.

Το ξεχωριστό ήθος του Καποδίστρια, η άρνησή του να υποτάξει το δημόσιο συμφέρον σε προσωπικές ή τοπικές σκοπιμότητες και η επιμονή του στην οικοδόμηση ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, του χάρισαν τη στήριξη του λαού, αλλά και την εχθρότητα ισχυρών συμφερόντων. Η σύγκρουση αυτή κατέληξε στη δολοφονία του, ένα γεγονός που στέρησε την Ελλάδα από έναν ηγέτη με σαφές όραμα και καθαρή πολιτική πυξίδα.

Ωστόσο, φαίνεται ότι ο Καποδίστριας αποτελούσε απειλή όχι μόνο για το καθεστώς της εποχής του, αλλά και για σημερινά κέντρα (και παράκεντρα) εξουσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η άρνηση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου να στηρίξει την νέα ταινία του κ. Σμαραγδή, την στιγμή που διανέμει χορηγίες σε τόσα και τόσα άλλα έργα ήσσονος σημασίας. Τοπικοί “κηδεμόνες” ήγειραν εμπόδια και στην χρηματοδότηση της ταινίας από κοινοτικούς πόρους της ΕΕ.

Κυκλοφορούν φήμες ότι ο κ. Σμαραγδής αντιμετώπισε ακόμη και απειλές κατά της ζωής του, προκειμένου να τον αποτρέψουν από την ολοκλήρωση της εν λόγω ταινίας. Μετά από όλα αυτά, γεννάται το εύλογο ερώτημα, γιατί ένα ιστορικό πρόσωπο, τόσο καταξιωμένο και επιτυχημένο όπως ο Καποδίστριας, το οποίο τιμάται σε ξένες χώρες, όπως η Ελβετία και η Ρωσία για την πλούσια και πολυσχιδή προσφορά του, να αντιμετωπίζει τόση αχαριστία στην ιδιαίτερη πατρίδα του;

Ιδιαίτερη διάσταση λαμβάνει και η στάση της σύγχρονης ελληνικής πολιτείας απέναντι στο έργο του Σμαραγδή. Η άρνηση κρατικών φορέων, όπως το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, να στηρίξουν την παραγωγή, καθώς και τα εμπόδια στη χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους, προκάλεσαν ερωτήματα και αντιδράσεις. Παρά τις δυσκολίες, η ταινία ολοκληρώθηκε χάρη στη στήριξη ιδιωτικών πρωτοβουλιών και της ελληνικής διασποράς, η οποία ανέλαβε ενεργό ρόλο στην υλοποίηση του εγχειρήματος.

Η επιλογή αυτή αποδείχθηκε τελικά καταλυτική, καθώς η έλλειψη κρατικής στήριξης λειτούργησε ως αφορμή για αυξημένο ενδιαφέρον του κοινού. Η ταινία απέκτησε έναν πρόσθετο συμβολισμό, συνδεδεμένο με το διαχρονικό ερώτημα της ελληνικής αχαριστίας απέναντι σε πρόσωπα που υπηρέτησαν ανιδιοτελώς το συλλογικό συμφέρον.

Η προβολή της ταινίας στους ελληνικούς κινηματογράφους τα Χριστούγεννα αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενώ στόχος είναι η παρουσίασή της και σε άλλες πόλεις του εξωτερικού όπου δραστηριοποιείται έντονα το ελληνικό στοιχείο. Η αποδοχή του κοινού ενδέχεται να αποτελέσει όχι μόνο δικαίωση για τον δημιουργό, αλλά και αφορμή για μια ευρύτερη επαναξιολόγηση της ιστορικής φυσιογνωμίας του Ιωάννη Καποδίστρια.

Καθώς το 2026 συμπληρώνονται 250 χρόνια από τη γέννησή του, η ταινία λειτουργεί ως αφετηρία για έναν νέο διάλογο γύρω από την κληρονομιά του. Ο Καποδίστριας αναδεικνύεται εκ νέου ως πρότυπο πολιτικής ανιδιοτέλειας και εθνικής ευθύνης, με ένα όραμα που εξακολουθεί να προκαλεί και να εμπνέει, υπενθυμίζοντας ότι η ιστορία δεν ανήκει μόνο στο παρελθόν, αλλά συνομιλεί διαρκώς με το παρόν και το μέλλον.