Η απόφαση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ να βομβαρδίσει ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις πυροδότησε έναν φαύλο κύκλο κλιμάκωσης με παγκόσμιες προεκτάσεις, οδηγώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες σε άμεση εμπλοκή στον πόλεμο Ισραήλ–Ιράν και εντείνοντας τον κίνδυνο για γενικευμένη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή. Η Τεχεράνη ετοιμάζεται να επιστρατεύσει το σύνολο των μέσων της, με το ενδεχόμενο κλεισίματος των Στενών του Ορμούζ να τίθεται στο επίκεντρο των στρατηγικών επιλογών της.
Σύμφωνα με αναλυτές όπως η Rebecca Babin της CIBC, το ενδεχόμενο πλήρους αποκλεισμού των Στενών του Ορμούζ παραμένει κάτω από το 50%, ωστόσο η πιθανότητα έχει αυξηθεί σημαντικά συγκριτικά με την περίοδο πριν το αμερικανικό χτύπημα. Πιο ρεαλιστικό χαρακτηρίζεται το σενάριο παρενόχλησης δεξαμενόπλοιων μέσω ναρκοθέτησης ή καταλήψεων, κάτι που θα προκαλούσε αύξηση του κόστους και των χρόνων μεταφοράς στον παγκόσμιο ενεργειακό εφοδιασμό.
Η απειλή, έστω και ως ενδεχόμενο, αρκεί για να ταράξει τις διεθνείς αγορές. Η Oxford Economics εκτιμά ότι το ενδεχόμενο αποκλεισμού των Στενών θα μπορούσε να οδηγήσει τις τιμές του πετρελαίου στα 130 δολάρια ανά βαρέλι και να προκαλέσει επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες. Σύμφωνα με την Υπηρεσία Ενεργειακής Πληροφόρησης των ΗΠΑ (EIA), κατά το 2024 και το πρώτο τρίμηνο του 2025 από τα Στενά του Ορμούζ διήλθε περισσότερο από το 25% της παγκόσμιας θαλάσσιας εμπορίας πετρελαίου και το 20% του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).
Παρά τα δεδομένα γεωπολιτικού σοκ, οι αγορές μέχρι στιγμής αντιδρούν με σχετική αυτοσυγκράτηση. Οι τιμές του Brent και του αμερικανικού αργού ξεκίνησαν τη συνεδρίαση με άνοδο 3%, ωστόσο τα κέρδη τους στη συνέχεια περιορίστηκαν, γεγονός που υποδηλώνει την εκτίμηση των επενδυτών ότι η Τεχεράνη ίσως και να μπλοφάρει. Το MarketWatch, ωστόσο, προειδοποιεί ότι τα όρια ανάμεσα στην μπλόφα και την καταστροφή είναι σε τέτοιες συνθήκες εξαιρετικά λεπτά.
Η επενδυτική τράπεζα Jefferies επισημαίνει ότι η άνοδος των τιμών του πετρελαίου ενδέχεται να ανακόψει την αποπληθωριστική δυναμική που είχε διαμορφωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και να καθυστερήσει τις αναμενόμενες μειώσεις επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed). Η αυξημένη μεταβλητότητα στις ενεργειακές αγορές, σύμφωνα με τη Wall Street, αποτελεί πλέον έναν από τους βασικούς δείκτες για την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Πέρα από τον άξονα ΗΠΑ–Ιράν και τα Στενά του Ορμούζ, οι αναλυτές της Jefferies θέτουν πέντε καίρια ερωτήματα που εκτιμούν ότι πρέπει να καθοδηγήσουν τις επενδυτικές αποφάσεις το προσεχές διάστημα.
Πρώτον, κατά πόσο θα συνεχιστεί η στρατιωτική εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πρόεδρος Τραμπ έχει δηλώσει ότι «υπάρχουν και άλλοι στόχοι» στην περίπτωση ιρανικών αντιποίνων, ενώ το Ισραήλ παραμένει σε καθεστώς κόκκινου συναγερμού και η Ουάσιγκτον ενισχύει τη ναυτική της παρουσία στον Περσικό Κόλπο. Η πιθανότητα διεύρυνσης των εχθροπραξιών με επιθέσεις σε πετρελαϊκές υποδομές και περιφερειακά χτυπήματα δεν αποτελεί πλέον υποθετικό σενάριο, αλλά σοβαρή πιθανότητα.
Δεύτερον, τίθεται το ζήτημα συνοχής της πολιτικής συμμαχίας του Ντόναλντ Τραμπ στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών. Το χτύπημα στο Ιράν προκαλεί ρωγμές στην ρεπουμπλικανική βάση του προέδρου, καθώς η απομονωτιστική πτέρυγα που εκφράζεται από πρόσωπα όπως οι Steve Bannon και Tucker Carlson αντιτίθεται ανοιχτά σε κάθε μορφή στρατιωτικής εμπλοκής. Η στάση της κοινής γνώμης, με δημοσκοπήσεις να καταγράφουν αυξανόμενη αντίθεση σε νέες συγκρούσεις, δύναται να επηρεάσει την πορεία της αγοράς όχι μόνο μέσω των γεωπολιτικών εξελίξεων, αλλά και μέσω των επιπτώσεων στη νομοθετική διαδικασία, τον προϋπολογισμό και τις συμμαχίες.
Τρίτον, οι εξελίξεις ενδέχεται να επηρεάσουν καθοριστικά τη δημοσιονομική ατζέντα του προέδρου Τραμπ. Η Jefferies προειδοποιεί ότι η στρατιωτική εμπλοκή με το Ιράν μπορεί να αναστείλει την υλοποίηση του σχεδίου για την ενιαία νομοθετική δέσμη με φοροελαφρύνσεις και αύξηση του ορίου χρέους – το αποκαλούμενο «One Big, Beautiful Bill». Το ενδεχόμενο να απαιτηθούν ξεχωριστές ψηφοφορίες για κάθε επί μέρους μέτρο είναι υπαρκτό, ενώ το ιστορικό των πολέμων σε Ιράκ, Συρία και Αφγανιστάν, με συνολικό κόστος άνω των 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, παραμένει ζωντανό. Σε ένα ήδη αυξημένο δημοσιονομικό έλλειμμα, η νέα στρατιωτική δαπάνη μπορεί να προκαλέσει πιέσεις στις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων και να κλονίσει την εμπιστοσύνη στο δολάριο.
Τέταρτον, ο πόλεμος επηρεάζει και τις εμπορικές διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ με Κίνα και Ευρώπη. Το Πεκίνο καταδίκασε την επίθεση ως παραβίαση του διεθνούς δικαίου, ενώ η Τεχεράνη απέρριψε κάθε ενδεχόμενο διαλόγου με την Ουάσιγκτον. Η ευρωπαϊκή πλευρά καλεί σε αποκλιμάκωση, ωστόσο οι διαπραγματεύσεις παραμένουν παγωμένες. Οι επενδυτές παρακολουθούν με ανησυχία την προσέγγιση της καταληκτικής ημερομηνίας της 9ης Ιουλίου για την επιβολή νέων δασμών από τις ΗΠΑ, καθώς και της 12ης Αυγούστου που κλείνει το παράθυρο για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης με την Κίνα. Ο πόλεμος ενδέχεται είτε να ναρκοθετήσει τις διαδικασίες είτε να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικός μοχλός, με αποτέλεσμα την όξυνση της αβεβαιότητας και το πάγωμα επενδυτικών σχεδίων.
Πέμπτον, το αμερικανικό πλήγμα αναζωπυρώνει το συνταγματικό ερώτημα σχετικά με τα όρια της εκτελεστικής εξουσίας. Η War Powers Resolution των ΗΠΑ προβλέπει ότι κάθε πρόεδρος οφείλει να ενημερώσει το Κογκρέσο εντός 48 ωρών για στρατιωτική δράση και να αποσυρθεί εντός 60 ημερών εφόσον δεν υπάρξει εξουσιοδότηση. Η κυβέρνηση Τραμπ βασίζεται στη θεωρία του ενισχυμένου εκτελεστικού, με προσωρινή κάλυψη από το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά χωρίς οριστική νομολογιακή κατοχύρωση.